O κύβος των εκλογών ερρίφθη! Μετά την επικράτησή του στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας φέρεται αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει συνολικά τους λογαριασμούς του με το παρελθόν και να δρομολογήσει το γρηγορότερο δυνατό ένα καινούριο ξεκίνημα για τον ίδιο και μια νέα αφετηρία για τη χώρα.
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του πρωθυπουργικού επιτελείου, η νέα αφετηρία που θέλει να χαράξει ο κ. Τσίπρας περνάει υποχρεωτικά από την ανανέωση της λαϊκής εντολής, η οποία θα επιδιωχθεί με το στήσιμο πρόωρης βουλευτικής κάλπης στις 20 Σεπτεμβρίου, έναν ακριβώς μήνα από την υπογραφή, στις 20 Αυγούστου, της νέας συμφωνίας που, όπως υπολογίζεται, θα έχει εγκριθεί μια μέρα νωρίτερα από το Ελληνικό Κοινοβούλιο (19/8).
Τερματίζοντας τις αμφιταλαντεύσεις του τελευταίου διαστήματος, ο κ. Τσίπρας φέρεται, σύμφωνα με το περιβάλλον του, περισσότερο αποφασισμένος από ποτέ να κάνει τη μεγάλη τομή με το χθες και να προχωρήσει μπροστά, αφήνοντας πίσω του τα κομματικά και άλλα βαρίδια του παρελθόντος που τον κρατούσαν ιδεολογικά και πολιτικά δέσμιο.
Μέχρι πρότινος, άλλωστε, ακόμη και κοντινοί του άνθρωποι, αλλά και πρόσωπα εντός του Μεγάρου Μαξίμου, όπως ο υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης ή ο διευθυντής του Γραφείου Τύπου Δημήτρης Τζανακόπουλος, τον επηρέαζαν προς την κατεύθυνση των εκλογών προτού να υπογραφεί η οριστική συμφωνία, σε αντίθεση με άλλους από το περιβάλλον του, όπως ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς, οι οποίοι είχαν σταθερά την άποψη ότι «εκλογές χωρίς συμφωνία οδηγούν σε ρήξη με τους εταίρους και, εν τέλει, στο Grexit, που επιθυμεί ο Σόιμπλε, και στο εθνικό νόμισμα που ονειρεύονται οι εγχώριοι δραχμιστές».
Ολα αυτά, όμως, όπως σημειώνουν καλά πληροφορημένες πηγές για τα ενδότερα του Μεγάρου Μαξίμου, αποτελούν παρελθόν, καθώς ο κ. Τσίπρας μετά τη δεκαπενθήμερη περισυλλογή που ακολούθησε την καταρχήν συμφωνία των Βρυξελλών αποφάσισε να αναλάβει δράση σε όλα τα επίπεδα έτσι ώστε τις επόμενες εβδομάδες να έχουν ξεκαθαριστεί πλήρως το θολό τοπίο του τελευταίου εξαμήνου.
Ηδη, στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού στη Γενική Γραμματεία της κυβέρνησης δουλεύουν πυρετωδώς, υπό την εποπτεία του κ. Σπύρου Σαγιά, για να ετοιμάσουν τα σχετικά κείμενα επί τη βάσει του ανακοινωθέντος της 13ης Ιουλίου και με σαφή προσανατολισμό και στόχο να υποβληθούν στη Βουλή αμέσως μετά τον Δεκαπενταύγουστο.
Το σφιχτό χρονοδιάγραμμα που έχει καταρτιστεί από επιτελείς του Μαξίμου προβλέπει ότι η οριστική συμφωνία που θα περιλαμβάνει τόσο τη δανειακή σύμβαση όσο και όλα τα εναπομείναντα προαπαιτούμενα θα κατατεθεί στη Βουλή στις 17 Αυγούστου.
Ακολούθως, με την «καθιερωμένη», πλέον, διαδικασία του κατεπείγοντος, εντός του επόμενου διημέρου -μία μέρα στις Επιτροπές και μία στην Ολομέλεια- θα συζητηθεί και θα εγκριθεί το πολυνομοσχέδιο με το οποίο, εκτός των άλλων, θα εξουσιοδοτείται ο υπουργός Οικονομικών να υπογράψει τη νέα δανειακή σύμβαση με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
Στην ψηφοφορία, όπως εκτιμούν στο κυβερνητικό επιτελείο, θα επισημοποιηθεί το διαζύγιο με την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ που επιμένει αντιμνημονιακά, αλλά, με βάση και τους συσχετισμούς που διαμορφώθηκαν στην τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, υπολογίζουν ότι οι διαρροές βουλευτών θα είναι περιορισμένες και πιθανότατα λιγότερες από τις δύο προηγούμενες ψηφοφορίες για την εξουσιοδότηση και τα προαπαιτούμενα.
Αν όλα τρέξουν σύμφωνα με τον προγραμματισμό που κάνουν στο Μαξίμου, ο υπουργός Ευκλείδης Τσακαλώτος θα υπογράψει τη σύμβαση με τον ESM στις 20 Αυγούστου για να ανοίξει η χρηματοδοτική γραμμή και να απελευθερωθούν τα περίπου 15 δισ. ευρώ που απαιτούνται για να καλυφθούν οι υποχρεώσεις της χώρας, κυρίως προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αμέσως μετά την υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης που θα εξασφαλίζει την απρόσκοπτη χρηματοδότηση ο κ. Τσίπρας θα επισκεφθεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να του ζητήσει να διαλύσει τη Βουλή, σύμφωνα με το άρθρο 41 του Συντάγματος, παρ. 2, «για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας».
Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να είναι το σημερινό κυβερνητικό σχήμα εκείνο το οποίο θα διεξάγει τις εκλογές, καθώς με την επίκληση του εθνικού θέματος παρακάμπτεται τόσο το ζήτημα των διερευνητικών εντολών όσο και της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης, κατά το άρθρο 37 του Συντάγματος. Κι αυτό καθώς, όπως λέγεται, μετά την ψήφιση της συμφωνίας από την ευρύτατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η κυβέρνηση Τσίπρα, που δεν θα έχει απολέσει τη δεδηλωμένη, θα μπορεί να ζητήσει νωπή λαϊκή εντολή για να αποφασίσουν οι πολίτες για την κυβέρνηση που θα εφαρμόσει τη νέα συμφωνία.
Η πλέον πιθανή ημερομηνία για να στηθούν οι πρόωρες κάλπες εκτιμάται από κυβερνητικούς επιτελείς ότι είναι η Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου, η οποία, κατά τους υφιστάμενους σχεδιασμούς, δύσκολα θα μετατεθεί ακόμη και αν αστάθμητοι παράγοντες καθυστερήσουν την ακριβή εκτέλεση του συνολικού προγραμματισμού τον οποίο κατάρτισε ο στενός κύκλος των συνεργατών του Μαξίμου.
Το πρώτο βήμα έγινε με την επιχείρηση επίλυσης των διαφορών στο εσωκομματικό πεδίο με τη σύγκληση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ και την επιβολή της απόφασης για προκήρυξη συνεδρίου από το ανανεωμένο σώμα των μελών του κόμματος, κόντρα στην επιδίωξη της Αριστερής Πλατφόρμας να ελέγξει τον κομματικό μηχανισμό, να υφαρπάξει την πλειοφηφία και μέσω αυτής να οικειοποιηθεί το brand name ΣΥΡΙΖΑ και τα μεγάλα -όχι μόνο οικονομικά- προνόμια που αυτό εξασφαλίζει.
Παρά την περί του αντιθέτου φημολογία, στην κυβέρνηση θεωρούν ότι θα αποσπάσουν το πράσινο φως για την προκήρυξη εκλογών, καθώς, όπως υποστηρίζουν, «κατά την ψηφοφορία για την έγκριση της συμφωνίας θα προκύψει ξεκάθαρα η ανάγκη για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης ικανής να εφαρμόσει τα συμπεφωνημένα». Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν, όπως λέγεται, εξασφαλίσει τη θετική στάση της Κομισιόν και, σε κάθε περίπτωση, επιμένουν ότι οι εταίροι και δανειστές θα αντιληφθούν ότι «το πολιτικό προσωπικό που έφεραν στο προσκήνιο οι κάλπες του περασμένου Ιανουαρίου εξελέγη υπό συνθήκες που κάνουν σχεδόν απαγορευτική την εφαρμογή της νέας συμφωνίας».
Στο επιτελείο του κ. Τσίπρα αποκλείουν κατηγορηματικά κάθε πιθανότητα για αναζήτηση λύσης από την παρούσα Βουλή επειδή:
- Πρώτον, θεωρούν ότι θα «έχει τοξική επίδραση» κάθε συνεργασία με τα κόμματα που κυβέρνησαν την προηγούμενη περίοδο, «το παλιό πολιτικό σύστημα», όπως λέει ο κ. Τσίπρας, περιορίζοντας έτσι τη θετική εικόνα που έχει η κοινή γνώμη για τον πρωθυπουργό.
- Δεύτερον, εκτιμούν ότι μόνο μια νεοεκλεγμένη κυβέρνηση θα διαθέτει την απαραίτητη νομιμοποίηση για να εφαρμόσει το βαρύ πρόγραμμα που θα συνοδεύει τη νέα συμφωνία.
- Τρίτον, δεν επιθυμούν να δώσουν αρκετό χρόνο ώστε να προλάβουν να οργανωθούν οι βουλευτές και τα στελέχη που θα εγκαταλείψουν στον ΣΥΡΙΖΑ πριν ή μετά τις 20 Αυγούστου και με ορόσημο την υπογραφή της οριστικής συμφωνίας.
Από τις μέχρι τώρα μετρήσεις που έχουν στη διάθεσή τους στο Μέγαρο Μαξίμου οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον κ. Τσίπρα θα κυριαρχήσει στον χώρο της Κεντροαριστεράς και η εκλογική επίδοσή του μπορεί να είναι πολύ κοντά και ενδεχομένως ακόμη ψηλότερα από το 36,34% του παρελθόντος Ιανουαρίου.
Δεν είναι τυχαία, ως προς αυτή τη στόχευση, η σφοδρή επίθεση κατά της προέδρου του ΠΑΣΟΚ Φώφης Γεννηματά, αλλά κυρίως κατά του προκατόχου της Ευάγγελου Βενιζέλου, την οποία εξαπέλυσε ο πρωθυπουργός επιλέγοντας να απαντήσει σε ερώτηση στη Βουλή, με την οποία επίσης φρόντισε να καλύψει τον τέως υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, μέχρι του σημείου, όμως, που οι ενέργειες του τελευταίου εξέθεταν και τον ίδιο.
Οι ίδιοι κυβερνητικοί κύκλοι ισχυρίζονται ότι το νέο κόμμα στο οποίο θα ηγείται πιθανότατα ο νυν επικεφαλής της Αριστερής Πλατφόρμας Παναγιώτης Λαφαζάνης με δυσκολία θα προσεγγίσει το όριο του 3%, λόγω της έλλειψης χρόνου για την οργανωτική προετοιμασία, αλλά και του γεγονότος ότι το αντιευρωπαϊκό μέτωπο και το αίτημα υπέρ της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα έχει μικρό και κατακερματισμένο ακροατήριο.
Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμούν ότι το διακύβευμα στις κάλπες του Σεπτεμβρίου θα είναι η εφαρμογή της νέας συμφωνίας και οι πολίτες θα αποφασίσουν για τον υποψήφιο πρωθυπουργό και το κόμμα που θα αναλάβει αυτή την ευθύνη. «Θα είναι ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ που πάλεψαν να αποφύγουν τα χειρότερα ή ο Μεϊμαράκης με τη Νέα Δημοκρατία και τους συμμάχους της στο Ποτάμι και στο ΠΑΣΟΚ που ήταν έτοιμοι να πάρουν ό,τι τους έδιναν οι δανειστές;», θα είναι το δίλημμα όπως το παρουσίασε με μικρές παραλλαγές την περασμένη Παρασκευή στη Βουλή ο κ. Τσίπρας.
Ετσι ερμηνεύεται και η επίθεση κατά της κυρίας Γεννηματά με ερωτήματα όπως: «Γιατί ακολουθείτε την ίδια γραμμή που ακολουθούσε ο κ. Βενιζέλος; Εχει καμία προοπτική ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας όταν ταυτίζεται με τα πιο ακραία νεοφιλελεύθερα κέντρα στην Ευρώπη; Είστε με τους σοσιαλδημοκράτες Ευρωπαίους που είναι με την από εδώ πλευρά ή είστε με αυτούς που είναι με την πλευρά των συντηρητικών;».
protothema
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του πρωθυπουργικού επιτελείου, η νέα αφετηρία που θέλει να χαράξει ο κ. Τσίπρας περνάει υποχρεωτικά από την ανανέωση της λαϊκής εντολής, η οποία θα επιδιωχθεί με το στήσιμο πρόωρης βουλευτικής κάλπης στις 20 Σεπτεμβρίου, έναν ακριβώς μήνα από την υπογραφή, στις 20 Αυγούστου, της νέας συμφωνίας που, όπως υπολογίζεται, θα έχει εγκριθεί μια μέρα νωρίτερα από το Ελληνικό Κοινοβούλιο (19/8).
Τερματίζοντας τις αμφιταλαντεύσεις του τελευταίου διαστήματος, ο κ. Τσίπρας φέρεται, σύμφωνα με το περιβάλλον του, περισσότερο αποφασισμένος από ποτέ να κάνει τη μεγάλη τομή με το χθες και να προχωρήσει μπροστά, αφήνοντας πίσω του τα κομματικά και άλλα βαρίδια του παρελθόντος που τον κρατούσαν ιδεολογικά και πολιτικά δέσμιο.
Μέχρι πρότινος, άλλωστε, ακόμη και κοντινοί του άνθρωποι, αλλά και πρόσωπα εντός του Μεγάρου Μαξίμου, όπως ο υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης ή ο διευθυντής του Γραφείου Τύπου Δημήτρης Τζανακόπουλος, τον επηρέαζαν προς την κατεύθυνση των εκλογών προτού να υπογραφεί η οριστική συμφωνία, σε αντίθεση με άλλους από το περιβάλλον του, όπως ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς, οι οποίοι είχαν σταθερά την άποψη ότι «εκλογές χωρίς συμφωνία οδηγούν σε ρήξη με τους εταίρους και, εν τέλει, στο Grexit, που επιθυμεί ο Σόιμπλε, και στο εθνικό νόμισμα που ονειρεύονται οι εγχώριοι δραχμιστές».
Ολα αυτά, όμως, όπως σημειώνουν καλά πληροφορημένες πηγές για τα ενδότερα του Μεγάρου Μαξίμου, αποτελούν παρελθόν, καθώς ο κ. Τσίπρας μετά τη δεκαπενθήμερη περισυλλογή που ακολούθησε την καταρχήν συμφωνία των Βρυξελλών αποφάσισε να αναλάβει δράση σε όλα τα επίπεδα έτσι ώστε τις επόμενες εβδομάδες να έχουν ξεκαθαριστεί πλήρως το θολό τοπίο του τελευταίου εξαμήνου.
Γράφεται πυρετωδώς η νέα συμφωνία
Ηδη, στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού στη Γενική Γραμματεία της κυβέρνησης δουλεύουν πυρετωδώς, υπό την εποπτεία του κ. Σπύρου Σαγιά, για να ετοιμάσουν τα σχετικά κείμενα επί τη βάσει του ανακοινωθέντος της 13ης Ιουλίου και με σαφή προσανατολισμό και στόχο να υποβληθούν στη Βουλή αμέσως μετά τον Δεκαπενταύγουστο.
Το σφιχτό χρονοδιάγραμμα που έχει καταρτιστεί από επιτελείς του Μαξίμου προβλέπει ότι η οριστική συμφωνία που θα περιλαμβάνει τόσο τη δανειακή σύμβαση όσο και όλα τα εναπομείναντα προαπαιτούμενα θα κατατεθεί στη Βουλή στις 17 Αυγούστου.
Ακολούθως, με την «καθιερωμένη», πλέον, διαδικασία του κατεπείγοντος, εντός του επόμενου διημέρου -μία μέρα στις Επιτροπές και μία στην Ολομέλεια- θα συζητηθεί και θα εγκριθεί το πολυνομοσχέδιο με το οποίο, εκτός των άλλων, θα εξουσιοδοτείται ο υπουργός Οικονομικών να υπογράψει τη νέα δανειακή σύμβαση με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
Στην ψηφοφορία, όπως εκτιμούν στο κυβερνητικό επιτελείο, θα επισημοποιηθεί το διαζύγιο με την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ που επιμένει αντιμνημονιακά, αλλά, με βάση και τους συσχετισμούς που διαμορφώθηκαν στην τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, υπολογίζουν ότι οι διαρροές βουλευτών θα είναι περιορισμένες και πιθανότατα λιγότερες από τις δύο προηγούμενες ψηφοφορίες για την εξουσιοδότηση και τα προαπαιτούμενα.
Αν όλα τρέξουν σύμφωνα με τον προγραμματισμό που κάνουν στο Μαξίμου, ο υπουργός Ευκλείδης Τσακαλώτος θα υπογράψει τη σύμβαση με τον ESM στις 20 Αυγούστου για να ανοίξει η χρηματοδοτική γραμμή και να απελευθερωθούν τα περίπου 15 δισ. ευρώ που απαιτούνται για να καλυφθούν οι υποχρεώσεις της χώρας, κυρίως προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αμέσως μετά την υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης που θα εξασφαλίζει την απρόσκοπτη χρηματοδότηση ο κ. Τσίπρας θα επισκεφθεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να του ζητήσει να διαλύσει τη Βουλή, σύμφωνα με το άρθρο 41 του Συντάγματος, παρ. 2, «για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας».
Χωρίς διερευνητικές και υπηρεσιακή
Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να είναι το σημερινό κυβερνητικό σχήμα εκείνο το οποίο θα διεξάγει τις εκλογές, καθώς με την επίκληση του εθνικού θέματος παρακάμπτεται τόσο το ζήτημα των διερευνητικών εντολών όσο και της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης, κατά το άρθρο 37 του Συντάγματος. Κι αυτό καθώς, όπως λέγεται, μετά την ψήφιση της συμφωνίας από την ευρύτατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η κυβέρνηση Τσίπρα, που δεν θα έχει απολέσει τη δεδηλωμένη, θα μπορεί να ζητήσει νωπή λαϊκή εντολή για να αποφασίσουν οι πολίτες για την κυβέρνηση που θα εφαρμόσει τη νέα συμφωνία.
Το πρώτο βήμα έγινε με την επιχείρηση επίλυσης των διαφορών στο εσωκομματικό πεδίο με τη σύγκληση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ
Η πλέον πιθανή ημερομηνία για να στηθούν οι πρόωρες κάλπες εκτιμάται από κυβερνητικούς επιτελείς ότι είναι η Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου, η οποία, κατά τους υφιστάμενους σχεδιασμούς, δύσκολα θα μετατεθεί ακόμη και αν αστάθμητοι παράγοντες καθυστερήσουν την ακριβή εκτέλεση του συνολικού προγραμματισμού τον οποίο κατάρτισε ο στενός κύκλος των συνεργατών του Μαξίμου.
Το πρώτο βήμα έγινε με την επιχείρηση επίλυσης των διαφορών στο εσωκομματικό πεδίο με τη σύγκληση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ και την επιβολή της απόφασης για προκήρυξη συνεδρίου από το ανανεωμένο σώμα των μελών του κόμματος, κόντρα στην επιδίωξη της Αριστερής Πλατφόρμας να ελέγξει τον κομματικό μηχανισμό, να υφαρπάξει την πλειοφηφία και μέσω αυτής να οικειοποιηθεί το brand name ΣΥΡΙΖΑ και τα μεγάλα -όχι μόνο οικονομικά- προνόμια που αυτό εξασφαλίζει.
Παρά την περί του αντιθέτου φημολογία, στην κυβέρνηση θεωρούν ότι θα αποσπάσουν το πράσινο φως για την προκήρυξη εκλογών, καθώς, όπως υποστηρίζουν, «κατά την ψηφοφορία για την έγκριση της συμφωνίας θα προκύψει ξεκάθαρα η ανάγκη για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης ικανής να εφαρμόσει τα συμπεφωνημένα». Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν, όπως λέγεται, εξασφαλίσει τη θετική στάση της Κομισιόν και, σε κάθε περίπτωση, επιμένουν ότι οι εταίροι και δανειστές θα αντιληφθούν ότι «το πολιτικό προσωπικό που έφεραν στο προσκήνιο οι κάλπες του περασμένου Ιανουαρίου εξελέγη υπό συνθήκες που κάνουν σχεδόν απαγορευτική την εφαρμογή της νέας συμφωνίας».
Οι τρεις λόγοι για τις πρόωρες κάλπες
Στο επιτελείο του κ. Τσίπρα αποκλείουν κατηγορηματικά κάθε πιθανότητα για αναζήτηση λύσης από την παρούσα Βουλή επειδή:
- Πρώτον, θεωρούν ότι θα «έχει τοξική επίδραση» κάθε συνεργασία με τα κόμματα που κυβέρνησαν την προηγούμενη περίοδο, «το παλιό πολιτικό σύστημα», όπως λέει ο κ. Τσίπρας, περιορίζοντας έτσι τη θετική εικόνα που έχει η κοινή γνώμη για τον πρωθυπουργό.
- Δεύτερον, εκτιμούν ότι μόνο μια νεοεκλεγμένη κυβέρνηση θα διαθέτει την απαραίτητη νομιμοποίηση για να εφαρμόσει το βαρύ πρόγραμμα που θα συνοδεύει τη νέα συμφωνία.
- Τρίτον, δεν επιθυμούν να δώσουν αρκετό χρόνο ώστε να προλάβουν να οργανωθούν οι βουλευτές και τα στελέχη που θα εγκαταλείψουν στον ΣΥΡΙΖΑ πριν ή μετά τις 20 Αυγούστου και με ορόσημο την υπογραφή της οριστικής συμφωνίας.
Επίθεση στη Φώφη με στόχο την Κεντροαριστερά
Από τις μέχρι τώρα μετρήσεις που έχουν στη διάθεσή τους στο Μέγαρο Μαξίμου οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον κ. Τσίπρα θα κυριαρχήσει στον χώρο της Κεντροαριστεράς και η εκλογική επίδοσή του μπορεί να είναι πολύ κοντά και ενδεχομένως ακόμη ψηλότερα από το 36,34% του παρελθόντος Ιανουαρίου.
Δεν είναι τυχαία, ως προς αυτή τη στόχευση, η σφοδρή επίθεση κατά της προέδρου του ΠΑΣΟΚ Φώφης Γεννηματά, αλλά κυρίως κατά του προκατόχου της Ευάγγελου Βενιζέλου, την οποία εξαπέλυσε ο πρωθυπουργός επιλέγοντας να απαντήσει σε ερώτηση στη Βουλή, με την οποία επίσης φρόντισε να καλύψει τον τέως υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, μέχρι του σημείου, όμως, που οι ενέργειες του τελευταίου εξέθεταν και τον ίδιο.
Οι ίδιοι κυβερνητικοί κύκλοι ισχυρίζονται ότι το νέο κόμμα στο οποίο θα ηγείται πιθανότατα ο νυν επικεφαλής της Αριστερής Πλατφόρμας Παναγιώτης Λαφαζάνης με δυσκολία θα προσεγγίσει το όριο του 3%, λόγω της έλλειψης χρόνου για την οργανωτική προετοιμασία, αλλά και του γεγονότος ότι το αντιευρωπαϊκό μέτωπο και το αίτημα υπέρ της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα έχει μικρό και κατακερματισμένο ακροατήριο.
Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμούν ότι το διακύβευμα στις κάλπες του Σεπτεμβρίου θα είναι η εφαρμογή της νέας συμφωνίας και οι πολίτες θα αποφασίσουν για τον υποψήφιο πρωθυπουργό και το κόμμα που θα αναλάβει αυτή την ευθύνη. «Θα είναι ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ που πάλεψαν να αποφύγουν τα χειρότερα ή ο Μεϊμαράκης με τη Νέα Δημοκρατία και τους συμμάχους της στο Ποτάμι και στο ΠΑΣΟΚ που ήταν έτοιμοι να πάρουν ό,τι τους έδιναν οι δανειστές;», θα είναι το δίλημμα όπως το παρουσίασε με μικρές παραλλαγές την περασμένη Παρασκευή στη Βουλή ο κ. Τσίπρας.
Ετσι ερμηνεύεται και η επίθεση κατά της κυρίας Γεννηματά με ερωτήματα όπως: «Γιατί ακολουθείτε την ίδια γραμμή που ακολουθούσε ο κ. Βενιζέλος; Εχει καμία προοπτική ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας όταν ταυτίζεται με τα πιο ακραία νεοφιλελεύθερα κέντρα στην Ευρώπη; Είστε με τους σοσιαλδημοκράτες Ευρωπαίους που είναι με την από εδώ πλευρά ή είστε με αυτούς που είναι με την πλευρά των συντηρητικών;».
protothema
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου