Η έκτακτη ειδική εισφορά αλληλεγγύης έχει το χαρακτήρα φόρου και δεν
είναι αντίθετη στις συνταγματικές επιταγές και στις υπερνομοθετικής
ισχύος.
Ευρωπαϊκούς νομικούς κανόνες. Αυτό αποφάσισε το Β΄ Τμήμα του
Συμβουλίου της Επικρατείας και απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους
ισχυρισμούς των
φωτοβολταικών εταιρειών.
Ειδικότερα, με την διαδικασία της πιλοτικής δίκης (νόμος 3900/2010) εισήχθησαν στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά προσφυγές φωτοβολταικών εταιρειών, ενώ μεγάλος ήταν και ο αριθμός των εταιρειών που άσκησαν παρέμβαση υπέρ των πρώτων που είχαν προσφύγει ήδη στην Δικαιοσύνη.
Οι εταιρείες υποστήριζαν ότι ο νόμος 4093/2012 με τον οποίο επιβάλλεται έκτακτη ειδική εισφορά αλληλεγγύης στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) και από Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (ΣΗΘΥΑ), που υπολογίζεται επί του τιμήματος των πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας (αφορά τους λειτουργούντες σταθμούς και σε όσους θα ενεργοποιηθούν), είναι αντισυνταγματικός και αντίθετος στο Ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο.
Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης υπολογίζεται ως εκατοστιαίο ποσοστό επί του, προ Φ.Π.Α., τιμήματος πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, που εγχέεται από τον παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα ή το διασυνδεδεμένο δίκτυο μέσα σε συγκεκριμένο διάστημα.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας σε σειρά αποφάσεων τους αναφέρουν ότι σύμφωνα με τις Συνταγματικές επιταγές (άρθρα 4 και 78 του Συντάγματος) ο φόρος «δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνον κύκλο προσώπων ή πραγμάτων, εφ’ όσον πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ’ αυτό τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα».
Υπογραμμίζεται στις δικαστικές αποφάσεις ότι η επίμαχη εισφορά «έχει το χαρακτήρα φόρου επί των συναλλαγών», καθώς επιβάλλεται επί ποσού που προκύπτει από συναλλαγή, δηλαδή επί του προς ΦΠΑ τιμήματος των πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας που εγχέεται από τον παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα ή το διασυνδεδεμένο δίκτυο.
Ακόμα, σημειώνουν οι δικαστές ότι «το γεγονός της σύναψης συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας με τίμημα καθορισμένο από τον νόμο δεν συνεπαγόταν το αφορολόγητο τούτου και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου πρώτου του νόμου 4093/2012 που προβλέπουν την εισφορά αυτή, αντίκεινται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος».
Ούτε όμως παραβιάζεται και η συνταγματική αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος, προθέτουν οι σύμβουλοι Επικρατείας.
Παράλληλα, αναφέρουν οι αποφάσεις του ΣτΕ, αβάσιμος είναι και ο λόγος που προβάλλουν ο εταιρείες «περί παράβασης των διατάξεων των άρθρων 15, 16 και 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί της ελευθερίας του επαγγέλματος και του δικαιώματος προς εργασία, της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος της ιδιοκτησίας».
Ακόμη, οι δικαστές έκριναν ότι η επιβολή της επίμαχης ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης «όπως διαμορφώνεται στον νόμο, με προσδιορισμό, δηλαδή, των συντελεστών αυτής» συνάπτεται «με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα και δεν υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει τον ενδεδειγμένο εκάστοτε τρόπο φορολόγησης διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων, ούτε παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις και αρχές».
Εξάλλου, συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείς το ότι η εισφορά ανατρέχει σε πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας από 1.7.2012 δεν αντίκειται προς την παράγραφο 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος.
Τέλος, αναφέρεται στις αποφάσεις του ΣτΕ, ότι η επίμαχη εισφορά «συνιστά ανεκτό κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) περιορισμό της περιουσίας».
φωτοβολταικών εταιρειών.
Ειδικότερα, με την διαδικασία της πιλοτικής δίκης (νόμος 3900/2010) εισήχθησαν στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά προσφυγές φωτοβολταικών εταιρειών, ενώ μεγάλος ήταν και ο αριθμός των εταιρειών που άσκησαν παρέμβαση υπέρ των πρώτων που είχαν προσφύγει ήδη στην Δικαιοσύνη.
Οι εταιρείες υποστήριζαν ότι ο νόμος 4093/2012 με τον οποίο επιβάλλεται έκτακτη ειδική εισφορά αλληλεγγύης στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) και από Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (ΣΗΘΥΑ), που υπολογίζεται επί του τιμήματος των πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας (αφορά τους λειτουργούντες σταθμούς και σε όσους θα ενεργοποιηθούν), είναι αντισυνταγματικός και αντίθετος στο Ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο.
Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης υπολογίζεται ως εκατοστιαίο ποσοστό επί του, προ Φ.Π.Α., τιμήματος πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, που εγχέεται από τον παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα ή το διασυνδεδεμένο δίκτυο μέσα σε συγκεκριμένο διάστημα.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας σε σειρά αποφάσεων τους αναφέρουν ότι σύμφωνα με τις Συνταγματικές επιταγές (άρθρα 4 και 78 του Συντάγματος) ο φόρος «δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνον κύκλο προσώπων ή πραγμάτων, εφ’ όσον πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ’ αυτό τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα».
Υπογραμμίζεται στις δικαστικές αποφάσεις ότι η επίμαχη εισφορά «έχει το χαρακτήρα φόρου επί των συναλλαγών», καθώς επιβάλλεται επί ποσού που προκύπτει από συναλλαγή, δηλαδή επί του προς ΦΠΑ τιμήματος των πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας που εγχέεται από τον παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα ή το διασυνδεδεμένο δίκτυο.
Ακόμα, σημειώνουν οι δικαστές ότι «το γεγονός της σύναψης συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας με τίμημα καθορισμένο από τον νόμο δεν συνεπαγόταν το αφορολόγητο τούτου και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου πρώτου του νόμου 4093/2012 που προβλέπουν την εισφορά αυτή, αντίκεινται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος».
Ούτε όμως παραβιάζεται και η συνταγματική αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος, προθέτουν οι σύμβουλοι Επικρατείας.
Παράλληλα, αναφέρουν οι αποφάσεις του ΣτΕ, αβάσιμος είναι και ο λόγος που προβάλλουν ο εταιρείες «περί παράβασης των διατάξεων των άρθρων 15, 16 και 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί της ελευθερίας του επαγγέλματος και του δικαιώματος προς εργασία, της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος της ιδιοκτησίας».
Ακόμη, οι δικαστές έκριναν ότι η επιβολή της επίμαχης ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης «όπως διαμορφώνεται στον νόμο, με προσδιορισμό, δηλαδή, των συντελεστών αυτής» συνάπτεται «με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα και δεν υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει τον ενδεδειγμένο εκάστοτε τρόπο φορολόγησης διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων, ούτε παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις και αρχές».
Εξάλλου, συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείς το ότι η εισφορά ανατρέχει σε πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας από 1.7.2012 δεν αντίκειται προς την παράγραφο 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος.
Τέλος, αναφέρεται στις αποφάσεις του ΣτΕ, ότι η επίμαχη εισφορά «συνιστά ανεκτό κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) περιορισμό της περιουσίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου