Ενας τυφώνας που «βούλιαξε» για ένα εικοσιτετράωρο την Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών ήρθε να μας θυμίσει ότι ακόμη και οι πιο προηγμένες κοινωνίες δεν μπορούν πάντα να προστατευθούν από τη μανία της φύσης. Η «Σάντι» ήταν ένας τυφώνας διαφορετικός από τους άλλους – αρχικά έμοιαζε σχετικά άκακη με βάση την κατηγορία της αλλά γρήγορα μεταμορφώθηκε σε ένα υβριδικό «τέρας» ξαφνιάζοντας ειδικούς και «κοινούς θνητούς».
Μετά το πέρασμά της, παράλληλα με την αποτίμηση των ζημιών έχει ξεκινήσει και η εκτίμηση των ευρύτερων συνεπειών της. Η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή έχει «ανάψει», καθώς πολλά μοντέλα είχαν προβλέψει ανάλογες εξελίξεις. Το καίριο ερώτημα είναι: Θα πρέπει να περιμένουμε περισσότερες «Σάντι», και μάλιστα στο κοντινό μέλλον; Και μήπως κάποιες από αυτές εμφανιστούν, σε «μεσογειακά» μεγέθη, και στις δικές μας θάλασσες, όπου τις τελευταίες δεκαετίες έχουν παρατηρηθεί παρόμοια τροπικά φαινόμενα;
Πριν από μία πενταετία, και οπωσδήποτε προ «Σάντι», σε μια σειρά του Discovery Channel με τίτλο «What are the odds?» («Ποιες είναι οι πιθανότητες;») ο καθηγητής Τζεφ Ρόζενταλ του Πανεπιστημίου του Τορόντο εξηγούσε ότι τα τελευταία 200 χρόνια η Νέα Υόρκη έχει πληγεί τέσσερις φορές από τυφώνες, γεγονός το οποίο θα πρέπει να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μέσα στα επόμενα πενήντα χρόνια η πόλη θα πρέπει να περιμένει την έλευση ενός τέτοιου φαινομένου. Η πραγματικότητα ξεπέρασε κατά πολύ τις προβλέψεις του διακεκριμένου ειδικού της στατιστικής, αφού η Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών γνώρισε όχι μόνο έναν αλλά δύο τυφώνες σε δύο συναπτά έτη: την «Αϊρίν» στα τέλη Αυγούστου του 2011 και τη «Σάντι» στις αρχές της περασμένης εβδομάδας. Η δεύτερη μάλιστα θεωρείται ο μεγαλύτερος τυφώνας στην ιστορία της περιοχής και άφησε πίσω της τεράστιες καταστροφές.
Η «Σάντι» ξεκίνησε, όπως συμβαίνει συνήθως, σαν τροπική καταιγίδα στη Δυτική Καραϊβική και άρχισε να κινείται προς τα βόρεια, σταθερά και πολύ δυναμικά. Στις 24 Οκτωβρίου έγινε τυφώνας και έπληξε την Τζαμάικα, το επόμενο πρωί «ανέβηκε» στη 2η κατηγορία και χτύπησε την Κούβα ενώ το ίδιο βράδυ εξασθένησε, περνώντας και πάλι στην 1η κατηγορία. Στις 26 Οκτωβρίου πέρασε από τις Μπαχάμες και, ενώ συνέχιζε την πορεία της, το μέγεθός της φάνηκε να αυξάνεται. Στις 27 Οκτωβρίου το αμερικανικό Εθνικό Κέντρο Τυφώνων ανακοίνωσε ότι «εμφάνιζε χαρακτηριστικά υβριδικού κυκλώνα». Η συνέχεια επιβεβαίωσε ότι οπωσδήποτε η «καταιγίδα Φρανκενστάιν» (Frankenstorm), όπως την ονόμασαν τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, ήταν κάθε άλλο παρά συνηθισμένη. Μια σειρά από συμπτώσεις - ικανές, όπως έγραψε ένας αναλυτής, να κάνουν τους ειδικούς να ξαναγράψουν τα εγχειρίδια της Μετεωρολογίας - συνέβαλε στο να μετατρέψει τη «Σάντι» σε ένα πραγματικό «τέρας» με πάρα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Πώς γεννιέται ένας τυφώνας
Η «Σάντι» ήταν ο μεγαλύτερος τυφώνας στην ιστορία της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ. Αν συνέβαινε στην Ευρώπη και το «μάτι» της ήταν στο Παρίσι, θα κάλυπτε σχεδόν ολόκληρη την ήπειρό μας.
Τα φαινόμενα που επιστημονικά ονομάζονται τροπικοί κυκλώνες - ο όρος «hurricane» συνηθίζεται στον Ατλαντικό Ωκεανό, στην Αμερική, ενώ στον Ειρηνικό, στις θάλασσες της Κίνας και της Ιαπωνίας λέγεται «typhoon» και στην Αυστραλία «Willy Willy» - είναι μάλλον ασύλληπτα σε μέγεθος και ένταση για τα δικά μας δεδομένα, αφού συνδέονται κυρίως με τις τροπικές περιοχές και τους ωκεανούς. Οι συνθήκες δημιουργίας τους είναι πολύ συγκεκριμένες. «Για να σχηματιστούν, απαιτούνται, μεταξύ άλλων, τέσσερις βασικές προϋποθέσεις» εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο Μιχάλης Σιούτας, προϊστάμενος μελετών στο Κέντρο Μετεωρολογικών Εφαρμογών ΕΛΓΑ στη Θεσσαλονίκη. «Κατ' αρχήν πρέπει να έχουμε πολύ ζεστή επιφάνεια του ωκεανού, με θερμοκρασία τουλάχιστον 26 βαθμών Κελσίου, που να εκτείνεται σε ένα βάθος του νερού ως τα 50-60 μέτρα».
Εξίσου σημαντική είναι η θέση σε σχέση με τον Ισημερινό. «Βασικά αναπτύσσονται σε ένα γεωγραφικό πλάτος από τις 5 ως τις 20 μοίρες, όπου υπάρχει η επίδραση της δύναμης Coriolis, της δύναμης που δημιουργείται λόγω της περιστροφής της Γης, ώστε να μπορεί να διατηρείται η σύγκλιση των κυκλωνικών ανέμων για να δημιουργηθεί ο τυφώνας»συμπληρώνει. «Επίσης απαιτούνται άπνοια ή σταθερός άνεμος σε όλα τα στρώματα και αστάθεια καθ' ύψος, δηλαδή απότομη πτώση της θερμοκρασίας καθ' ύψος».
Για κάποιον λόγο ο οποίος ακομη δεν είναι απόλυτα γνωστός, όπως μας λέει ο επιστήμονας, οι τυφώνες στον Νότιο Ατλαντικό είναι σπάνιοι. Στη βόρεια «ζώνη» του ωκεανού όμως είναι πολύ συνηθισμένοι και εμφανίζονται σε συγκεκριμένη εποχή: από την 1η Ιουνίου ως τις 30 Νοεμβρίου, αν και τα πιο έντονα φαινόμενα σημειώνονται τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, όταν η θάλασσα είναι πιο ζεστή. «Οσο πιο θερμές είναι οι θάλασσες τόσο πιο συχνά περιμένουμε τυφώνες» λέει ο κ. Σιούτας, «γιατί τότε αυξάνεται η εξάτμιση παρέχοντας υδρατμούς, που είναι η κινητήρια δύναμη του τυφώνα. Επίσης πέφτει πολύ η ατμοσφαιρική πίεση». Η πτώση της ατμοσφαιρικής πίεσης, όπως προσθέτει, αποτελεί μία ακόμη προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός τυφώνα, όπως και ένα άλλο μέτρο της ισχύος του εκτός από αυτό της έντασης των ανέμων: «Οσο χαμηλότερη είναι η πίεση τόσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια ζωής του τυφώνα και τόσο πιο ισχυρή η ένταση των ανέμων του».
Μια σειρά «σατανικές» συμπτώσεις
Η «Σάντι» γεννήθηκε με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις, όμως όλα τα χαρακτηριστικά της ξέφυγαν από τους καθιερωμένους κανόνες. Κατ' αρχάς εμφανίστηκε πολύ αργά μέσα στη «σεζόν»: στα τέλη Οκτωβρίου, όταν οι θάλασσες υπό φυσιολογικές συνθήκες έχουν αρχίσει να κρυώνουν, δεν αναμένονται συνήθως μεγάλοι τυφώνες. Το γεγονός ότι οι μήνες που είχαν προηγηθεί ήταν από τους θερμότερους όλων των εποχών στην περιοχή ήταν ένας από τους παράγοντες που θεωρείται ότι συνέβαλαν στην ανατροπή των προγνωστικών με την εμφάνιση της «Σάντι», η οποία δεν ήταν απλώς μεγάλη. «Ο συγκεκριμένος ήταν ένας υπερτυφώνας» εξηγεί ο κ. Σιούτας. «Κυρίως χαρακτηρίζεται έτσι από τη μεγάλη του διάσταση - η ακτίνα των περιοχών επίδρασής του και οι διαστάσεις του νεφικού σχηματισμού και του ματιού του ήταν μεγαλύτερες από τις συνηθισμένες». Στο μέγιστο της έντασής του κυκλώνα οι άνεμοι έφθασαν σε απόσταση 1.500 χλμ. από το μάτι του, η μεγαλύτερη διάμετρος που έχει καταγραφεί ποτέ σε τυφώνα στην Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αν και εντυπωσιακή σε διάσταση, η «Σάντι» θεωρητικά θα έπρεπε να «ξεθυμάνει» βγαίνοντας από την Καραϊβική: η συνήθης πορεία που ακολουθούν τα φαινόμενα του είδους στην περιοχή είναι να κινούνται προς τα ανατολικά, περνώντας παράλληλα από την Ανατολική Ακτή και κατευθυνόμενα προς τον Ατλαντικό Ωκεανό, όπου και σβήνουν. Εδώ όμως αρχίζουν οι απανωτές συμπτώσεις συγκυριών που έκαναν τη «Σάντι» να περάσει στην Ιστορία. Ενα σύστημα υψηλής πίεσης που ερχόταν από τη Γροιλανδία «έκοψε» την πορεία του υπερτυφώνα και τον έκανε να στρίψει και να κινηθεί προς τα βορειοδυτικά. Κάτι τέτοιο από μόνο του δεν είναι βέβαια ασυνήθιστο: από καιρού εις καιρόν κάποιοι τυφώνες «μπαίνουν» για λίγο στην Ανατολική Ακτή, τις περισσότερες φορές όμως είτε εξασθενούν είτε βγαίνουν αμέσως ξανά προς τη θάλασσα. Αυτό δεν συνέβη στην περίπτωση της «Σάντι» γιατί και πάλι τα δεδομένα ανατράπηκαν.
Αιτία ένα χαμηλό βαρομετρικό που είχε εγκατασταθεί επάνω από τον Καναδά και την Καλιφόρνια και ήρθε να «ανοίξει» τον δρόμο προς τα βορειοδυτικά για τη «θερμή» «Σάντι», ενισχύοντάς τη με το ψύχος του και μετατρέποντάς τη σε αργό, υβριδικό τυφώνα με ακόμη πιο καταστρεπτικές συνέπειες. «Ενισχύθηκε από την παρουσία και άλλου βαρομετρικού χαμηλού που συνάντησε και ενσωματώθηκε μαζί του» εξηγεί ο κ. Σιούτας. «Στις περιπτώσεις αυτές δημιουργούνται μετωπικές ζώνες κακοκαιρίας με τις οποίες ενώθηκε ο τυφώνας και στην ουσία, ενώ φυσιολογικά και σε κανονικές συνθήκες, καθώς εισβάλλει στην ξηρά, τις περισσότερες φορές διαλύεται, επειδή παύει η τροφοδοσία με υδρατμούς από τον ωκεανό, οι συνθήκες αυτές παρέτειναν τη διάρκεια ζωής και την έντασή του, με αποτέλεσμα να διαρκέσει ακόμη περισσότερο - τουλάχιστον ένα 24ωρο περισσότερο από αυτό που κανονικά θα εκτιμάτο ότι θα διαρκούσε, με επακόλουθο μεγαλύτερη διάρκεια έντονων φαινομένων και περισσότερες ζημιές».
Η ευθύνη της... Σελήνης
Τα ταξί κολυμπούν στα νερά που σήκωσε η «Σάντι» στο Χομπόκεν του Νιου Τζέρσεϊ.
Θεωρητικά ένας τυφώνας 1ης κατηγορίας, όπως ήταν η «Σάντι» όταν κινούνταν προς την Ανατολική Ακτή, δεν είναι ο χειρότερος που μπορεί να τύχει σε κάποιον. Η κατηγορία αυτή είναι η «χαμηλότερη» στην κλίμακα Σαφίρ-Σίμσον, το επίσημο «μέτρο» της έντασης των τροπικών κυκλώνων με βάση την ταχύτητα των ανέμων τους (οι άνεμοι εδώ «τρέχουν» με τη θεωρούμενη μικρότερη ταχύτητα κυκλωνικών ανέμων, από 119 ως 153 χλμ. την ώρα). Ο «τυφώνας Φρανκενστάιν» όμως ήταν δυνατός σε ένα άλλο «μέτρο», αυτό της πλημμύρας που προκαλεί, το οποίο είχε εκτιμηθεί από την αμερικανική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (NOAA) στους 5,7 βαθμούς σε μια κλίμακα με ανώτερο το 6 - πλημμύρα μεγαλύτερη από οποιουδήποτε τυφώνα έχει εμφανιστεί από το 1969 ως το 2005, ακόμη και από εκείνη της «Κατρίνα». Ενώ πριν από την έλευσή της αναμενόταν ότι η πλημμύρα της «Σάντι» στην Ανατολική Ακτή θα έφθανε τα 3,5 μ., τελικά το νερό που «σήκωσε» ξεπέρασε κάθε προσδοκία φθάνοντας την τιμή-ρεκόρ των 4,2 μ. (14 πόδια). Αν κοιτάξετε την κλίμακα Σαφίρ-Σίμσον, θα δείτε ότι ένα τέτοιο μέγεθος πλημμύρας αντιστοιχεί σε τυφώνα 4ης κατηγορίας - με ανώτερη την 5η κατηγορία.
Σε αυτή την «ασυμφωνία» μάλλον βοήθησε η τρίτη «σατανική» συγκυρία, η οποία ήρθε και πάλι εξ ουρανού. Οχι όμως από τα στρώματα της ατμόσφαιρας αλλά από πολύ πιο ψηλά, από το... φεγγάρι, το οποίο λόγω της πανσελήνου ασκούσε αυξημένη έλξη στον πλανήτη μας «ανεβάζοντας» ακόμη περισσότερο τα νερά. «Στην ουσία φούσκωσε ο ωκεανός» λέει ο κ. Σιούτας. «Λόγω και της χαμηλής πίεσης που έχει ο κυκλώνας καθώς περνάει επάνω από τον ωκεανό, αυτός φουσκώνει, ανεβαίνει η στάθμη του. Ε, αυτό εξαιτίας της πλημμυρίδας της πανσελήνου έγινε ακόμη πιο έντονο». Αυτό το φούσκωμα του νερού που δημιουργείται στο κέντρο του κυκλώνα από τον συνδυασμό των κυκλωνικών ανέμων και της χαμηλής πίεσης σιγά-σιγά «πέφτει» αν ο τυφώνας βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα. Η «Σάντι» όμως κινήθηκε κοντά στις ακτές, σε πιο ρηχά νερά, με αποτέλεσμα όλος ο όγκος των υδάτων να διοχετευθεί στη στεριά.
tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου