Οι πολυπληθείς συγκεντρώσεις για το νεομακεδονικό ζήτημα είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που δηλώνει ο λόγος για τον οποίο πραγματοποιήθηκαν.
Η συμμετοχή σε αυτές ενσωματώνει και περιέχει συναισθήματα και σκέψεις μεγάλης μερίδας των
πολιτών για την γενικότερη κατάσταση της χώρας. Η ενεργή παρουσία των πολιτών είναι θετικό μήνυμα, υπό την αυστηρή προϋπόθεση πως είναι ταυτόσημη με το σεβασμό και την προσήλωση στους θεσμούς που διέπουν τη λειτουργία της ελληνικής Πολιτείας. Σε διαφορετική περίπτωση οδηγούμεθα σε διάρρηξη του αποδεκτού θεσμικού πλαισίου της συνύπαρξής μας με τις όποιες διαφορές και τότε ακολουθεί ο διχασμός και ο εμφύλιος.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια μια αντίληψη εμφιλοχωρεί στο δημόσιο λόγο και γοητεύει πολλούς, ότι δηλαδή αυτοί που μας κυβερνούν δεν μας εκπροσωπούν. Είναι μια συνταγή αποδημοκρατισμού, θεσμικής αποδιάρθρωσης και εθνικής μείωσης. Καλλιεργείται η πεποίθηση πως ενώ εκλέγουμε με την αβίαστη ψήφο μας τους πολιτικούς εκπροσώπους μας η άσκηση της πολιτικής εξουσίας θα συντελείται μέσω περιστασιακών πρωτοβουλιών και όχι με βάση ένα εθνικό σχέδιο και εντός των συντεταγμένων κανόνων.
Τότε ο λαϊκισμός και η δημαγωγία υπερισχύουν της ευθύνης και το εθνικό συμφέρον μερικοποιείται. Οι 300 Έλληνες βουλευτές ασφαλώς και δεν είναι οι 300 εξυπνότεροι, εντιμότεροι και ικανότεροι Έλληνες. Διαθέτουν, ωστόσο, αυτοί και μόνο το τεκμήριο της εκλογής και της δημοκρατικής νομιμοποίησής να αποφασίζουν στο όνομα του λαού με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Γίνεται δύναμη για τη χώρα και αποτελεί όπλο για την πολιτική μια λαϊκή συγκέντρωση που εκφράζει πρωτογενώς τις λαϊκές τάσεις και φιλοδοξεί να ασκήσει μια θεμιτή επιρροή στην ηγεσία προς κάποια κατεύθυνση. Ισχύει το τελείως αντίθετο εάν έστω και ανομολόγητα στόχος της είναι να την υποκαταστήσει ή και να την καταργήσει.
Η τελευταία που επιτρέπεται να παραπονείται (έγινε κι αυτό) είναι η σημερινή κυβέρνηση. Επιχείρησε ατυχώς να συνδέσει τα συλλαλητήρια με περιθωριακές και μειοψηφικές αντιλήψεις. Θυμίζω, όμως, πως είναι αυτή που υπέθαλψε το «Κίνημα των αγανακτισμένων» με την ιαχή «Να καεί η Βουλή» χωρίς μάλιστα τότε να την ενοχλεί η συνύπαρξη των δικών της δυνάμεων με χρυσαυγίτες και παραεκκλησιαστικούς σκοταδιστές. Ευλόγησε τη βία σαν πολιτική μέθοδο και ευνόησε την ανομία και την αντιθεσμική στάση.
Η χώρα δεν είναι ιδιοκτησία μιας κυβέρνησης ή των κομμάτων και η Δημοκρατία δεν είναι προνόμιο για κάποιους και απαγορευμένος καρπός για τους άλλους. Το θέμα είναι αν η εμπειρία των τελευταίων χρόνων μας έκανε σοφότερους. Φοβούμαι πως όχι τόσο όσο το απαιτούν οι περιστάσεις ενόψει των συνθηκών που διαμορφώνονται στον εθνικό ορίζοντα.
Το νεομακεδονικό ζήτημα γεννήθηκε από το εθνολόγημα περί μακεδονισμού των γειτόνων μας. Ο μακεδονισμός ως εθνική ταυτότητα με ιστορικό και πολιτισμικό περιεχόμενο εννοεί πως ο Μακεδόνας δεν είναι Έλληνας όπως π.χ. ο Πελοποννήσιος αλλά κάτι τελείως διαφορετικό και ξένο προς την Ελλάδα, την ελληνική Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό. Αυτή η χονδροειδής διαστρέβλωση και ο συνακόλουθος σφετερισμός αποτελούν τον πυρήνα του προβλήματος στη σχέση μας με τους γείτονες. Είναι αληθές πως οι γείτονές μας κατοικούν σε ένα τμήμα της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας και ακόμη πως στο γειτονικό κράτος συνυπάρχουν δύο εθνικές κοινότητες, μία σλαβική και μία αλβανική. Στη βάση αυτής της πραγματικότητας μπορεί να αναζητηθεί η λύση στο πρόβλημα του ονόματος με σύνθετη ονομασία για όλες τις χρήσεις και από όλους προς όλους. Οι γείτονες οφείλουν να δεχθούν πως ο προσδιορισμός Μακεδονία αφορά τον τόπο εκτός αν οι ίδιοι αναγνωρίζουν στον εαυτό τους ρίζα ελληνική που αυτή τους συνδέει με το Φίλιππο και το Μέγα Αλέξανδρο. Ο αλυτρωτισμός των γειτόνων εάν δεν εξαλειφθεί στη βάση του στην πορεία του χρόνου και αναλόγως των εντάσεων ενδεχομένως θα τροφοδοτήσει αλυτρωτισμό αντίστροφης φοράς σε ελληνικούς κύκλους αφού «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική». Αυτά οι ίδιοι κύκλοι τα έλεγαν και για την Κύπρο.
Η κυβέρνηση με τους απολύτως λανθασμένους χειρισμούς της υπέσκαψε τη δυνατότητα μιας επιτυχούς εξέλιξης σε ένα στάσιμο θέμα. Επεδίωξε μια κομματική νίκη μέσω της οποίας θα κεφαλαιοποιούσε πολιτικά οφέλη σε βάρος των αντιπάλων της και κατέληξε και ψήφους να χάνει και να δυσκολεύει έως το όριο τους χειρισμούς της στο θέμα αυτό. Από την άλλη, η αξιωματική αντιπολίτευση που δηλώνει «έτοιμη για λύσεις» απέδειξε για μια ακόμη φορά πως μπορεί να υποστηρίζει οτιδήποτε αλλά και το τελείως αντίθετό του, να συμπεριφέρεται δηλαδή σαν φτερό στον άνεμο. Η στάση της ΝΔ επιβεβαιώνει την παραδοσιακή δεξιά με κυρίαρχη την πελατειακή αντίληψη ακόμη και στα εθνικά θέματα. Η ηγεσία της ΝΔ ας προβληματιστεί τι σημαίνει για την ίδια και την προοπτική που διακηρύσσει πως θέλει να προσδώσει τόσο η απώλεια της ιδεολογικής ηγεμονίας όσο και η ήττα της στο πεδίο των συμβόλων και μάλιστα τόσο γρήγορα και τόσο εύκολα.
Το Κίνημα Αλλαγής, τότε ΠΑΣΟΚ, είναι ίσως το μόνο που τα τελευταία χρόνια έδειξε στην πράξη πως βάζει την Ελλάδα πάνω από το κόμμα. Το έκανε την ώρα που έδινε μάχη απέναντι στο φάσμα της πλήρους χρεοκοπίας με τους αντιπάλους να αναζητούν απλώς δίοδο προς την εξουσία υψώνοντας σημαία ευκαιρίας. Η στάση ευθύνης που χαρακτηρίζει το Κίνημα Αλλαγής για το θέμα αυτό με νηφάλιο λόγο και υπεύθυνη πρόταση μακάρι να βρει μιμητές.
Η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη αλλά σε μια περιοχή με εύθραυστες ισορροπίες όπου διασταυρώνονται και συγκρούονται δυνάμεις με οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα. Μια αδιάφορη περιοχή σε καθιστά και σένα χωρίς στρατηγικό ρόλο. Μια περιοχή, όμως, στα Βαλκάνια και στην ανατολική Μεσόγειο γεννά προκλήσεις συχνά περισσότερες από όσες μπορεί να απαντηθούν. Στις ιστορικές εξελίξεις ουδείς θέλει να είναι θύμα, συχνά όμως γίνεται παρά τη θέλησή του, ιδίως όταν η Ιστορία γράφεται ερήμην του.
Αξίζει να έχουμε ενεργό, θα έλεγα πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή μας που βασίζεται στην ειρηνική συνύπαρξη και τη φιλική συνεργασία. Αυτό δεν είναι πάντα αυτονόητο και δεδομένο, αντιθέτως, μάλιστα, οι τριβές εκδηλώνονται μεταξύ γειτόνων. Η Ιστορία έχει δείξει πως καμία χώρα δεν προόδευσε περιστοιχιζόμενη από μεγαλύτερους ή μικρότερους εχθρούς. Οφείλεις, λοιπόν, εφόσον δεν μπορείς να κάνεις τους φίλους σου γείτονες να προσπαθείς να κάνεις τους γείτονές σου φίλους.
*Ο Δημήτρης Ρέππας είναι πρώην υπουργός και στέλεχος του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου