Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Του Γιώργου Πινακίδη : ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΞΗ

Στις πρόσφατες εκλογές, το ΠΑ.ΣΟ.Κ., υπό το σχήμα της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΞΗΣ, κατέγραψε άνοδο του εκλογικού του ποσοστού και σημαντική αύξηση του απόλυτου αριθμού ψήφων του, παρά τη μεγαλύτερη, σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, αποχή. Πρόκειται για επίδοση ενθαρρυντική και ελπιδοφόρα. Όχι μόνο για το ίδιο το Κίνημα, που εξήλθε από τον ιστορικό κύκλο της ήττας και επανέκτησε τη θέση του ως υπαρκτή πολιτική δύναμη, μακριά από το όριο του


εκλογικού αφανισμού, αλλά για τον ευρύτερο πολιτικό του χώρο. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΞΗ μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για την δυναμική επάνοδο στο προσκήνιο των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Υπό προϋποθέσεις όμως.
Προϋπόθεση πρώτη: να αποτιμήσουμε νηφάλια και απροκατάληπτα το εκλογικό αποτέλεσμα. Να εξετάσουμε το «φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ» και την αντοχή της πολιτικής του απήχησης, ιδίως μετά την αναδοχή εκ μέρους του μνημονιακών πολιτικών. Να θέσουμε το ερώτημα, αν η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ έχει ιδεολογικά χαρακτηριστικά ή πρέπει να αποδοθεί σε λόγους κορεσμού του εκλογικού σώματος ή πολιτικής αισθητικής. 
Να διερευνήσουμε, αν το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών διαμορφώνει στην ελληνική κοινωνία έναν συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων μονιμότερο και σταθερότερο από εκείνον που πιστευόταν ότι σύντομα θα κατέρρεε. Πού πήγε άραγε το αντιμνημονιακό δυναμικό που αναπτύχθηκε μετά από πέντε χρόνια «μνημονιακών» πολιτικών και έντονης αντιμνημονιακής ζύμωσης; 
Απονευρώθηκε τόσο εύκολα και αναπάντεχα, αφήνοντας μάλιστα εκτός Βουλής τον αυθεντικότερο και συνεπέστερο -όπως επιχείρησε να εμφανιστεί λίγο πριν τις εκλογές- πολιτικό εκφραστή του (ΛΑ.Ε.); Ή μήπως αποδυναμώθηκε προσωρινά, χωρίς όμως να έχει αποκλειστεί η επανεμφάνισή του στο μέλλον, σε πιο επιθετικές και ακραίες –φευ- μορφές, καθώς θα εμπεδώνονται υφεσιακές πολιτικές;
Προϋπόθεση δεύτερη: ο δημόσιος διάλογος πρέπει να εκκαθαριστεί από μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Η χρονική στιγμή βοηθά. Μπορούμε τώρα, απαλλαγμένοι από το άγχος της εκλογικής αναμέτρησης, να απεμπλακούμε από τις δουλείες ενός συμβατικού προεκλογικού λόγου. 
Πρώτιστος στόχος δεν είναι τώρα να επιβεβαιώσουμε την ορθότητα και υπευθυνότητα της θέσης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήδη από το 2010. Ούτε να στηλιτεύσουμε ως ασυνεπή τη στάση των δυνάμεων εκείνων που πειθαναγκάστηκαν να προσχωρήσουν εκ των υστέρων στην πολιτική που χαράχθηκε τότε∙ ιδίως την εντυπωσιακή εναλλαγή και μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ, από γνήσια αντιμνημονιακή αντιπολίτευση (ως τον Ιανουάριο του 2015) σε νόθο αντιμνημονιακή (μέχρι την υπογραφή του τρίτου μνημονίου) και εν συνεχεία σε γνήσια μνημονιακή συμπολίτευση, μαζί με το κόμμα των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. 
Όλα αυτά έχουν καταγραφεί και αξιολογηθεί στη συνείδηση του εκλογικού σώματος, το οποίο όμως διαμορφώνει τα δικά του κριτήρια επιλογής, προσβλέποντας σταθερά στο μέλλον, όχι στο παρελθόν. Άλλωστε η Ιστορία, στο δικό της χρόνο, θα κάνει πιστώσεις και χρεώσεις.
Προϋπόθεση τρίτη: να αναδείξουμε την οριστική εγκατάσταση της συντριπτικής πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος στο στρατόπεδο της Ευρώπης και του Ευρώ, ως ορόσημο αναδιάταξης της πολιτικής ύλης. Μετά την μεταστροφή (την περίοδο 2011-2012) της Νέας Δημοκρατίας από αντιμνημονιακό σε μνημονιακό κόμμα και την όψιμη πανηγυρική υπαναχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ, έχει διαμορφωθεί ένα νέο τοπίο. 
Ο μέχρι πρότινος βασικός στυλοβάτης του «αντιμνημονίου» έχει αναλάβει διαχειριστής του επαχθούς νέου μνημονίου και καλείται να ασκήσει αυθεντικές μνημονιακές πολιτικές, που ως τώρα αφοριστικά απέρριπτε. Με τον τρόπο αυτό, επανοριοθετείται εκ των πραγμάτων το πεδίο της ιδεολογικής και πολιτικής συζήτησης.  Η κοινοβουλευτική –τουλάχιστον- αντιπαράθεση θα διεξάγεται πλέον πάνω σε «μνημονιακό» πεδίο, αυτό που διαγράφεται από τη νέα συμφωνία. Πάνω σε αυτό είναι αναγκασμένες να αναμετρηθούν «δεξιές» και «αριστερές» πολιτικές, εφόσον εξακολουθούν να σημαίνονται ως τέτοιες. Εκτός αν υπάρχει αριστερά «προ μνημονίου» και «μετά μνημόνιο» αριστερά. Η διχοτομική διάκριση μνημόνιο-αντιμνημόνιο έχει χάσει οριστικά την αξία της, αν είχε κάποια. Μπορούμε πλέον, εγκαταλείποντας το απατηλό δίπολο, να εκτιμήσουμε μόνο, αν υπάρχουν «δεξιοί» ή «αριστεροί» εφαρμοστές του μνημονίου.
Προϋπόθεση τέταρτη: το ΠΑ.ΣΟ.Κ. πρέπει να προσδιορίσει συντακτικά το χώρο, τον οποίο επιδιώκει να εκπροσωπήσει. Πρέπει όμως ο χώρος αυτός να οριστεί ιδεολογικά και πολιτικά, όχι διαισθητικά. 
Ο όρος «Κεντροαριστερά», περιεκτικός και επικοινωνιακά χρήσιμος, στην καλύτερη περίπτωση αποτυπώνει μια γεωγραφική οριοθέτηση στον πολιτικό χάρτη, κατά την οποία ο χώρος αναφοράς είναι εκείνος που διαγράφεται (για την ακρίβεια δε, απομένει), ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία. 
Πρόκειται για μια προσέγγιση στατική και περιγραφική∙ σε κάθε περίπτωση αποθετική. Τώρα χρειάζεται να προτάξουμε, ως πράξη καταλυτική και συμβολική επανασύστασης του χώρου, μια αρχή κανονιστική. Από τις ιδέες της Κοινωνικής Δικαιοσύνης και Αλληλεγγύης αντλεί διαχρονικά η προοδευτική παράταξη το αξιακό, ιδεολογικό και πολιτικό της φορτίο. Από αυτές εκπηγάζουν τα ρεύματα του σύγχρονου δημοκρατικού σοσιαλισμού. Ας τις επινοήσουμε εκ νέου στην τρέχουσα συγκυρία.
Προϋπόθεση πέμπτη: οι προοδευτικοί πολίτες, οφείλουμε να αναδιατυπώσουμε την ιδεολογικοπολιτική μας πρόταση. Φλέγοντα ερωτήματα έχουν από καιρό τεθεί και περιμένουν απαντήσεις. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία οικοδομήθηκε μεταπολεμικά στο πλαίσιο του κεϋνσιανού συμβιβασμού, ο οποίος εξασφάλισε συνθήκες αναπτυξιακής άνθησης και κοινωνικής ειρήνης. 
Το φιλικό αυτό περιβάλλον δεν υπάρχει πια. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιμετωπίζουν το φάσμα της ύφεσης, της λιτότητας και της ανεργίας. Σε αυτά πρέπει κανείς να προσθέσει και τη ραγδαία επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων, που υποσκάπτει τα θεμέλια του κοινωνικού κράτους, του πιο περίβλεπτου επιτεύγματος της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. 
Τούτων δοθέντων, υπάρχει ενεργός ρόλος για τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία;
 Ποιο μπορεί να είναι το πολιτικό της πρόγραμμα; Η καινούργια της αφήγηση, σε τι προσομοιάζει και πού αφίσταται από την παλιά; 
Ακανθώδη ερωτήματα, που δεν επιδέχονται εύκολες απαντήσεις. Πολύ περισσότερο, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, όπου άλλωστε ουδέποτε συνέτρεχαν οι ιδεώδεις οικονομικοπολιτικές προϋποθέσεις ευδοκίμησης ενός κράτους προνοίας εφάμιλλου των προηγμένων ευρωπαϊκών. Και όπου πλέον, διαγράφεται ένας μονόδρομος «μνημονιακών» πολιτικών, επικυρωμένων μάλιστα από τη συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.  
Προϋπόθεση έκτη: είναι ανάγκη να εκπονήσουμε ένα προοδευτικό πλαίσιο ελέγχου της υλοποίησης του τρίτου μνημονίου. Το πλαίσιο αυτό στηρίζεται στη βασική αρχή, ότι είναι πάντως εφικτή μια προοδευτική (ή έστω προοδευτικότερη) διαχείριση του περιοριστικού οικονομικού προγράμματος, σε σχέση με μια πιο ορθόδοξη, ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη εφαρμογή του. 
Είναι, σε τελευταία ανάλυση, εφικτή η ηπιότερη και δικαιότερη εκτέλεση όσων συνομολογήθηκαν με τους εταίρους-δανειστές. Αυτό αφορά προφανώς το σκληρό πυρήνα της δημοσιονομικής, οικονομικής και κοινωνικής εν γένει πολιτικής. 
Στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, στις αλλαγές στο συνταξιοδοτικό, στη φορολόγηση των εισοδημάτων και του πλούτου, στη σχέση αμέσων-εμμέσων φόρων, στη μέριμνα για τους αδύναμους, στις δαπάνες για το κοινωνικό κράτος, μπορεί κανείς να διακρίνει μια προοδευτική και μια συντηρητική αντίληψη. 
Στα πεδία αυτά πρέπει να διεκδικήσουμε λύσεις με γνώμονα την αρχή της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, η οποία δεν μπορεί να θυσιάζεται στο βωμό της τυφλής επίτευξης δημοσιονομικών δεικτών.
Προϋπόθεση έβδομη: στη διάκριση ανάμεσα σε προοδευτικές και συντηρητικές πολιτικές πρέπει να επιμείνουμε. Έστω και αν η χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας έχει παρέλθει, έστω και αν η χώρα τελεί υπό συνθήκες δημοσιονομικής πίεσης και καθεστώς μνημονίου, το τέλος της Πολιτικής δεν έχει επέλθει. 
Υπάρχει και σήμερα περιθώριο για την διατύπωση εναλλακτικών  προτάσεων αντιμετώπισης της κρίσης και εξόδου από αυτή. Η υπεράσπιση αυτής καθ’ εαυτήν της Πολιτικής, αποτελεί θεμελιώδη συλλογική μας υποχρέωση. Ιδίως τώρα, που τείνει να επικρατήσει η τάση άμβλυνσης μέχρις εξαφανίσεως των πολιτικών διαφορών και εκτόνωσής τους είτε σε ένα ανώτερο, υποτίθεται, επίπεδο, που υπερβαίνει την πολιτική αντιδικία είτε στο πολιτικά ουδέτερο γήπεδο του «μεσαίου χώρου». 
Τάση που εκπροσωπείται στο ελληνικό πολιτικό σύστημα από κομματικούς σχηματισμούς με όχι αμελητέα εκλογική καταγραφή. Η πρόταξη της εθνικιστικής ιδεολογίας ή, από την άλλη μεριά, του –θεσμικά κεκτημένου εν πολλοίς και μάλλον αυτονόητου- πολιτικού φιλελευθερισμού ή, ακόμα, η διαρκής αόριστη επίκληση των «μεταρρυθμίσεων», δεν μπορεί να υποκατασταθεί στη θέση της Πολιτικής. Και Πολιτική σημαίνει, πρωτίστως, σύγκρουση και αντιπαράθεση (εντός δημοκρατικού συνταγματικού πλαισίου βεβαίως), διακριτές και εν δυνάμει αντιτιθέμενες θέσεις για τη συγκρότηση και τη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας. Σημαίνει όμως και σύνθεση ή συνεννόηση, τις στιγμές που αυτό είναι κοινωνικά ή εθνικά αναγκαίο. Η σύνθεση όμως προϋποθέτει τη διαφορά.
Προϋπόθεση όγδοη: τα κόμματα, οι συλλογικότητες και τα ποικίλα ρεύματα ιδεών και σκέψης που ανήκουν στον δημοκρατικό σοσιαλιστικό χώρο πρέπει να διαμορφώσουν τους όρους σύγκλισής τους σε μια κοινή κοίτη. 
Η πρόσκληση για την ανασυγκρότηση του χώρου πρέπει να απευθύνεται πρωτίστως, όχι τόσο σε οργανωμένα σχήματα, όσο κυρίως προς την κοινωνία και τους πολίτες, όλους κατ’ αρχήν τους πολίτες, που τείνουν ευήκοον ους στις αρχές του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι αναγκαία και μια οργανωτική προπαρασκευή, ένας συντονισμός ανάμεσα σε εκπροσώπους κομμάτων και σχημάτων που ανήκουν στην ευρύτερη παράταξη και μετέχουν στην προσπάθεια. 
Το κρίσιμο όμως δεν είναι αυτό. Το κρίσιμο είναι, ο πολίτης να ακούσει έναν σύγχρονο, ριζοσπαστικό, προοδευτικό λόγο. Έναν λόγο, που θα απαντά στα προβλήματα και τις ανησυχίες του και θα προτείνει λύσεις κοινωνικά δίκαιες, μέσα στο πεπερασμένο δημοσιονομικά πλαίσιο. Έναν λόγο, ο οποίος όμως υπερβαίνει εν δυνάμει τη στενή κομματική του ένταξη ή την πρόσφατη εκλογική του προτίμηση. Αρκεί να μένει προσηλωμένος σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή αξιών. 
Τα υπόλοιπα, θα βρεθούν στην πορεία. Το εγχείρημα είναι ούτως ή άλλως δυναμικό. Ας διατυπώσουμε αυτό το λόγο. Ας ρίξουμε το σπόρο.     

  Προϋπόθεση ένατη: η ανασύσταση του δημοκρατικού σοσιαλιστικού χώρου πρέπει να γίνει υπόθεση ανοιχτών οριζόντων. Η σύμπραξη ΠΑ.ΣΟ.Κ. – ΔΗΜ.ΑΡ. -Κινήσεων Πολιτών στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Δεν πρέπει όμως να μείνουμε σε αυτό. Ούτε η σύμπραξη αυτή ούτε η τυχόν οργανική σύζευξη των παραπάνω κομμάτων εξαντλεί την προοπτική της ανασυγκρότησης. 
Όποια μορφή και αν λάβει τελικά, αποτελεί ένα υπόδειγμα, μια δοκιμή συνεύρεσης, πολιτικής επικοινωνίας και κοινής εκλογικής καθόδου όμορων πολιτικών δυνάμεων. Ένα καλό παράδειγμα αναδιάταξης ενός κατακερματισμένου χώρου και αύξησης της συνολικής του επιρροής. Η χρήση του μοντέλου αυτού πρέπει να γενικευθεί και να επικαλύψει όλο το δυνητικό εύρος της παράταξης. 
Το βλέμμα μας πρέπει άρα να στραφεί προς τον ορίζοντα. Μόνο έτσι θα συμπεριλάβει στην εικόνα και άλλες δυνάμεις, οργανωμένες ή ασύντακτες, ενεργές ή αδρανείς, ενταγμένες ή διάχυτες, πέραν εκείνων που συγκρότησαν τον αρχικό πυρήνα. Δυνάμεις που μπορούν να βρουν έκφραση μέσα σε ένα ευρύτερο και κατά τεκμήριο πολιτικά πιο αξιόπιστο και αξιόμαχο σχήμα. 
Διότι το ζήτημα δεν είναι να συγκολλήσει κανείς πολιτικά μορφώματα ή σπαράγματα κομματικών σχηματισμών, ούτε να αθροίσει απλώς ψηφοφόρους, που αισθάνονται άστεγοι ή αμήχανοι. Το ζήτημα είναι να οργανώσει πρωτογενώς έναν κοινωνικό και πολιτικό χώρο, με άξονα μια συνεγερτική πολιτική πρόταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου