Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

Άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου : Φοβόμαστε τον φόβο μας

Ο φόβος είναι η άλλη όψη της θνητότητάς µας, θεµελιώδες στοιχείο της φύσης του ανθρώπου. Μάλιστα, παρότι το αίσθηµα του φόβου είναι η διαρκής και ενστικτώδης υπόµνηση της αδυναµίας του ανθρώπου, είναι και γενετικό στοιχείο της αξίας του. Η αξία του ανθρώπου αποδίδεται στον θνητό, αδύναµο και συχνά φοβισµένο άνθρωπο που αγωνίζεται να υπερβεί ή έστω να διαχειριστεί τον φόβο του και συµβιώνει µε αυτόν έως τον θάνατό του.

Επ’ ελπίδι αναστάσεως, για όσους πιστεύουν σε αυτήν και την προσδοκούν.
Η περιορισµένη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και ο πρωτογενής φόβος του θανάτου επιµερίζεται και εµφανίζεται ως φόβος απέναντι στην αρρώστια, την αδυναµία, τη φτώχεια, τη δυστυχία, τη µοναξιά, την απώλεια του άλλου µέσω του οποίου γινόµαστε πρόσωπα µε σχέσεις, απέναντι δηλαδή στο πένθος για τον θάνατο του άλλου που µας προσδιορίζει ως πρόσωπο. 


Φοβόµαστε συνεπώς επειδή ζούµε, επειδή αναµένουµε να πεθάνουµε και επειδή, ως εκ τούτου, περιβαλλόµαστε από άπειρες απειλές, φυσικές και ανθρωπογενείς. Αυτό στον πυρήνα του δεν µεταβάλλεται από τις πολιτιστικές επεξεργασίες του ορθολογικού ανθρώπου που αγωνίζεται να κατανοήσει το σύµπαν και να διαχειριστεί τη σχέση του µε τη φύση.


Άλλωστε ο φόβος του θανάτου είναι η µήτρα του πολιτισµού, αλλά κάθε πολιτισµός είναι εντέλει µια συλλογική αφήγηση για τον φόβο του θανάτου, η έκφραση της ανάγκης ο θάνατος του ανθρώπου να αντιρροπίζεται από την επιβίωση της ανθρωπότητας, των ανθρώπων που αγαπάµε, πρωτίστως των ανθρώπων που συνιστούν τη βιολογική ή ταυτοτική µας συνέχεια, για την ακρίβεια όλων των σχέσεων που µας παρέχουν την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι διασφαλίζεται η µνήµη µας. 

Φοβόµαστε τη λησµονιά, το πεπερασµένο, αναζητούµε, ως εκ τούτου, µέσα από τη σχέση µας µε τον Θεό, µε το θρησκευτικό φαινόµενο, µε την υπέρβαση του χρόνου και των ορίων του, έστω µέσα από τη σχέση µας µε την Ιστορία, µια ελπίδα µνήµης, µια ελπίδα εσχατολογική που λειαίνει τον φόβο για το επέκεινα.


Ο φόβος ως βασικό ένστικτο είναι συνεπώς διαφορετικός από τις φοβίες, συνηθισµένες ή παθολογικές. Είναι διαφορετικός από τον ειδικότερο φόβο απέναντι στις επιµέρους απειλές που µας περιβάλλουν καθώς ζούµε µέσα σε µια κοινωνία κινδύνου σε όλα τα επίπεδα, τοπικό, εθνικό, περιφερειακό/ευρωπαϊκό, παγκόσµιο. 

Απειλές βιολογικές, τεχνολογικές, κοινωνικές. Απειλές που εκδηλώνονται µε τη µορφή υλικής ή έστω συµβολικής βίας.


Αυτή η προσέγγιση του φόβου αφορά, βεβαίως, τη δική µας ιστορική και πολιτιστική πρόσληψη. Αφορά τον φόβο του δυτικού/ορθολογικού ανθρώπου. Αυτή η προσέγγιση του φόβου διατηρεί προφανώς πάντα το αρχαϊκό και ενστικτώδες περιεχόµενό του, αλλά έχει διέλθει από τη µήτρα του διαφωτισµού και της νεωτερικότητας. 

Προσπαθεί, συνεπώς, να εξωραΐσει ή έστω να υπαγάγει σε κάποιο διανοητικό, και κατ’ επέκταση πολιτιστικό και κοινωνικό έλεγχο, τις αντιδράσεις. Αυτό καθίσταται από ιδιαίτερα δύσκολο έως µάταιο όταν βρισκόµαστε αντιµέτωποι µε τη δύναµη της φύσης (φυσικές καταστροφές, πανδηµίες, κλιµατική κρίση), την αδυναµία της τεχνολογίας παρά την οίηση της υπεροχής της ή µάλλον εξαιτίας αυτής (όπως συµβαίνει µε την τεχνητή νοηµοσύνη και τη µηχανική µάθηση ή τις απώτατες δυνατότητες της βιοτεχνολογίας), τον πρωτογονισµό της βίας του "πολιτισµένου" ανθρώπου (µέσα στην οικογένεια και τον ιδιωτικό βίο ή σε κάθε πτυχή της κοινωνικής συµβίωσης), τον παραλογισµό των ακραίων εκδηλώσεων του διεθνοπολιτικού συσχετισµού δυνάµεων που είναι η πυρηνική απειλή.


Ο υπαρξιακός χαρακτήρας του φόβου καθιστά µηδαµινές τις φοβίες και ανυψώνεται σε δέος, µείγµα φόβου και σεβασµού λόγω αδυναµίας. Αυτός ο φόβος µετατρέπεται σε κοινοτοπία. Η κοινοτοπία του φόβου δεν αφορά τα στερεότυπα, τις γενικολογίες µε τις οποίες προσπαθούµε να τον ξορκίσουµε, αλλά την πάντοτε παρούσα κοινοτοπία του κακού που ξέρουµε ότι υπάρχει, παρότι πολύ συχνά προσπαθούµε να το ξεχνούµε ή να αποφεύγουµε να το ονοµατίσουµε.


Φοβόµαστε, συνεπώς, την αδυναµία µας και προσπαθούµε να τη διαχειριστούµε, αλλά αυτό προϋποθέτει τουλάχιστον σεβασµό στον φόβο του άλλου και τις καταφυγές που διαθέτει ή επιλέγει αναζητώντας παρηγοριά και ελπίδα. Αυτή µπορεί να αφορά τον κόσµο και την Ιστορία, τη βελτίωση ή την επιδείνωση των συνθηκών της ζωής, µπορεί όµως να αφορά και το πέραν αυτών.


Η ερώτηση "τι φοβόµαστε;" είναι συνεπώς παραπειστική, γιατί η απάντηση είναι τελικά ταυτολογική. Φοβόµαστε τον φόβο µας. Την ανθρώπινη και πεπερασµένη φύση µας. Την καταστατική αδυναµία µας. Αυτό λειτουργεί αφενός ως κίνητρο για τις µεγάλες κατακτήσεις της ανθρωπότητας και τη θέση που διεκδικεί κάθε κοινωνία µέσα στον ιστορικό ορίζοντα και κάθε άνθρωπος στον διάλογο µε τη µοίρα του, αφετέρου ως "έσοπτρο" µέσω του οποίου προσπαθούµε να δούµε το µέλλον και να απαντήσουµε στο αίνιγµα που θα µας γλιτώσει από τον φόβο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου