Στην τρέχουσα συζήτηση η ενίσχυση του δικαιοπολιτικής θέσης του προέδρου της Δημοκρατίας εγγράφεται στην προοπτική αντιστάθμισης της πρωθυπουργοκεντρικής λειτουργίας του πολιτεύματος. Η λειτουργία αυτή δεν οφείλεται τόσο στις επιταγές του συντάγματος. Είναι κυρίως αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης
κοινοβουλευτικής πρακτικής, που στηρίχθηκε καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο και έως πρόσφατα στην ύπαρξη μεγάλων κομμάτων με αρχηγική δομή και στη συγκρότηση ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων με επικεφαλής τους αρχηγούς των κομμάτων αυτών. Το φαινόμενο αυτό δημιουργούσε επικαλύψεις, συγχύσεις και ταυτίσεις έργων και ρόλων: κυβερνώντος κόμματος - κράτους, αρχηγού κυβερνώντος κόμματος - πρωθυπουργού κ.ο.κ. Χωρίς να παραγνωρίζονται οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν στην υπερσυγκέντρωση πρωθυπουργικής εξουσίας, ας σημειωθεί ότι οι παραπάνω συνθήκες δεν συντρέχουν, τουλάχιστον όχι με την ίδια ένταση, κατά την τελευταία περίοδο του “μνημονιακού κοινοβουλευτισμού”, που χαρακτηρίζεται από τον κατακερματισμό των πάλαι ποτέ μεγάλων κομμάτων και το σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας.Η επιδιωκόμενη αποδυνάμωση του ρόλου του πρωθυπουργού αναζητείται στη δημιουργία ενός θεσμικού αντίβαρου, ικανού να εξισορροπήσει τη δεσπόζουσα θέση του. Πρόκειται για την περίφημη θεωρία των ελέγχων και εξισορροπήσεων (checks and balances), η οποία διατυπώθηκε στο πλαίσιο της διάκρισης των εξουσιών, όπως τη δίδαξε ιδίως ο Μοντεσκιέ: Επειδή όποιος κατέχει την εξουσία ρέπει προς την κατάχρησή της, πρέπει “η εξουσία να αναχαιτίζει την εξουσία”. Είχε δε η διάκριση αυτή, όπως αρχικά διαμορφώθηκε, πολιτική προεχόντως σημασία. Αποτύπωνε, σε αναφορά προς το αγγλικό πολίτευμα της εποχής, τις θεσμικές ισορροπίες ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία, την οποία ενσάρκωνε ιστορικά ο βασιλιάς και στη νομοθετική εξουσία, που απαρτιζόταν από την Άνω Βουλή ως εκπρόσωπο της τάξης ευγενών και την Κάτω Βουλή ως αντιπρόσωπο του “λαού”, δηλαδή της ανερχόμενης τότε αστικής τάξης. Πίσω από τα κέντρα αυτά εξουσίας βρίσκονταν ετερογενείς κοινωνικές δυνάμεις. Η αμοιβαία εξισορρόπησή τους διασφάλιζε την ελευθερία και απέτρεπε την κατάχρηση εξουσίας.
Η μεταφορά της προβληματικής της εξισορρόπησης στο δικό μας πολίτευμα δια της ενδυνάμωσης του ρόλου του προέδρου της Δημοκρατίας μάς φέρνει αντιμέτωπους με τα εξής δεδομένα: η άμεση εκλογή του προέδρου από το λαό, δηλαδή από το ίδιο όργανο του κράτους που εκλέγει εμμέσως στις βουλευτικές εκλογές και τον πρωθυπουργό, δεν εξασφαλίζει την ετερογένεια της νομιμοποίησής του σε σχέση με εκείνη της κυβέρνησης. Πηγή νομιμοποίησης είναι και στις δύο περιπτώσεις το εκλογικό σώμα. Δεν λειτουργεί επομένως εδώ το σχήμα των αντίρροπων εξουσιών ως φορέων διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες εξισορροπούνται αμοιβαία. Κι όχι μόνον αυτό. Με την άμεση εκλογή, ιδίως αν αυτή συνδυάζεται, όπως θα ήταν αναμενόμενο, με αύξηση των αρμοδιοτήτων του προέδρου -αλλιώς τι νόημα έχει η εκλογή από το λαό;- εγκαθιδρύεται ένας παράλληλος μηχανισμός έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, ο οποίος, δια του κύρους τού απευθείας εκλεγόμενου από το λαό προέδρου, θα μπορούσε να αντιταχθεί στη βούληση της κυβέρνησης, από το λαό επίσης εκλεγμένης. Θα είχαμε δηλαδή έναν δυισμό της λαϊκής κυριαρχίας, χωρίς μάλιστα ελλείψει συνταγματικού δικαστηρίου διαδικασία διευθέτησης των όποιων διαφορών μεταξύ κυβέρνησης-πρωθυπουργού από τη μία πλευρά και προέδρου της Δημοκρατίας από την άλλη. Τα θεσμικά αντίβαρα θα έπρεπε λοιπόν να αναζητηθούν αλλού.
*Ο Γιώργος Πινακίδης είναι δικηγόρος, διδάκτωρ Νομικής
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου