Ενώ πλησιάζει η ώρα της κρίσης στις
ευρωεκλογές του Μαΐου για τα δύο συνεργαζόμενα κόμματα πρώην εξουσίας
που στηρίζουν τη δικομματική κυβέρνηση, οι υπουργοί της, με εντολές του
πρωθυπουργού, κάνουν το παν για να αποφύγουν την καταδίκη της από τον
λαό, τον οποίο έχουν εξουθενώσει τα μέτρα των Μνημονίων. Γνωρίζουν,
όμως, ότι με το να:
• μεταθέτουν τις ευρωεκλογές από τις 18
στις 25 Μαΐου και να μην επιτρέπουν στους ετεροδημότες να εγγραφούν σε
ειδικούς καταλόγους και να ψηφίσουν στον τόπο κατοικίας τους,
• διπλασιάζουν ένα εικονικό πρωτογενές
πλεόνασμα για να μοιράσουν ψίχουλα σ’ αυτούς που με την πολιτική τους
έχουν στερήσει τα εντελώς απαραίτητα για την επιβίωσή τους, και να
• διαστρεβλώνουν τις θέσεις της αντιπολίτευσης προκειμένου να τη δυσφημήσουν και να μειώσουν τη δύναμή της στον λαό,
δεν πρόκειται να αποτρέψουν την
αποδοκιμασία της από τους 1.350.000 ανέργους και τις οικογένειές τους,
τους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους που τους έχουν περικόψει τα
ήδη χαμηλά εισοδήματά τους, αυτούς που εργάζονται χωρίς να πληρώνονται,
τους επαγγελματίες που έχουν κλείσει τα καταστήματά τους και τα
εκατομμύρια φορολογουμένων που αδυνατούν να πληρώσουν τη σωρεία των
φόρων που τους έχουν επιβάλει (μέσα στο 2013 τα ληξιπρόθεσμα χρέη των
φορολογουμένων προς το Δημόσιο αυξήθηκαν κατά 8 δισ. ευρώ εκτινάσσοντας
το σύνολό τους στα 64 δισ. ευρώ).
Μπροστά σ’ αυτή την αδυσώπητη
πραγματικότητα ο πρωθυπουργός καταφεύγει στην προστάτιδά του καγκελάριο
της Γερμανίας και την εκλιπαρεί για βοήθεια. Η Γερμανία, όμως, δεν έχει
δώσει μέχρι σήμερα καμιά βοήθεια (τύπου σχεδίου Μάρσαλ π.χ.) ούτε και
πρόκειται να δώσει.
Τόσο στο πρόσφατο ταξίδι του στη
Γερμανία όσο και στα παλαιότερα, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός
Οικονομικών εισέπραξαν ένα κατηγορηματικό «όχι» στο αίτημα του
κουρέματος του δημόσιου χρέους, δηλαδή της πραγματικής βοήθειας προς τη
χώρα μας με τη διαγραφή ενός μεγάλου ποσοστού των δανείων που μας έχουν
χορηγήσει ο μηχανισμός στήριξης, οι δανείστριες χώρες και η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα.
Τα δάνεια, όμως, που έχουν χορηγηθεί
μέχρι σήμερα στη χώρα μας, όπως έχει ομολογήσει η ίδια η καγκελάριος της
Γερμανίας και αξιωματούχοι τόσο της Ε.Ε. όσο και της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας, δεν δόθηκαν για να τη βοηθήσουν (αφού αυτά δίνονται
κυρίως για την αποπληρωμή παλαιότερων δανείων), αλλά για να αποφευχθεί η
κρίση που θα προκαλούσε στην ευρωζώνη και στην Ε.Ε. η αδυναμία της να
ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.
Τον ίδιο ουσιαστικά σκοπό (δηλαδή την
αποπληρωμή παλαιότερων δανείων) θα έχει το νέο δάνειο (και όχι βοήθεια)
που ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δήλωσε ότι θα δοθεί στην Ελλάδα. Το
δάνειο όμως αυτό, αν δοθεί πριν από τις ευρωεκλογές, θα αποτελεί
ταυτόχρονα και προεκλογική στήριξη από την καγκελάριο φίλη του
πρωθυπουργού προς τη δικομματική κυβέρνηση με στόχο να αποτραπεί μια
συντριπτική ήττα της στις ευρωεκλογές.
Τι σημαίνει, όμως, η χορήγηση ακόμα ενός
δανείου; Οχι, φυσικά, μείωση του δημόσιου χρέους, αλλά αύξησή του.
Απόδειξη ότι, μετά το διαβόητο PSI που χρεοκόπησε τα ασφαλιστικά ταμεία,
οι δικομματικές κυβερνήσεις για να διασώσουν τις τράπεζες από τα
προβλήματα που αντιμετώπισαν από αυτό, σύναψαν νέα δάνεια αυξάνοντας το
δημόσιο χρέος, το οποίο το τρίτο τρίμηνο του 2013 ήταν 317 δισ. ευρώ ή
το 172% του ΑΕΠ, ήταν, δηλαδή, υψηλότερο απ’ ό,τι το 2009, έτος στο
οποίο ανερχόταν σε 299 δισ. ή 129% του ΑΕΠ.
Το νέο όμως δάνειο, με το να αυξήσει
περισσότερο το δημόσιο χρέος, θα διαιωνίσει την υπερχρέωση της χώρας μας
και την υποτέλειά της στους δανειστές της, οι οποίοι μπορεί μεν να μη
ζητήσουν την υπογραφή νέου μνημονίου, αλλά, όπως ήδη το έχουν δηλώσει
πολλές φορές και το επαναλαμβάνουν, θα απαιτήσουν και θα επιβάλουν τις
διαβόητες διαρθρωτικές αλλαγές, που οι συνέπειές τους θα είναι οι ίδιες
με εκείνες των μέτρων των Μνημονίων.
Ανάμεσα σ’ αυτές, εκτός από τη συνέχιση
των δεινών που υποφέρει ο λαός από το 2010 μέχρι σήμερα, οι δανειστές
μας θα απαιτήσουν την εντατικοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων, δηλαδή την
πώληση μισοτιμής κερδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων και δημόσιων κτιρίων
καθώς και την πώληση ή πολυετή εκχώρηση δημόσιων εκτάσεων «φιλέτων» σε
χαμηλές τιμές προκειμένου να τα εκμεταλλεύονται εκείνοι που θα τα
αγοράσουν.
Τέλος, με το να μη μειωθεί, αλλά,
αντίθετα, να αυξηθεί το δημόσιο χρέος, οι δανειστές μας θα συνεχίσουν να
πιέζουν για τη διατήρηση ή αύξηση της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή, αν
όχι την παραπέρα μείωση μισθών και ημερομισθίων, τη διατήρησή τους σε
χαμηλά επίπεδα προκειμένου η Ελλάδα να καταστεί (αν δεν έχει ήδη
καταστεί) χώρα φτηνού εργατικού δυναμικού, ώστε να προσελκύσει
επενδύσεις από το εξωτερικό.
Αυτή είναι η ουσία τής δήθεν βοήθειας,
δηλαδή του νέου δανείου. Τις ίδιες συνέπειες θα έχει και η συζητούμενη
μακροχρονιότερη ρύθμιση (και όχι ελάφρυνση) του δημόσιου χρέους με βάση
τη συζητούμενη επιμήκυνση της εξόφλησής του και τη μείωση του επιτοκίου,
μια ρύθμιση που θα γίνει (αν θα γίνει) για να αποφευχθεί στο μέλλον το
«κούρεμά» του, δηλαδή η πραγματική βοήθεια προς τη χώρα μας.
Άρθρο στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου