Δυσκολίες φαίνεται να συναντάει η στρατηγική των τραπεζών να ανοίξουν τη στρόφιγγα του δανεισμού προς τις επιχειρήσεις αξιοποιώντας την μεγάλη μείωση των κόκκινων δανείων και την ανάκαμψη της οικονομίας, καθώς από την μία ο ρυθμός αύξησης των νέων δανείων στις επιχειρήσεις επιβραδύνει ενώ αυξάνονται τα επιτόκια δανεισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα πλέον πρόσφατα στοιχεία που έδωσαν στη δημοσιότητα οι Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ), αναλύοντας τα βασικά μεγέθη του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, με βάση τα αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου 2021 καθιστούν το κόστος χρήματος των ελληνικών τραπεζών ως το ακριβότερο στην Ευρώπη.
Συγκεκριμένα τα στοιχεία δείχνουν ότι το επιτοκιακό περιθώριο, δηλαδή η διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανείων, ήταν στην Ελλάδα 2,4 ποσοστιαίες μονάδες, όταν η αντίστοιχη διαφορά στην Ε.Ε. ήταν 1,25 μονάδες, στο πρώτο εξάμηνο του 2021.
Πρακτικά η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι το μέσο επιτόκιο δανείων στην Ελλάδα είναι υψηλότερο κατά περίπου 1 μονάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε., δεδομένου ότι τα επιτόκια καταθέσεων κινούνται γύρω από το μηδέν (ή αρνητικά σε αρκετές χώρες της Ευρωζώνης, κυρίως στους λογαριασμούς επιχειρήσεων).
Άλλωστε πριν λίγες εβδομάδες κατά την ετήσια ενημέρωση για τα σχέδια χρηματοδότησης των τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωση, τα στοιχεία της ΕΒΑ ήταν παρόμοια με του πρώτου εξαμήνου του 2021. Συγκεκριμένα τα στοιχεία της EBA για το 2020 κατέγραψαν πτωτική τάση στα spreads των ευρωπαϊκών χωρών εκτός από κάποιες εξαιρέσεις. Όπως αναφέρεται στην έκθεση: "
Τα δεδομένα δείχνουν ότι η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων συνέχισε την πτωτική της πορεία. Το Δεκέμβριο του 2020, το μέσο spread ήταν 2,22%, δηλαδή 10 μονάδες βάσης σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα (2,31%). Η μεγαλύτερη ετήσια μείωση αναφέρθηκε από τις τράπεζες στην Ουγγαρία (-190 bps), τη Ρουμανία (-64 bps) και την Κροατία (-57 bps). Σε κάποιες χώρες όμως η τάση ήταν αντίστροφη". Αναφορά γίνεται στην Τσεχία (+144 bps), την Πορτογαλία (+57 bps) και την Ελλάδα (+42 bps), όπου η ψαλίδα των επιτοκίων παρουσιάζει άνοδο.
Η αιτία
Την ίδια στιγμή τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, δείχνουν οι τράπεζες δεν φαίνεται να αξιοποιούν την τεράστια ρευστότητα με αρνητικά επιτόκια που έχουν λάβει από την ΕΚΤ και τις αυξημένες καταθέσεις μηδενικού επιτοκίου, προκειμένου να δανείσουν με καλύτερους όρους τις ελληνικές επιχειρήσεις. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι το μέσο κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων αυξήθηκε τον Ιούλιο στο 3,4%, με αποτέλεσμα να διευρυνθεί η διαφορά από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, αλλά και των χωρών του ευρωπαϊκού νότου (Πορτογαλία, Κύπρος, Ιταλία, Ισπανία).
Τραπεζικές πηγές επισημαίνουν στο news247.gr ότι σε γενικές γραμμές, από τα τέλη του 2018 το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων βρίσκεται μεν σε πτωτική πορεία (τότε ανερχόταν στο 5%, σήμερα στο 3,4%), ωστόσο οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να διατηρούν μια πολύ σημαντική διαφορά από τα μέσα κόστη στην ευρωζώνη και στον ευρωπαϊκό νότο, την οποία αποδίδουν στο υψηλότερο ρίσκο που ενέχει ο δανεισμός προς ελληνικές επιχειρήσεις. Πρακτικά τα ακριβά επιτόκια χορηγήσεων ενσωματώνουν τους αυξημένους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες, καταλήγουν οι ίδιες πηγές.
Ο φόβος των κόκκινων δανείων
Τα στοιχεία αυτά για λιγότερα και ακριβότερα δάνεια έχουν θέσει άλλωστε και το πλαίσιο της συζήτησης που ξεκίνησε στο τέλος του Καλοκαιριού ανάμεσα στην κυβέρνηση και τις τράπεζες σχετικά με το πώς θα επιταχυνθεί η χρηματοδότηση του επιχειρηματικού τομέα και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες παραμένουν σε καθεστώς αποκλεισμού από το τραπεζικό σύστημα. Ήδη μέσα στο καλοκαίρι αναζητήθηκε φόρμουλα για να λάβουν περισσότερα δάνεια μέσα και από τα προγράμμα που θα δημιουργηθούν για την αξιοποίηση των φθηνών δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Οι τράπεζες, πάντως, παραμένουν εξαιρετικά επιφυλακτικές σε κάθε συζήτηση για την αύξηση του ρίσκου στις δανειοδοτήσεις, παρά το γεγονός ότι με το σχέδιο «Ηρακλής» έχουν καταφέρει να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα 29,4 δισ. ευρώ (Ιούνιος 2021) από τα 75,3 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2019.
Στόχος τους τώρα είναι να ξεπεράσουν χωρίς σοβαρή αύξηση των κόκκινων δανείων την περίοδο μετά τη λήξη των μέτρων στήριξης, γι' αυτό και προτιμούν την άντληση εσόδων και κερδοφορίας από σίγουρες πηγές, όπως τα χαρτοφυλάκια ομολόγων, ενώ επιδιώκουν να διατηρούν σε υψηλά επίπεδα το περιθώριο επιτοκίου.
Έτσι, παρά τις πιέσεις από την κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον ως το τέλος του έτους οι τράπεζες δεν αναμένεται να επανέλθουν σε σημαντική αύξηση των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις, κάτι που αναμένεται να γίνει τον επόμενο χρόνο, εφόσον επιβεβαιωθεί ότι η οικονομία βγαίνει οριστικά από την κρίση της πανδημίας και χωρίς να διαψευσθούν οι αισιόδοξες προβλέψεις για τα νέα κόκκινα δάνεια, που σήμερα εκτιμάται ότι δεν θα ξεπεράσουν τα 5 δισ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, δείχνουν οι τράπεζες δεν φαίνεται να αξιοποιούν την τεράστια ρευστότητα με αρνητικά επιτόκια που έχουν λάβει από την ΕΚΤ και τις αυξημένες καταθέσεις μηδενικού επιτοκίου, προκειμένου να δανείσουν με καλύτερους όρους τις ελληνικές επιχειρήσεις. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι το μέσο κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων αυξήθηκε τον Ιούλιο στο 3,4%, με αποτέλεσμα να διευρυνθεί η διαφορά από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, αλλά και των χωρών του ευρωπαϊκού νότου (Πορτογαλία, Κύπρος, Ιταλία, Ισπανία).
Τραπεζικές πηγές επισημαίνουν στο news247.gr ότι σε γενικές γραμμές, από τα τέλη του 2018 το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων βρίσκεται μεν σε πτωτική πορεία (τότε ανερχόταν στο 5%, σήμερα στο 3,4%), ωστόσο οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να διατηρούν μια πολύ σημαντική διαφορά από τα μέσα κόστη στην ευρωζώνη και στον ευρωπαϊκό νότο, την οποία αποδίδουν στο υψηλότερο ρίσκο που ενέχει ο δανεισμός προς ελληνικές επιχειρήσεις. Πρακτικά τα ακριβά επιτόκια χορηγήσεων ενσωματώνουν τους αυξημένους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες, καταλήγουν οι ίδιες πηγές.
Ο φόβος των κόκκινων δανείων
Τα στοιχεία αυτά για λιγότερα και ακριβότερα δάνεια έχουν θέσει άλλωστε και το πλαίσιο της συζήτησης που ξεκίνησε στο τέλος του Καλοκαιριού ανάμεσα στην κυβέρνηση και τις τράπεζες σχετικά με το πώς θα επιταχυνθεί η χρηματοδότηση του επιχειρηματικού τομέα και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες παραμένουν σε καθεστώς αποκλεισμού από το τραπεζικό σύστημα. Ήδη μέσα στο καλοκαίρι αναζητήθηκε φόρμουλα για να λάβουν περισσότερα δάνεια μέσα και από τα προγράμμα που θα δημιουργηθούν για την αξιοποίηση των φθηνών δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Οι τράπεζες, πάντως, παραμένουν εξαιρετικά επιφυλακτικές σε κάθε συζήτηση για την αύξηση του ρίσκου στις δανειοδοτήσεις, παρά το γεγονός ότι με το σχέδιο «Ηρακλής» έχουν καταφέρει να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα 29,4 δισ. ευρώ (Ιούνιος 2021) από τα 75,3 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2019.
Στόχος τους τώρα είναι να ξεπεράσουν χωρίς σοβαρή αύξηση των κόκκινων δανείων την περίοδο μετά τη λήξη των μέτρων στήριξης, γι' αυτό και προτιμούν την άντληση εσόδων και κερδοφορίας από σίγουρες πηγές, όπως τα χαρτοφυλάκια ομολόγων, ενώ επιδιώκουν να διατηρούν σε υψηλά επίπεδα το περιθώριο επιτοκίου.
Έτσι, παρά τις πιέσεις από την κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον ως το τέλος του έτους οι τράπεζες δεν αναμένεται να επανέλθουν σε σημαντική αύξηση των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις, κάτι που αναμένεται να γίνει τον επόμενο χρόνο, εφόσον επιβεβαιωθεί ότι η οικονομία βγαίνει οριστικά από την κρίση της πανδημίας και χωρίς να διαψευσθούν οι αισιόδοξες προβλέψεις για τα νέα κόκκινα δάνεια, που σήμερα εκτιμάται ότι δεν θα ξεπεράσουν τα 5 δισ. ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου