Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Του Γιώργου Πινακίδη : ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ



Δύο μόλις μήνες μετά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση, η αποπομπή δύο βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας από τις κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων τους και η παραίτηση

 από το βουλευτικό αξίωμα άλλου σημαίνοντος στελέχους της, με αφορμή την αποστασιοποίησή τους στο θέμα των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, κλόνισε ισχυρά το κυβερνητικό σχήμα.  

Ο Πρωθυπουργός αναζητά επειγόντως ερείσματα σε άλλους πολιτικούς χώρους. Τεχνικά, επιχειρεί να ενισχύσει την οριακή πλέον κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην οποία στηρίζεται η κυβέρνησή του, με το φόβο περαιτέρω απωλειών ενόψει επικείμενων δύσκολων ψηφοφοριών στο Κοινοβούλιο (ασφαλιστικό, συντάξεις). Πολιτικά, επιδιώκει τη διεύρυνση της νομιμοποιητικής βάσης της πολιτικής που εφαρμόζει, δυνάμει της νέας συμφωνίας που συνήψε με τους εταίρους δανειστές, του λεγόμενου «τρίτου μνημονίου».   

Στο πρόσφατο παρελθόν, ανάλογες κρίσεις νομιμοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής αντιμετωπίστηκαν με την αξιοποίηση όλου του εύρους των συνταγματικών μέσων που παρέχει το θεσμικό οπλοστάσιο της Πολιτείας. Την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου το Νοέμβριο του 2011, ακολούθησε ο σχηματισμός της κυβέρνησης Παπαδήμου, χωρίς τη διάλυση της θητεύουσας τότε Βουλής. Εν συνεχεία, μετά την προσυμφωνημένη εκπνοή του βίου της κυβέρνησης εκείνης και τις «δίδυμες» εκλογές του 2012, σχηματίσθηκε η (τρικομματική αρχικώς και δικομματική στη συνέχεια) κυβέρνηση Σαμαρά. 
Οι εξελίξεις αυτές συνοδεύτηκαν από αθρόες διαγραφές βουλευτών και στελεχών, μεταβολές στις συνθέσεις των κοινοβουλευτικών ομάδων, μεταπηδήσεις σε άλλα κόμματα, δημιουργία νέων κομμάτων.

Την τελευταία ωστόσο περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επελέγη μια διαφορετική μέθοδος αντιμετώπισης των κρίσεων:  η συνεχής προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Σε αυτό συνέβαλε βεβαίως το γεγονός ότι εν τω μεταξύ τα πολιτικά δεδομένα έχουν αλλάξει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την εκλογική του εκτόξευση των τελευταίων χρόνων και τη μετατροπή του σε θεσμικό, εν δυνάμει κυβερνητικό, κόμμα, είναι ένας σχηματισμός ουσιαστικά νέος.
 Εξακολουθεί να ανήκει τυπικά στο χώρο της αριστεράς. Είναι φορέας, από τον Ιανουάριο του 2015 και εντεύθεν, μιας νωπής λαϊκής εντολής, έστω και αν, όταν του χορηγήθηκε, είχε σαφώς διαφορετικό πρόταγμα. Παρά τις διακυμάνσεις, τις παλινωδίες και τις –συχνά κραυγαλέες - αντιφάσεις της εφαρμοσμένης πολιτικής του σε σχέση με όσα κατά καιρούς επαγγέλθηκε, δείχνει να διατηρεί, ακόμα, τα σκήπτρα της ηγεμονίας στο πολιτικό σκηνικό.  

Εκμεταλλευόμενος την ευνοϊκή γι’ αυτόν συγκυρία, ενεργοποίησε με δική του πρωτοβουλία το εκλογικό σώμα τρεις φορές μέσα σε ένα έτος. Τον Ιανουάριο του 2015, προκαλώντας εκλογές με την άρνησή του να συμπράξει στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, διοργανώνοντας ένα πολλαπλώς αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα, και, τέλος, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ζητώντας έγκριση για την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και την υλοποίησή του. Την πρώτη φορά για την κατάληψη της εξουσίας, τις άλλες δύο για τη διατήρησή της και προς άντληση νομιμοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής.  

Είναι αμφίβολο ωστόσο, αν η ζητούμενη νομιμοποίηση παρασχέθηκε. Οι πολίτες επιβράβευσαν μεν τυπικά τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες, όπως προκύπτει από το αποτέλεσμα τόσο του δημοψηφίσματος, όσο και των τελευταίων εκλογών. Ωστόσο,  η μετατόπιση της θέσης του ΣΥΡΙΖΑ και η ανώμαλη προσγείωσή του στο πεδίο του κυβερνητικού πραγματισμού δε θα μπορούσε να γίνει χωρίς αναταράξεις. Ούτε τα φορτία του αντιμνημονιακού αντιπολιτευτικού λόγου έχουν εκτονωθεί, ούτε ο απόηχός του έχει κοπάσει. Το μνημόνιο αποδεικνύεται πραγματικά δύσπεπτο. Τυραννάει την πλειοψηφία. Αλλιώς δε θα βρισκόμασταν μπροστά σε νέα κυβερνητική κρίση, με τον κίνδυνο απώλειας της εμπιστοσύνης της Βουλής.
Τώρα βεβαίως τα περιθώρια έχουν στενέψει. Προφανώς, η αναγωγή στη λαϊκή κυριαρχία για την επίλυση ενός μείζονος πολιτικού ζητήματος ανήκει στη νομοτέλεια της δημοκρατίας. Η διάλυση της Βουλής με κυβερνητική πρωτοβουλία δεν μπορεί να αποκλειστεί στο πλαίσιο ενός κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, στο οποίο η κυβέρνηση στηρίζεται στην εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου. 
Επιπλέον, η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, προβλεπόμενη άλλωστε ρητώς από το Σύνταγμα, δεν αντιστρατεύεται ούτε αλλοιώνει, αλλά συμπληρώνει και ενισχύει τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, δηλαδή τη θεσμική οργάνωσή του ως έμμεσης κατ’ αρχήν δημοκρατίας. 

Η προσφυγή όμως στη λαϊκή ετυμηγορία δεν μπορεί να είναι, από πολιτική άποψη, ανεξάντλητη, ούτε βεβαίως «καθημερινή». Πάντως δεν προσφέρεται ως όχημα τακτικισμών ή ως μέσο αποφυγής της πολιτικής ευθύνης. Και σίγουρα δεν μπορεί να συγκαλύψει ή να εξαγνίσει την αθέτηση πρότερων πολιτικών δεσμεύσεων. 
Από την άλλη πλευρά, ευλόγως εγείρονται και αξιώσεις κυβερνητικής σταθερότητας, εφόσον η εντολή του εκλογικού σώματος, και ένα –κατά το μάλλον ή ήττον- σαφές περιεχόμενο έχει, και ένα επαρκές χρονικό πλαίσιο υλοποίησης θεσμικά συνεπάγεται. Δεν πρόκειται εδώ απλώς για εξουσιοδότηση, αλλά για εντολή διακυβέρνησης. Αυτή η εντολή δεν είναι θεμιτό ούτε να παρακάμπτεται ούτε να κονιορτοποιείται.    
Η αδυναμία συγκρότησης σταθερών και βιώσιμων κυβερνήσεων είναι  ενδημικό φαινόμενο της πολιτικής ζωής τη χώρας στη νέα εποχή που έχει εισέλθει, στην εποχή του «μνημονιακού κοινοβουλευτισμού». Από τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 έχουν συγκροτηθεί ήδη πέντε κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις (κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά, κυβερνήσεις Τσίπρα). 
Όλες, πλην της πρώτης, ήταν κυβερνήσεις συνεργασίας, ιδεολογικά ετερογενών κατά κανόνα, κομμάτων. Ο εκλογικός κύκλος έχει μικρύνει σημαντικά σε σχέση με ό,τι συνέβαινε πριν το 2010. Είναι ενδεικτικό, ότι από τις εκλογές του Μαΐου του 2012 και εντεύθεν και χωρίς να έχει ακόμα παρέλθει χρόνος ίσος προς μια (τετραετή) κοινοβουλευτική περίοδο, έχουν διεξαχθεί ήδη (συμπεριλαμβανομένης και της προαναφερόμενης εκλογής) τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις, έχει δε μεσολαβήσει επιπλέον και το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015.   
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο σχηματισμός των κυβερνήσεων συνεργασίας της τελευταίας περιόδου, δείχνει ότι το σύστημα διακυβέρνησης, μπορεί να έχει χάσει σε σταθερότητα, έχει όμως κερδίσει σε ευελιξία. Η ευελιξία όμως αυτή, όσο και αν σημαίνει έναν ικανοποιητικό βαθμό αυτορρύθμισης του κομματικού συστήματος, δεν είναι σίγουρο – κάθε άλλο μάλιστα – ότι εξασφαλίζει συνθήκες οικονομικής σταθερότητας και ασφαλούς επενδυτικού κλίματος, που τόσο έχει ανάγκη η χώρα.  
Ούτως ή άλλως όμως, μέσα στο τρέχον εύθραυστο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο και με δεδομένο τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων, η συγκρότηση κυβερνήσεων συνεργασίας φαίνεται να αποτελεί ενδογενή ροπή του πολιτικού συστήματος. Τόσο στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες, μετά από τις εκλογές κανένα κόμμα δεν διαθέτει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ δεν είναι επιθυμητή και η διενέργεια νέων εκλογών. 
Όσο και σε περιόδους αποδυνάμωσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας, καθώς η διεύρυνση της με τη συμμετοχή και άλλων κομμάτων, αφενός μεν διασφαλίζει τη συνέχιση του βίου της, αφετέρου δε επιμερίζει την ευθύνη λήψης άρα και το πολιτικό κόστος δυσβάστακτων αποφάσεων σε περισσότερες δυνάμεις. Διαφυλάσσεται, έτσι, υποτίθεται, το πολιτικό κεφάλαιο του βασικού κόμματος του κυβερνητικού συνασπισμού.   

Σε μια χώρα βεβαίως όπως η Ελλάδα, χωρίς κουλτούρα και ιστορικό βάθος πολιτικών συνεργασιών, η ικανότητα διακυβέρνησης παρόμοιων σχημάτων κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι. 
Ούτε οι προγραμματικές συμφωνίες, όταν υπάρχουν, είναι σαφείς και εμπεριστατωμένες, καρπός διεξοδικών και επίπονων διαπραγματεύσεων μεταξύ πολυμελών αντιπροσωπιών και εξειδικευμένων εκπροσώπων των συνεργαζόμενων κομμάτων, όπως συμβαίνει αλλού –οι σύντομες εξάλλου προθεσμίες των διερευνητικών εντολών δυσχεραίνουν εξ αντικειμένου αυτό το ενδεχόμενο. Ούτε -και αυτό δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα- οι όποιες κυβερνητικές συνεργασίες είναι άμοιρες πολιτικών σκοπιμοτήτων ή απώτερων στοχεύσεων των κομμάτων και των ηγεσιών τους.
 Αν μάλιστα κανείς συνεκτιμήσει και τη ρευστότητα που χαρακτηρίζει τα ελληνικά πολιτικά πράγματα καθώς και τα εμπειρικά δεδομένα από κυβερνήσεις συνεργασίας, δεν θα απέκλειε την εκτίμηση, ότι τα συνεργαζόμενα κόμματα, ανάλογα και με τη διακύμανση της συγκυρίας, μπορεί συχνά να έχουν (ή να εφευρίσκουν), μέσα από μια στενή θεώρηση του κομματικού συμφέροντος, περισσότερους λόγους να αποχωρήσουν, παρά να παραμείνουν σε μια κυβερνητική συνεργασία. Τυχόν απορρύθμιση εξάλλου της τελευταίας, εύσχημα μπορεί να αποδοθεί στη στάση άλλων κυβερνητικών εταίρων και να χρεωθεί σε αυτούς. 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αξιολογηθεί η –ορθή επί της αρχής-  πρόταση για τροποποίηση του εκλογικού νόμου, στην κατεύθυνση κατάργησης (ή μετριασμού) της ισχύουσας σήμερα, εις βάρος της αναλογικότητας και προς χάριν της κυβερνητικής σταθερότητας, πριμοδότησης του πρώτου κόμματος με 50 επιπλέον έδρες. Η διευκόλυνση αυτή του πρώτου κόμματος να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, μπορεί να ήταν ως ένα βαθμό δικαιολογημένη στο κλασικό μεταπολιτευτικό σχήμα εναλλαγής των δύο μεγάλων κομμάτων στην εξουσία και συγκρότησης μονοκομματικών κυβερνήσεων. 
Δεν συντρέχει όμως ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος σε ένα πολυκομματικό σκηνικό, με περισσότερα και μικρότερα κόμματα. Η εισαγωγή ενός αναλογικότερου εκλογικού συστήματος θα βελτίωνε το βαθμό αντιπροσωπευτικότητας του πολιτικού συστήματος και, από την άποψη αυτή, θα ήταν συνεπέστερη προς τη δημοκρατική αρχή, με την οποία είναι συνυφασμένη, ως αναπόσπαστο τμήμα της, η αντιπροσωπευτική αρχή.
 Επιπλέον, η κατάργηση (ή περικοπή) του bonus των 50 εδρών θα ενδυνάμωνε την κοινοβουλευτική δύναμη των μικρότερων κομμάτων και θα δυσχέραινε το σχηματισμό μονοκομματικών κυβερνήσεων. Αντιστοίχως, θα ωθούσε τα κόμματα σε κυβερνήσεις συνεργασίας, των οποίων η ποιότητα, η συνοχή και η αποτελεσματικότητα θα δοκιμάζονταν στις δεδομένες πάντως συνθήκες του εγχώριου πολιτικού συστήματος. 
Από μόνη της όμως η αλλαγή του εκλογικού νόμου δεν αρκεί. Μπορεί απλώς να προλειάνει θεσμικά το έδαφος. «Κύριοι» των συνεργασιών είναι τα πολιτικά κόμματα. Αυτά κρατούν στα χέρια τους τις συνεργασίες.
 Οφείλουν λοιπόν, κατανικώντας τον κακό μικροκομματικό εαυτό τους και ξεπερνώντας παραστάσεις άλλων εποχών, να συμφιλιωθούν με τις νέες συνθήκες, όχι του παροδικού, ας ελπίσουμε, «μνημονιακού κοινοβουλευτισμού», αλλά ενός «μετα-μεταπολιτευτικού κοινοβουλευτισμού», που υπαγορεύει ένα ανώτερο επίπεδο συνεννόησης και συνεργασίας, όταν τουλάχιστον οι περιστάσεις το επιβάλλουν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου