Υπήρξε μια περίοδος όπου η έννοια της «συναίνεσης» είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής. Από διάφορες πλευρές, για διαφορετικούς λόγους και σκοπούς, καταγγελλόταν η «πόλωση» και υποστηριζόταν ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι κυβέρνηση και αντιπολίτευση κατά βάση να συναινούν και να μην συγκρούονται.
Βεβαίως αυτό που παραβλέπει αυτή η ρητορική – που επιστρέφει με διάφορες μορφές περίπου από τη δεκαετία του 1990 και μετά – είναι ότι στοιχείο της πολιτικής είναι ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και ενίοτε συγκρουόμενες τοποθετήσεις και ότι επί της ουσίας οι ανειρήνευτες συγκρούσεις είναι αυτό που επιτρέπει να έχουμε ιστορική πρόοδο και κάποιες φορές οι πολιτικές να αλλάζουν.
Προφανώς, δεν είναι κακό πράγμα η συνεννόηση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις, ιδίως στην αντιμετώπιση εθνικών κρίσεων, όμως αυτό δεν μπορεί να σημαίνει «συναίνεση» στα ζητήματα γύρω από τα οποία υπάρχουν πραγματικές διαφωνίες και ουσιαστικές ιδεολογικές διαφορές, για τον τρόπο αντιμετώπισής τους και τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν.
Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα με το διαρκές αίτημα για συναίνεση: αυτοί που συνήθως το προβάλλουν είναι αυτοί που κατά βάση πιστεύουν ότι σήμερα δεν καλούμαστε να επιλέξουμε πολιτικές. Ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές και άλλος δρόμος. Ότι υπάρχει μία ορθή πολιτική, αυτή που υπαγορεύουν αγορές ή οι «ειδικοί» ή πολύ απλά τα συμφέροντα που σήμερα «βολεύονται» και θεωρούν ότι τα πράγματα πάνε προς την καλύτερη δυνατή κατεύθυνση. Ότι όλες οι άλλες προτάσεις είναι ανέφικτες και… «λαϊκισμός».
Μόνο που ειδικά σήμερα, αυτή η λογική σημαίνει να συμβιβαστούμε με πολιτικές που ούτε ανάπτυξη φέρνουν, ούτε απαντούν στην διογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια για την κρίση κόστους ζωής, ούτε βέβαια κάνουν πράξη αναγκαία βήματα προς την αναδιανομή, ώστε να σταματήσει η κοινωνία μας να γίνεται πιο άνιση και πιο άδική.
Τα σημειώνω όλα αυτά γιατί βλέπω την αξιωματική αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ, να επιλέγει λίγο πολύ μια τακτική «συναινετικής αντιπολίτευσης».
Μπορεί να μην ταυτίζεται με την κυβερνητική πολιτική, αλλά δεν χαράσσει σαφείς διαχωριστικές γραμμές, δεν κάνει συνολικές αντιπροτάσεις και – προς το παρόν τουλάχιστον – δεν προτείνει μια συνολική εναλλακτική πρόταση.
Η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό ήταν από αυτή την άποψη ενδεικτική.
Καταλαβαίνω ότι με όρους πολιτικής «εικόνας» το ΠΑΣΟΚ και ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί να θέλουν αυτή τη στιγμή να δείξουν πρωτίστως μια εικόνα κυβερνησιμότητας και υπευθυνότητας, ώστε να πείσουν ότι μπορούν να ηγηθούν της χώρας. Αν και η ταύτιση της «σοβαρής αντιπολίτευσης» με την «φοβική ή άτολμη αντιπολίτευση» είναι πάντα παγίδα. Καταλαβαίνω επίσης ότι ένα σημαντικό μέρος του σημερινού στελεχιακού δυναμικού του ΠΑΣΟΚ «εκπαιδεύτηκε» πολιτικά στην περίοδο των Μνημονίων, όταν συγκυβερνούσε με τη Νέα Δημοκρατία. Καταλαβαίνω τέλος ακόμη και την ανάγκη χρόνου για να επεξεργαστούν εναλλακτικές πολιτικές.
Μόνο που για να μπορέσουν να κυβερνήσουν τη χώρα, θα πρέπει να πείσουν μια πλειοψηφικά δυσαρεστημένη κοινωνία ότι μπορούν να κυβερνήσουν με μια διαφορετική πολιτική που να απαντάει στα υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα, να δίνει όραμα και προοπτική για ένα καλύτερο αύριο. Να παρουσιάσουν πρόγραμμα και μέτρα που θα οδηγούσαν σε μια διαφορετική κατάσταση στη χώρα και θα έλυναν προβλήματα. Και προφανώς να «σηκώσουν το γάντι» και να συγκρουστούν με την κυβέρνηση, ώστε αυτή να νιώσει ότι υπάρχει αντίπαλο δέος και δεν μπορεί να βρει στηρίγματα.
Διαφορετικά, ακόμη και εάν πάρουν ένα μέρος της αντιπολιτευτικής ψήφου, δεν πρόκειται να διαμορφώσουν εκλογική δυναμική που θα τους φέρει στην εξουσία. Στην καλύτερη περίπτωση, απλώς θα κληθούν να συγκυβερνήσουν με μια ΝΔ που όπως όλα δείχνουν δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία.
Και αυτό δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αλλαγή προς μια διαφορετική πολιτική. Η κοινωνική αντιπολίτευση που ισχυροποιείται και επιμένει δεν ζητά συνδιαχειριστή που θα κάνει μικρές βελτιώσεις στην ασκούμενη πολιτική, αλλά εναλλακτική, εφικτή και πειστική πολιτική πρόταση, που θα κάνει τις αναγκαίες τομές για την εξασφάλιση της κοινωνικής προόδου και ευημερίας του λαού.
Βεβαίως αυτό που παραβλέπει αυτή η ρητορική – που επιστρέφει με διάφορες μορφές περίπου από τη δεκαετία του 1990 και μετά – είναι ότι στοιχείο της πολιτικής είναι ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και ενίοτε συγκρουόμενες τοποθετήσεις και ότι επί της ουσίας οι ανειρήνευτες συγκρούσεις είναι αυτό που επιτρέπει να έχουμε ιστορική πρόοδο και κάποιες φορές οι πολιτικές να αλλάζουν.
Προφανώς, δεν είναι κακό πράγμα η συνεννόηση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις, ιδίως στην αντιμετώπιση εθνικών κρίσεων, όμως αυτό δεν μπορεί να σημαίνει «συναίνεση» στα ζητήματα γύρω από τα οποία υπάρχουν πραγματικές διαφωνίες και ουσιαστικές ιδεολογικές διαφορές, για τον τρόπο αντιμετώπισής τους και τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν.
Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα με το διαρκές αίτημα για συναίνεση: αυτοί που συνήθως το προβάλλουν είναι αυτοί που κατά βάση πιστεύουν ότι σήμερα δεν καλούμαστε να επιλέξουμε πολιτικές. Ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές και άλλος δρόμος. Ότι υπάρχει μία ορθή πολιτική, αυτή που υπαγορεύουν αγορές ή οι «ειδικοί» ή πολύ απλά τα συμφέροντα που σήμερα «βολεύονται» και θεωρούν ότι τα πράγματα πάνε προς την καλύτερη δυνατή κατεύθυνση. Ότι όλες οι άλλες προτάσεις είναι ανέφικτες και… «λαϊκισμός».
Μόνο που ειδικά σήμερα, αυτή η λογική σημαίνει να συμβιβαστούμε με πολιτικές που ούτε ανάπτυξη φέρνουν, ούτε απαντούν στην διογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια για την κρίση κόστους ζωής, ούτε βέβαια κάνουν πράξη αναγκαία βήματα προς την αναδιανομή, ώστε να σταματήσει η κοινωνία μας να γίνεται πιο άνιση και πιο άδική.
Τα σημειώνω όλα αυτά γιατί βλέπω την αξιωματική αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ, να επιλέγει λίγο πολύ μια τακτική «συναινετικής αντιπολίτευσης».
Μπορεί να μην ταυτίζεται με την κυβερνητική πολιτική, αλλά δεν χαράσσει σαφείς διαχωριστικές γραμμές, δεν κάνει συνολικές αντιπροτάσεις και – προς το παρόν τουλάχιστον – δεν προτείνει μια συνολική εναλλακτική πρόταση.
Η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό ήταν από αυτή την άποψη ενδεικτική.
Καταλαβαίνω ότι με όρους πολιτικής «εικόνας» το ΠΑΣΟΚ και ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί να θέλουν αυτή τη στιγμή να δείξουν πρωτίστως μια εικόνα κυβερνησιμότητας και υπευθυνότητας, ώστε να πείσουν ότι μπορούν να ηγηθούν της χώρας. Αν και η ταύτιση της «σοβαρής αντιπολίτευσης» με την «φοβική ή άτολμη αντιπολίτευση» είναι πάντα παγίδα. Καταλαβαίνω επίσης ότι ένα σημαντικό μέρος του σημερινού στελεχιακού δυναμικού του ΠΑΣΟΚ «εκπαιδεύτηκε» πολιτικά στην περίοδο των Μνημονίων, όταν συγκυβερνούσε με τη Νέα Δημοκρατία. Καταλαβαίνω τέλος ακόμη και την ανάγκη χρόνου για να επεξεργαστούν εναλλακτικές πολιτικές.
Μόνο που για να μπορέσουν να κυβερνήσουν τη χώρα, θα πρέπει να πείσουν μια πλειοψηφικά δυσαρεστημένη κοινωνία ότι μπορούν να κυβερνήσουν με μια διαφορετική πολιτική που να απαντάει στα υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα, να δίνει όραμα και προοπτική για ένα καλύτερο αύριο. Να παρουσιάσουν πρόγραμμα και μέτρα που θα οδηγούσαν σε μια διαφορετική κατάσταση στη χώρα και θα έλυναν προβλήματα. Και προφανώς να «σηκώσουν το γάντι» και να συγκρουστούν με την κυβέρνηση, ώστε αυτή να νιώσει ότι υπάρχει αντίπαλο δέος και δεν μπορεί να βρει στηρίγματα.
Διαφορετικά, ακόμη και εάν πάρουν ένα μέρος της αντιπολιτευτικής ψήφου, δεν πρόκειται να διαμορφώσουν εκλογική δυναμική που θα τους φέρει στην εξουσία. Στην καλύτερη περίπτωση, απλώς θα κληθούν να συγκυβερνήσουν με μια ΝΔ που όπως όλα δείχνουν δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία.
Και αυτό δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αλλαγή προς μια διαφορετική πολιτική. Η κοινωνική αντιπολίτευση που ισχυροποιείται και επιμένει δεν ζητά συνδιαχειριστή που θα κάνει μικρές βελτιώσεις στην ασκούμενη πολιτική, αλλά εναλλακτική, εφικτή και πειστική πολιτική πρόταση, που θα κάνει τις αναγκαίες τομές για την εξασφάλιση της κοινωνικής προόδου και ευημερίας του λαού.
Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου