Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

Τι πραγματικά αλλάζει στην ισορροπία δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας η συμφωνία με τη Γαλλία

Τα πλεονεκτήματα για την Πολεμική Αεροπορία και το Πολεμικό Ναυτικό θα προκύψουν, αντίστοιχα, από τα τέλη του 2022 και τα τέλη του 2025, αν υλοποιηθεί ομαλά το χρονοδιάγραμμα παραδόσεων του νέου υλικού. Και ως τότε, ασφαλώς, η Τουρκία δεν θα παραμένει αδρανής στο δικό της εξοπλιστικό πρόγραμμα.


Η συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας για Στρατηγική Εταιρική Σχέση, η -υπό διαπραγμάτευση- προμήθεια τριών φρεγατών Belharra και οι σταδιακές παραδόσεις μαχητικών Rafale προκαλούν δικαιολογημένο ενθουσιασμό στην κοινή γνώμη.

Όμως θα ήταν λάθος να εδραιωθεί η ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα αποκαθιστά με μιάς τη διπλωματική και στρατιωτική ισορροπία που υπήρχε, προ δεκαετιών, με την Τουρκία ή -πολύ περισσότερο- ότι αποκτά, ξαφνικά, υπεροπλία έναντι της Άγκυρας. Η ψυχρή ανάλυση δείχνει ότι το άμεσο κέρδος της ελληνικής πλευράς καταγράφεται στο στρατηγικό και διπλωματικό μέτωπο με τη θεσμική, πλέον, αναβάθμιση του άτυπου διπλωματικού και αμυντικού δόγματος «Ελλάς-Γαλλία-Συμμαχία». Αντίθετα, τα πλεονεκτήματα για την Πολεμική Αεροπορία και το Πολεμικό Ναυτικό θα προκύψουν, αντίστοιχα, από τα τέλη του 2022 και τα τέλη του 2025, αν υλοποιηθεί ομαλά το χρονοδιάγραμμα παραδόσεων του νέου υλικού. Και ως τότε, ασφαλώς, η Τουρκία δεν θα παραμένει αδρανής στο δικό της εξοπλιστικό πρόγραμμα.
- Μέγα διπλωματικό όφελος

Η Στρατηγική Εταιρική Σχέση, που περιλαμβάνει τη ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής «με όλα τα μέσα», απαλλάσσει, επί της αρχής, την ελληνική εξωτερική πολιτική από την «αιώνια μοναξιά» της. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη ορολογία κατά την υπογραφή της προσχώρησης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ (και νυν Ε.Ε.) το 1979. Και, πραγματικά, οι Βρυξέλλες πολλαπλασίασαν την ισχύ της ελληνικής διπλωματίας για πολλά χρόνια.


Ωστόσο ο σταδιακός γιγαντισμός της Ε.Ε. με τα 27 μέλη και την -επανειλημμένα αποδεδειγμένη- αδυναμία παρέμβασής της σε καυτά ζητήματα, καθώς και η διπλωματική εξασθένηση της Ελλάδας λόγω (και) των Μνημονίων από το 2010 ως σήμερα, συρρίκνωσαν την ελληνική διπλωματική ισχύ. Δυσάρεστη απόδειξη της μειωμένης ισχύος είναι η σταδιακή εδραίωση του τουρκολιβυκού μνημονίου του 2019 και η καταπάτηση ελληνικών δικαιωμάτων (υφαλοκρηπίδα) και δυνάμει δικαιωμάτων (ΑΟΖ) από το Oruc Reis το 2020. Η αδυναμία αποτελεσματικής διπλωματικής αντιμετώπισης αποτυπώνεται αφενός στην περσινή δήλωση του υπουργού Επικρατείας Γ. Γεραπετρίτη ότι η «κόκκινη γραμμή» βρίσκεται στα 6 ν.μ. (μια δήλωση που, σε ώρες κρίσης, σίγουρα θα αξιοποιήσει η Τουρκία) και αφετέρου στη μη επιβολή κυρώσεων της Ε.Ε. κατά της Άγκυρας. Το μόνο που έχει πετύχει η Αθήνα είναι η κατάρτιση μίας θεωρητικής λίστας ήπιων περιοριστικών μέτρων που -ίσως- υλοποιηθούν σε βάρος της Τουρκίας αν εξασφαλιστεί συναίνεση όλων στις Βρυξέλλες. Αντιθέτως, οι πραγματικές κυρώσεις απαιτούν αυτοματοποιημένο μηχανισμό ταχείας επιβολής τους που, σήμερα, δεν υπάρχει ούτε στα χαρτιά.


Επομένως, η Συμφωνία Στρατηγικής Σχέσης Ελλάδας-Γαλλίας καλύπτει τα σημερινά κενά των Βρυξελλών και απαλλάσσει, εκ νέου, την ελληνική διπλωματία από τη μοναξιά της. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν και οι -πιθανώς χειρότεροι- διάδοχοί του θα είναι αναγκασμένοι, πριν από κάθε κίνησή τους κατά της Ελλάδας, να λάβουν υπόψη τους και το ισχυρό ενδεχόμενο αντίδρασης από το Παρίσι. Γιατί η ρήτρα συνδρομής περιέχει, αυτονόητα, και όλα τα απαραίτητα προηγούμενα διπλωματικά μέτρα που δεν θα καταστήσουν απαραίτητη τη στρατιωτική παρέμβαση και τη χρήση ένοπλης βίας. Ο λεγόμενος «μάγος» της αμερικανικής διπλωματίας Χένρι Κίσσιντζερ είχε πει το ιστορικό -και ειρωνικό- «ποιος είναι ο τηλεφωνικός αριθμός της Ευρώπης»; Ο εκάστοτε ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου είχε και έχει το ίδιο πρόβλημα, αλλά στο εξής θα μπορεί να ξεκινά τις προσπάθειες επικοινωνίας και εξασφάλισης συνδρομής από το Προεδρικό Μέγαρο της Γαλλίας.

- Άριστο υλικό, αλλά η παράδοση αργεί

Παράλληλα, το μείζον ερώτημα είναι πότε η αυξημένη διπλωματική ισχύς θα συνοδευτεί από αυξημένη στρατιωτική ισχύ. Κατά την πολύμηνη κρίση του Oruc Reis, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις απέδειξαν την ταχύτητα κινητοποίησής τους και παρουσίασαν μια αρκετά υπολογίσιμη δύναμη αποτροπής. Παρόλα αυτά, δεν είναι μυστικό ότι η Πολεμική Αεροπορία, αν και μία από τις ισχυρότερες σε ολόκληρο το ΝΑΤΟ και την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή μας, είχε προβλήματα διαθεσιμότητας ως προς τα παλαιότερα Mirage (του τύπου «2000»), ενώ πολλές από τις φρεγάτες, πυραυλακάτους και περιπολικά σκάφη του Πολεμικού Ναυτικού έφτασαν στα όρια, καθώς η ηλικία ορισμένων μονάδων επιφανείας ξεπερνά τα 35 και 40 χρόνια.

Η προμήθεια των Rafale (που θα πληρώσουμε πανάκριβα, επειδή η σχετική σύμβαση του Ιανουαρίου 2021 δεν ήταν δυνατόν να υπογραφεί εγκαίρως στα χρόνια των Μνημονίων) καλύπτει το κενό των Mirage. Επιπρόσθετα, τα Rafale συμβολίζουν την είσοδο της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ) στη νέα τεχνολογική γενιά, επειδή τα ηλεκτρονικά και πυραυλικά τους συστήματα είναι εξαιρετικά προηγμένα. Επομένως, είναι ρεαλιστικό να μιλάμε για σαφή ανωτερότητα της ΠΑ έναντι της τουρκικής. Πάντως η εξασφάλιση της ανωτερότητας θα αργήσει. Λόγω των σταδιακών παραδόσεων, η ΠΑ θα έχει τον υπολογίσιμο αριθμό 12 Rafale μόλις στα τέλη του 2022 και άλλα 6 το καλοκαίρι του 2023. Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε ότι θα παραγγελθούν ακόμα 6 Rafale για τα οποία δεν έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις. Αν η σύμβαση υπογραφεί στα τέλη του 2021 ή αρχές του 2022, τότε η παράδοσή τους θα γίνει περί τα μέσα του 2024.


Ελληνική ανωτερότητα καταγράφεται και στα F-16, αφού η ΠΑ διαθέτει πιο εκπαιδευμένους χειριστές και ένα αριθμός από αυτά είναι πιο σύγχρονου τύπου από τα αντίστοιχα της τουρκικής αεροπορίας. Σημειώνεται πάντως ότι ο εκσυγχρονισμός των παλαιότερων F-16 της ΠΑ θα καθυστερήσει πολύ, ως το 2027-2028. Το ευτύχημα είναι ότι η τουρκική πλευρά, λόγω της επιδείνωσης των σχέσεών της με τις ΗΠΑ, δεν έχει αποκτήσει τα υπερσύγχρονα F-35 που θα μετέβαλαν την ισορροπία στο Αιγαίο.

Ωστόσο η Τουρκία διαθέτει το πλεονέκτημα κατοχής (και ήδη επιτυχημένων δοκιμών) ενός ρωσικού συστήματος S-400 και ίσως αποκτήσει και δεύτερο. Πρόκειται για ένα υπερσύγχρονο σύστημα με δυνατότητα πληγμάτων κατά όλων των μαχητικών δυτικής κατασκευής (F-16, Rafale, Eurofighter, Gripen) και με δυνατότητα «σάρωσης» της περιοχής με το σύγχρονο ραντάρ του. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σφοδρή αντίδραση των ΗΠΑ κατά των S-400 δεν καταγράφηκε τόσο στο χρόνο παραγγελίας και παράδοσής τους, όσο κυρίως όταν δοκιμάστηκαν στον «εγκλωβισμό» τουρκικών F-16 που, φυσικά, έχουν ίδιο «ηλεκτρονικό κώδικα αναγνώρισης» με τα αμερικανικά (και, ασφαλώς, και τα ελληνικά). Προς το παρόν, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας δεν έχει βρει τρόπο αντιμετώπισης του τουρκικού πλεονεκτήματος των S-400 και εναποθέτει τις ελπίδες του στα αντίμετρα των ΗΠΑ.

Ως προς το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ), οι Belharra αποτελούν τεχνολογικό άλμα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του και (αν είναι θεμιτή η σύγκριση ανόμοιου υλικού) είναι πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο της ΠΑ με τα Rafale. Τα συστήματα πλοήγησης, διοίκησης και μάχης είναι ψηφιακά με δυνατότητα ταχείας αντικατάστασης σε περίπτωση πλήγματος από τον αντίπαλο. Η αξιοποίηση των Belharra θα αυξήσει τις δυνατότητες του ΠΝ στο Αιγαίο, θα επιτρέψει την αποτελεσματική άμυνα της θαλάσσιας περιοχής από την Κρήτη ως το Καστελόριζο και -για πρώτη φορά- την επαρκέστατη κάλυψη των μεγάλων αποστάσεων μέχρι την Κύπρο και άλλες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου.

Τα γενικά αυτά συμπεράσματα μπορούν να διατυπωθούν, λαμβάνοντας υπόψη τη λεγόμενη «βασική διαμόρφωση» εξοπλισμού των Belharra. Ειδικότερες -και πιο ασφαλείς- αξιολογήσεις θα μπορούν να γίνουν μόνον μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων του υπουργείου Εθνικής Άμυνας με τη Naval Group, που ναυπηγεί τις Belharra, για τα συγκεκριμένα πυραυλικά συστήματα που θα εγκατασταθούν στις νέες φρεγάτες. Ερωτηματικό, επίσης, παραμένει η προμήθεια (ή μη) των κορβετών Gowind που θα λειτουργούν, υποστηρικτικά και συμπληρωματικά, προς τις Belharra. Η ίδια η κυβέρνηση διέρρεε, την παραμονή της συνάντησης Μακρόν-Μητσοτάκη, σαν βέβαιη την παραγγελία τους για την οποία οι ηγέτες των δύο χωρών δεν είπαν το παραμικρό και, ανεπίσημα, λέγεται τώρα ότι το ΠΝ θα εξετάσει το θέμα σε εύθετο χρόνο.

Όπως και με τις παραδόσεις των Rafale και τον εκσυγχρονισμό των F-16, το πρόβλημα για το ΠΝ είναι ότι η παράδοση των Belharra θα αργήσει αρκετά. To ίδιο και ο εκσυγχρονισμός των γερασμένων φρεγατών ΜΕΚΟ και η ενδεχόμενη προμήθεια των Gowind. Η τελευταία πρόταση της Naval Group προβλέπει την παράδοση της πρώτης Belharra 40 μήνες μετά την υπογραφή της σύμβασης με το Ελληνικό Δημόσιο. Πρακτικά, αν η σύμβαση ολοκληρωθεί και κυρωθεί από τη Βουλή στις αρχές του 2022, η παράδοση θα γίνει στα μέσα του 2025. Η δεύτερη στα μέσα του 2026 και η τρίτη στα μέσα του 2027. Λογικά, η περίοδος των 40 μηνών περιλαμβάνει και τις δοκιμές που γίνονται με ευθύνη της Naval Group, αλλά σίγουρα δεν περιλαμβάνει τις «εν πλω» δοκιμές που είναι επιβεβλημένο να πραγματοποιήσει, όπως πάντα, το ΠΝ. Επομένως, στους 40 μήνες (και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα καταγραφούν άξια λόγου τεχνικά προβλήματα), θα πρέπει να προστεθούν, τουλάχιστον, άλλοι 6 με 8 μήνες για τη σταδιακή επιχειρησιακή ένταξη κάθε φρεγάτας στο Στόλο.

Από την πλευρά της, η Τουρκία επιταχύνει το πρόγραμμα ναυπήγησης των δικών της (εθνικής σχεδίασης) φρεγατών που πάντως δεν πλησιάζουν καν τις δυνατότητες των Belharra. Οι όποιες ελληνικές ανησυχίες γι’ αυτές θα αφορούν περισσότερο τον αριθμό τους και λιγότερο τις δυνατότητές τους. Δυστυχώς, περίπου τον ίδιο χρόνο που το ΠΝ θα αποκτά τις Belharra, το τουρκικό ναυτικό θα αρχίσει τις παραλαβές 6 γερμανικών υποβρυχίωνU-214. Είναι του ιδίου τύπου με αυτά που σήμερα διαθέτει η Ελλάδα με τη διαφορά ότι η Αθήνα τα χρησιμοποιεί ως αποτρεπτικό μέσο, ενώ η Άγκυρα θα τα καταστήσει αιχμή των απειλών της. Οι περσινές θεωρίες περί ακύρωσης της παράδοσής τους, κατόπιν παρεμβάσεων του Κυρ. Μητσοτάκη προς την καγκελάριο Αγκ. Μέρκελ, είναι εξωπραγματικές, επειδή το Γερμανικό Δημόσιο θα πρέπει να καταβάλει ρήτρες από 3,4 ως 5,4 δις ευρώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου