Είναι στιγμές στην πολιτική, που οι καταστάσεις υπαγορεύουν να τεθεί σε δεύτερη μοίρα η Πολιτική. Η Πολιτική ως εγγενώς συγκρουσιακή διαδικασία εκπροσώπησης και επιβολής κοινωνικών συμφερόντων. Όχι βεβαίως γιατί διακόπτεται ή αναστέλλεται η κοινωνική αντιπαράθεση, ούτε γιατί απομειώνεται η σημασία της. Αλλά γιατί η ζωή αναδεικνύει άλλα
ζητήματα, ως ακόμη κρισιμότερα. Τότε, Πολιτική είναι η διαχείριση
ζητήματα, ως ακόμη κρισιμότερα. Τότε, Πολιτική είναι η διαχείριση
των ζητημάτων αυτών. Μέσα σε δημοκρατικό πάντοτε πλαίσιο, ποτέ έξω από αυτό.
Αν την τελευταία εξαετία το δημόσιο ενδιαφέρον εστιαζόταν κυρίως στα θέματα της οικονομίας, την περίοδο που διανύουμε εντοπίζεται στα λεγόμενα «εθνικά» θέματα.
Στην πιο δύσκολη καμπή της οικονομικής κρίσης, η χώρα απέκτησε ένα επείσακτο πρόβλημα, που απειλεί να κλονίσει της ήδη εύθραυστες εσωτερικές ισορροπίες: το προσφυγικό. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων: πρόβλημα δεν είναι οι δυστυχείς άνθρωποι που συσσωρεύονται στην ελληνική επικράτεια, αντιμέτωποι με κάθε είδους δοκιμασίες. Πρόβλημα είναι η αντιμετώπιση του ακατάσχετου, καθώς φαίνεται, κύματος προσφυγικών ροών από τη χώρα μας, που λόγω πεπερασμένων δυνατοτήτων, οικονομικής συγκυρίας και διπλωματικής απομόνωσης, στην οποία έχει περιέλθει, αδυνατεί εξ αντικειμένου να διαχειριστεί το ζήτημα.
Η ελληνική κοινωνία, εξουθενωμένη και ανήσυχη, παρά τα επιμέρους τοπικού χαρακτήρα αρνητικά φαινόμενα, επιδεικνύει συνολικά αίσθημα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς προς τους πρόσφυγες. Η ελληνική Πολιτεία όμως, τόσο ως πολιτική εκπροσώπηση της χώρας διεθνώς, όσο και ως κρατικός μηχανισμός, δείχνει σαφή σημάδια ανεπάρκειας, αμηχανίας και κόπωσης. Στη διαχείριση του προσφυγικού, η κοινωνία βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά από το Κράτος.
Το πρόβλημα καθιστά πιο περίπλοκο η παράμετρος της εθνικής κυριαρχίας. Διότι εδώ, ένα πρόβλημα ανθρωπιστικής κρίσης συνδέεται με ένα ζήτημα εθνικής ασφάλειας. Δεν είναι μόνο οι παρενέργειες που μπορεί να έχει, σε βάθος χρόνου, η άναρχη διάχυση και εγκατάσταση μεγάλου αριθμού προσφύγων στο εσωτερικό της χώρας, η οποία, μάλιστα, σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την αυστηρότητα του ελέγχου των προσφυγικών ροών που διεξάγει η Τουρκία. Είναι, επιπλέον, η εμπλοκή του ΝΑΤΟ και οι φόβοι που απορρέουν από την καθιέρωσή του ως εν δυνάμει επιδιαιτητή ελληνοτουρκικών «διαφορών», χωρίς ουσιαστικά δικαιικές εγγυήσεις, στον ευαίσθητο γεωπολιτικά χώρο του Αιγαίου. Αν μάλιστα κανείς αθροίσει σε όλα αυτά τον αναβρασμό που επικρατεί στη γείτονα χώρα και τον κίνδυνο συμπίεσης που αυτός μπορεί να προκαλέσει, τότε αποκτά την πλήρη εικόνα του προβλήματος.
Η συγκυρία δείχνει γλαφυρά, πώς το επίκεντρο του Πολιτικού μετατοπίζεται, έστω πρόσκαιρα, από τα συνήθη ζητήματα εσωτερικής πολιτικής στα ζητήματα της εθνικής πολιτικής. Εδώ οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να συμπράξουν στη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, η εθνική συνεννόηση διέρχεται μέσα από τη συγκρότηση κυβέρνησης ευρύτατης συνεργασίας, με τη συμμετοχή κατά το δυνατόν περισσότερων κοινοβουλευτικών δυνάμεων, από αυτές που είναι εμπράκτως προσηλωμένες στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η παροχή κοινοβουλευτικής στήριξης σε επιμέρους νομοσχέδια, ως μέθοδος διακυβέρνησης με δάνειες δυνάμεις, έχει εξαντλήσει τα όριά της. Πάντως δεν είναι ικανή να αναμετρηθεί με το μέγεθος των προβλημάτων που έχουν ενσκήψει και να προσφέρει μια συνολική και συνεκτική, από ενιαίο πολιτικό κέντρο, επίλυσή τους.
Δεν χωρούν τώρα υπολογισμοί κόστους και οφέλους. Στο πεδίο αυτό θα δοκιμαστούν όλοι, αναλόγως της στάσης που θα τηρήσουν. Για όσους δε διακατέχονται από μεταρρυθμιστικό οίστρο, θα πρέπει να είναι σαφές ότι η διασφάλιση της κανονικότητας της χώρας, μέσα από την αντιμετώπιση των μειζόνων εθνικών θεμάτων, είναι η πρώτη και βασική προϋπόθεση ευδοκίμησης των όποιων μεταρρυθμίσεων. Και ότι, προφανώς, μεταρρυθμιστικό είναι πρωτίστως ό,τι είναι εθνικά αναγκαίο και επωφελές.
Εκτός από την πολιτική ευθύνη (έννοια κατ’ εξοχήν παρεξηγημένη στον εγχώριο δημόσιο λόγο, που κατάντησε να σημαίνει ακριβώς το αντίθετό της, δηλαδή το πολιτικά «ανεύθυνο»), οι πολιτικές δυνάμεις υπέχουν έναντι του λαού και εθνική ευθύνη. Είναι και αυτή στοιχείο αναπόσπαστο της δημοκρατικής τους νομιμοποίησης. Υπό αυτή την έννοια, η επιδίωξη πολιτικής συναίνεσης σε πεδία ή χρονικές στιγμές αυταπόδεικτης κρισιμότητας και η άρση σε ένα υπερκομματικό επίπεδο χειρισμού, δεν (πρέπει να θεωρείται ότι) αφήνει τα κόμματα ιδεολογικά εκτεθειμένα σε σχέση με τις διακηρύξεις τους. Τουναντίον, συνάδει με τη συνταγματική αποστολή και λειτουργία τους.
Επειδή βεβαίως όλα τα θέματα εξελίσσονται παράλληλα και επειδή μονοθεματικές κυβερνήσεις δεν υπάρχουν, μια ευρύτερη κυβερνητική συνεργασία πρέπει να έχει στον πυρήνα της τη συμφωνία γύρω από βασικούς άξονες, που καλύπτουν όλο το φάσμα των εκκρεμών πολιτικών ζητημάτων κι όχι μόνο των εν στενή εννοία εθνικών. Ένα minimum συναίνεσης θα μπορούσε να επιτευχθεί, παραδείγματος χάριν, πέραν του προσφυγικού – μεταναστευτικού, και στα ζητήματα της διευθέτησης του δημοσίου χρέους, στο πολιτικό σύστημα, στον εκλογικό νόμο, ακόμα και στα θέματα αναθεώρησης του Συντάγματος. Τα τελευταία εξάλλου άπτονται της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, που δείχνουν κι αυτοί ευάλωτοι τώρα τελευταία, εξ αιτίας ατυχών χειρισμών κυβερνητικών στελεχών και παραγόντων του δημοσίου βίου.
Η μικροκομματική προσέγγιση μεγάλων ζητημάτων έχει αποδειχθεί κοντόφθαλμη, παρωχημένη, εθνικά βλαπτική. Γύρω από τα ζητήματα αυτά είναι ανάγκη να διαμορφωθεί ένας ελάχιστος εθνικός κοινός παρονομαστής. Εν πολλοίς, έχει ήδη αναδειχθεί από τα πράγματα. Πρέπει να βρει το αντίκρισμά του και στο επίπεδο της διακυβέρνησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου