Το ελληνικό ζήτημα δεν είναι συμβατικό. Δεν αφορά την κάπως καλύτερη ή την κάπως χειρότερη διαχείριση μιας δεδομένης πολιτικής, αυτής του μνημονίου τρία, δεν αφορά κάποια φορολογική και ασφαλιστική ελάφρυνση σε σύγκριση με κάποια ακόμη φορολογική επιβάρυνση ή κάποια περαιτέρω περικοπή συντάξεων.
Το ελληνικό ζήτημα είναι ο υπαρκτός δυστυχώς κίνδυνος της κατάρρευσης της χώρας. Μιας χώρας που είχε καταφέρει να πετύχει το 2014 θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, πρωτογενή πλεονάσματα, δοκιμαστική έξοδο στις αγορές ομολόγων, αισθητή βελτίωση του οικονομικού κλίματος και τελικά την απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου 2014 για μετάβαση από το καθεστώς του μνημονίου στο καθεστώς της προληπτικής πιστωτικής γραμμής με χρηματοδοτική στήριξη της τάξης των 10 - 20 δις ευρώ καθώς είχε συμφωνηθεί από το 2012 συμπληρωματική παρέμβαση στο χρέος μόλις η Ελλάδα πετύχαινε πρωτογενές πλεόνασμα.
Είναι υποχρέωση μας να αποτρέψουμε τον κίνδυνο της οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής κατάρρευσης της χώρας, να επεξεργαστούμε και να προτείνουμε την εθνική στρατηγική της ασφαλούς και οριστικής εξόδου από την κρίση. Υποχρέωση πατριωτική που μας βαρύνει ως πολίτες ανεξαρτήτως οποιασδήποτε άλλης ιδιότητας. Για να το πετύχουμε όμως αυτό πρέπει να έχουμε πλήρη συνείδηση της κατάστασης χωρίς ίχνος εξωραϊσμού ή αφέλειας.
Είκοσι μήνες μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, μετά το τραγικό πρώτο εξάμηνο, την επιστροφή των 11 δις του ΤΧΣ, την άπρακτη λήξη του δεύτερου προγράμματος που σήμαινε απώλεια τουλάχιστον 6 δις από την επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης από τα χαρτοφυλάκια τους ελληνικών ομολόγων, μετά το εξ υφαρπαγής δημοψήφισμα, τα capital controls, την μεταστροφή της κυβέρνησης, την όπως όπως συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο και ένα νέο δάνειο 86 δις, τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, η Ελλάδα παλεύει ξανά με την ύφεση και αναζητά ξανά μικρά πρωτογενή πλεονάσματα.
Η χώρα ασχολείται με το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης που καθυστέρησε σχεδόν ένα χρόνο, με την έναρξη της δεύτερης αξιολόγησης, τα προαπαιτούμενα, το υπερταμείο που δεν είχε γίνει δεκτό από καμία ελληνική κυβέρνηση μέχρι το 2015 και το οποίο θα ελέγχει όλο το δημόσιο τομέα, τις επιλογές της Φρανκφούρτης για τις διοικήσεις των τραπεζών, το χαρτοφυλάκιο των οποίων έχασε το δημόσιο στην τελευταία ανακεφαλαιοποίηση και κυρίως τα κόκκινα δάνεια και το πάντα χαμηλό δυστυχώς ύψος των καταθέσεων που δεν επιστρέφουν.
Τώρα, μετά την μακρά περιπλάνηση στις θεωρίες του «επονείδιστου» χρέους, των «μονομερών» ενεργειών και του «καταστροφικού» PSI, η κυβέρνηση αναζητά επιτέλους λύση για το χρέος ως συνέχεια και συμπλήρωμα αυτών που κάναμε το 2012, αυτών που προσπάθησε να απαξιώσει επί πέντε ολόκληρα χρόνια με χυδαία ψέματα και ωμές ανοησίες.
Παράλληλα η χώρα βρίσκεται στη μέγγενη του προσφυγικού, όμηρος μαζί με χιλιάδες εγκλωβισμένους πρόσφυγες μιας εύθραυστης συμφωνίας ΕΕ - Τουρκίας.
Το χειρότερο είναι ότι η χώρα βρίσκεται πλέον υπό καθεστώς θεσμικής δοκιμασίας. Δικαιοσύνη, ΜΜΕ, ανεξάρτητες αρχές, ανοικτές συγκρούσεις επιχειρηματικών συμφερόντων κάποια από τα οποία έχουν την απροκάλυπτη εύνοια της κυβέρνησης. Οι τηλεοπτικές άδειες και η εσωτερική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης συγκροτούν ένα κοινό ολισθηρό πεδίο για τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου.
Όλα δε αυτά εξελίσσονται πλέον σε ένα πολύ πιο δύσκολο και αβέβαιο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Brexit, ποικίλες μορφές ευρωσκεπτικισμού, δύσκολες εκλογικές συγκυρίες για τις κυβερνήσεις πολλών κρατών - μελών με πρώτες τη γερμανική και τη γαλλική, αδυναμία ανάληψης υπερβατικών πρωτοβουλιών που συνεπάγονται οικονομική αναδιανομή στο εσωτερικό της ΕΕ. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο αμερικανοσκεπτικισμός δεν φτάνει μόνο μέχρι τις προεδρικές εκλογές, θα έχει ούτως ή άλλως συνέχεια.
Η θεωρία της αυτόματης ανάκαμψης, του συμπιεσμένου ελατηρίου που θα εκτιναχθεί από το 2017, στην οποία οικοδόμησε την παρουσία του στη ΔΕΘ ο κ. Τσίπρας, θα είχε ίσως νόημα αν το ελατήριο δεν είχε ξεχαρβαλωθεί με τους χειρισμούς του εξαμήνου Ιανουάριος - Ιούλιος 2015 και τις ανακολουθίες από τότε μέχρι σήμερα. Τίποτα δεν θα γίνει αυτόματα και εύκολα.
Τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς ένα ολοκληρωμένο σχέδιο:
- επαναδιαπραγμάτευσης με τους εταίρους,
- κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών μετά το 2018,
- αποτροπής της ανακύκλωσης της χρηματοπιστωτικής πτυχής της κρίσης,
- και κυρίως κινητοποίησης των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου.
Πρέπει να θεωρήσουμε την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ ως κώδωνα κινδύνου.
Ας εξειδικεύσουμε τις παρατηρήσεις αυτές και ας δούμε την προβολή της σημερινής κατάστασης στο προσεχές μέλλον με τη μορφή δέκα θέσεων.
* Θέση πρώτη: Η χώρα δεν κινδυνεύει πλέον από ασύντακτη χρεοκοπία και Grexit παλιού τύπου, κινδυνεύει όμως από τη μιζέρια της στασιμοχρεοκοπίας εντός ευρώ, ακόμη και μετά από μια γενναιόδωρη συμπληρωματική παρέμβαση στο χρέος που έχει συμφωνηθεί από το 2012 και η οποία θα το μειώσει ακόμη περισσότερο ως παρούσα αξία, θα εξομαλύνει τις λήξεις και θα περιορίσει ακόμη περισσότερο τις χρηματοδοτικές ανάγκες για τόκους και χρεολύσια. Ο κίνδυνος βρίσκεται πρωτίστως στην πιθανότητα μιας σοβαρής ανακύκλωσης της χρηματοπιστωτικής κρίσης που θα επηρεάσει τις προοπτικές επανόδου της χώρας στις αγορές και θα καταστήσει πολύ δύσκολη την επίτευξη των αναγκαίων ρυθμών ανάπτυξης. Βρίσκεται όμως και στην πιθανότητα να έχει μεταβληθεί επί τα χείρω το ευρωπαϊκό τοπίο στα μέσα του 2018, στη λήξη δηλαδή του μνημονίου τρία στο οποίο οδήγησε τη χώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Στην πιθανότητα οι Ευρωπαίοι εταίροι λόγω δικών τους προβλημάτων να αδιαφορούν για την Ελλάδα.
Τους τελευταίους είκοσι μήνες είχαμε μια δραματική οπισθοχώρηση από το κεκτημένο του Δεκεμβρίου 2014 και μια εντυπωσιακή διάψευση όλης της αντιμνημονιακής δημαγωγίας. Όμως κάθε άλλο παρά έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις της υπέρβασης, της οριστικής εξόδου από το σπιράλ της κρίσης.
Αυτό συμβαίνει γιατί σε καμία χώρα δεν υπάρχει μέλλον χωρίς να τακτοποιηθούν οι σχέσεις με το παρελθόν. Πρόκειται για ζήτημα ιστορικής αυτοσυνειδησίας και αντίληψης της ελληνικής κοινωνίας που ακόμη δεν έχει αποδεχθεί με την ευρύτατη συναίνεση που αξιώνει το προφανές. Αναφέρομαι σε απλές και θεμελιώδεις αλήθειες:
- ότι η κρίση έφερε το μνημόνιο και όχι το μνημόνιο την κρίση,
- ότι δεν θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί η ένταξη σε μνημόνιο αν η ΕΛΣΤΑΤ δεν κατέγραφε έλλειμμα του 2009 στο 15,4 % του ΑΕΠ αντί του 13,6 με το οποίο συντελέστηκε η ένταξη στο πρώτο μνημόνιο ,
- ότι δεν θα μπορούσαν να γίνουν μονομερείς ενέργειες για το δημόσιο χρέος χωρίς αυτό να οδηγεί σε ασύντακτη χρεοκοπία,
- ότι το Grexit αποδείχθηκε πως ήταν απειλή για την Ελλάδα και όχι για τους εταίρους της ευρωζώνης,
- ότι η παρέμβαση στο χρέος το 2012 (PSI και OSI) ήταν το μεγαλύτερο κούρεμα χρέους διεθνώς και διαχρονικά,
- ότι δεν μπορούμε να πιστεύουμε πως οι Ευρωπαίοι φέρθηκαν και φέρονται εχθρικά στην Ελλάδα για να την «εκμεταλλευθούν» έχοντας δώσει δάνεια με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους περίπου 300 δις ευρώ και στηρίζοντας συνεχώς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μέσω της ΕΚΤ.
* Θέση δεύτερη: Η μετάβαση από την «συμβατική» στη δήθεν ριζοσπαστική πολιτική τον Ιανουάριο του 2015 και η άγαρμπη και αμφίθυμη μεταστροφή τον Ιούλιο του 2015 είχε ανυπολόγιστα μεγάλο κόστος για την οικονομία και γενικότερα για τη χώρα. Σε αντίθεση με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα και οδήγησε στην υπαναχώρηση του τρίτου μνημονίου τα υφιστάμενα, δηλαδή τα «παλιά» πολιτικά συστήματα οδήγησαν τις άλλες χώρες που εντάχθηκαν σε μνημόνια στην έξοδο από αυτά: Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος.
* Θέση τρίτη: Τα πράγματα γίνονται δυστυχώς ακόμη πιο δύσκολα ενόψει του 2018 λόγω της κρίσης της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στην οποία αναφερθήκαμε.
Κυρίως όμως λόγω της οικονομικής και κοινωνικής κόπωσης που προκαλεί η διάψευση επιπόλαιων προσδοκιών. Η φοροδοτική ικανότητα μειώνεται σταδιακά ενώ αυξάνει η φορολογική επιβάρυνση. Η εθνική αποταμίευση μειώνεται. Η έλλειψη ρευστότητας εντείνεται. Πραγματική πιστωτική επέκταση δεν υπάρχει πέραν της αναδιάρθρωσης και αναχρηματοδότησης υφιστάμενων δανείων. Το πρόβλημα των κόκκινων δανείων και της μη εξυπηρετούμενης έκθεσης εντείνεται λόγω και των κάκιστων χειρισμών της κυβέρνησης. Η εσωτερική αμφιθυμία ως προς τις ξένες επενδύσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις τροφοδοτεί την επιφυλακτικότητα των αγορών. Ακούσαμε την τοποθέτηση του κ. Μπαλτά για το Ελληνικό !
Επιπλέον ο δημόσιος βίος κυριαρχείται από την όξυνση του θεσμικού ζητήματος. Η έκφραση «This is a coup» αποκτά δυστυχώς απτό περιεχόμενο με αυτά που, όπως είπαμε, συμβαίνουν με τη Δικαιοσύνη, τις ανεξάρτητες αρχές, τις τηλεοπτικές άδειες, την Τράπεζα Αττικής, τις επιθέσεις στον Διοικητή της ΤτΕ.
* Θέση τέταρτη: Στη ΔΕΘ φάνηκε πολύ καθαρά ότι δεν υπάρχει σχέδιο της κυβέρνησης για το μέλλον. Το δόγμα της κυβέρνησης είναι «Πάμε καλά θα πάμε καλύτερα». Αναφέρθηκα ήδη στο ξεχαρβαλωμένο δυστυχώς ελατήριο που αντικρούει τη βολική θεωρία της αυτόματης ανάπτυξης και του rebound λόγω ανόδου του οικονομικού κύκλου.
Τα πέντε βήματα που παρουσίασε ο κ. Τσίπρας δεν συνιστούν σχέδιο. Είναι ένα συνονθύλευμα αναγκαστικών πρακτικών κινήσεων, ευχών που απορρέουν από τους μηχανισμούς οικονομικής διακυβέρνησης της ευρωζώνης και αναπόδεικτων ταυτολογιών.
Αναγκαστικές κινήσεις είναι το κλείσιμο της πρώτης και της δεύτερης αξιολόγησης. Αναγκαστική κίνηση είναι να ζητηθούν και να δοθούν οι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος στο πλαίσιο της συμφωνίας του 2012 και ως συμπλήρωμα του μεγάλου κουρέματος του 2012 σε ονομαστική αξία και σε παρουσία αξία. Δυστυχώς όμως ενώ το 2012 είχαμε συμφωνήσει να δοθούν οι πρόσθετες παραμετρικές βελτιώσεις μόλις θα εμφανίζαμε πρωτογενές πλεόνασμα, τώρα με βάση όσα συμφώνησε ο κ. Τσίπρας τον Ιούλιο του 2015, οι παραμετρικές βελτιώσεις συνδέονται με την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου και θα δοθούν με σκληρούς όρους, δηλαδή με τέταρτο μνημόνιο και όχι όπως δόθηκαν, προκαταβολικά, το 2012.
Συνακόλουθη πρακτική κίνηση είναι και η ένταξη της χώρας μας στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης που έχει όμως νόημα κυρίως όταν η Ελλάδα εκδώσει ξανά ομόλογα, δηλαδή όταν επανέλθει στις αγορές για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες σε συνδυασμό με τις αναμενόμενες παραμετρικές βελτιώσεις στο χρέος.
Από εκεί και πέρα έχουμε ταυτολογικές ευχές όπως ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης του 2017 και μετά ο παράδεισος της «δίκαιης ανάπτυξη» . Προφανώς «καλύτερα υγιής και πλούσιος παρά φτωχός και άρρωστος».
* Θέση πέμπτη: Ο αυτοματισμός, η μοιρολατρία και η συνωμοσιολογία δεν οδηγούν πουθενά αλλού παρά μόνον στην ανακύκλωση της κρίσης. Αυτό συνδέεται με την καταστροφή των ανακλαστικών της κοινωνίας λόγω ακατάσχετης αντιμνημονιακής δημαγωγίας. Αυτό οδηγεί τώρα στον κίνδυνο μιας κοινωνίας χαμηλών προσδοκιών. Μιας κοινωνίας φοβισμένης και φοβικής.
Στον κίνδυνο μιας μισαλλόδοξης αντιαναπτυξιακής κοινωνίας. Η μισαλλοδοξία δεν έχει σχέση με την ταξική πάλη και τις κοινωνικές ανισότητες αλλά με τη δημαγωγική θεωρία του χαμένου παραδείσου της κατά τα άλλα φαύλης μεταπολίτευσης.
Αν ο κ. Τσίπρας πιστέψει την αφήγησή του και περιμένει την αυτόματη οικονομική ανάκαμψη για να την κεφαλαιοποιήσει πολιτικά, θα οδηγηθεί η μεν χώρα στην πλήρη ανακύκλωση της κρίσης, αυτός δε σε εκλογές υπό διαλυτικές συνθήκες.
* Θέση έκτη: Για να συγκροτηθεί μια εθνική στρατηγική πρέπει να διαμορφωθούν καταρχάς οι προκαταρκτικές προϋποθέσεις της: κοινωνικές και πολιτικές.
Θεμελιώδης προϋπόθεση είναι να αποδεχθεί η κοινωνία το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα επειδή αυτό διασφαλίζει ανάπτυξη, απασχόληση, προοπτική, αναδιανομή του πλεονάσματος που μπορεί να παραχθεί. Πρέπει συνεπώς να βγουν στο προσκήνιο οι δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας. Να μη παραιτηθεί από τον αγώνα προστασίας της θέσης της η μεσαία τάξη. Να ξεπεραστεί η ηττοπάθεια, ο μιζεραμπιλισμός. Να ανακοπούν οι νέες ροπές προς αρχαϊκές μορφές ευρωσκεπτικισμού.
Πρέπει να κυριαρχήσουν στη δημόσια συζήτηση τα πραγματικά διακυβεύματα. Να ανακοπεί η αντισυστημική τύφλωση. Να προκύψει δημοκρατικά, μέσω εκλογών, μια άλλη κυβέρνηση στην οποία να μετέχουν όσοι αποδέχονται το πλαίσιο της αλήθειας και της ιστορικής συνευθύνης. Αυτές είναι οι Δημοκρατικές και ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Καθήκον της Δημοκρατικής Παράταξης είναι να διατυπώσει το στρατηγικό αυτό πλαίσιο. Η συμφωνία γύρω από αυτό προσδιορίζει το εύρος και τους εταίρους της αναγκαίας κυβερνητικής συνεργασίας.
Η θεωρία της μονοκομματικής αυτοδυναμίας είναι μια επικίνδυνη φενάκη που δείχνει αδυναμία πραγματικής κατανόησης του μεγέθους των προβλημάτων.
Εξίσου επικίνδυνη είναι και η αμηχανία της συμψηφιστικής ουδετερότητας που αφήνει σε κάποιους άλλους την πρωτοβουλία των κινήσεων και την ευθύνη της διαχείρισης ιστορικών προκλήσεων. Πρέπει πρώτοι εμείς να θυμόμαστε τον σκληρό και άνισο αγώνα που δώσαμε έως τον Ιανουάριο του 2015. Να μη χαρίζουμε σε άλλους τη δική μας προσπάθεια.
Η χώρα χρειάζεται μια κυβέρνηση με προγραμματική συνοχή, και συνείδηση ιστορικής ευθύνης.
Χρειάζεται όμως και ευρύτατες κοινοβουλευτικές συναινέσεις ως προς το στρατηγικό πλαίσιο και ως προς κρίσιμες εμβληματικές μεταρρυθμιστικές επιλογές.
Χρειάζεται συστράτευση των πολιτικών και των παραγωγικών δυνάμεων που αποδέχονται το ευρωπαϊκό μεταρρυθμιστικό πρόταγμα σε μια εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης.
Κανένα κόμμα που είχε μικρή ή μεγάλη συμμετοχή στην ευθύνη της διαχείρισης της κρίσης σε κάποια φάση της δεν δικαιούται να κρυφτεί στον κρυψώνα μιας δήθεν νέο – αντιμνημονιακής και νέο - αντισυστημικής δημαγωγίας.
Το πλαίσιο αυτό προφανώς δεν θίγει, αντιθέτως προϋποθέτει και ενισχύει, την αυτονομία και τον διακριτό χαρακτήρα των πολιτικών παρατάξεων που υπάρχουν όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Δυστυχώς ακόμη και ως προς το ζήτημα αυτό που είναι ζήτημα ταυτότητας και ιδεολογικοπολιτικής αξιοπρέπειας ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ούτε έρμα ούτε φραγμό. Με τον κ. Καμμένο και επικουρικά με τον κ. Λεβέντη στο εσωτερικό. Με την Ευρωπαϊκή Αριστερά στις ευρωεκλογές και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Με τον κ. Ολάντ και τον κ. Ρέντσι στην άγρα σοσιαλδημοκρατικών εντυπώσεων. Ό,τι να ναι, όπως να ναι, αρκεί να μένουν στην εξουσία που θα τους φάει.
* Θέση έβδομη: Είναι απολύτως αναγκαίο να επιδιωχθεί και να επιτευχθεί επαναδιαπραγμάτευση του δημοσιονομικού και μακροοικονομικού πλαισίου με αξιόπιστο, στοχευμένο και συγκεκριμένο τρόπο. Αυτό όμως προϋποθέτει, πρώτον, μια άλλη κυβέρνηση που θα προτείνει στους εταίρους ένα γενναίο trade off δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής. Δημοσιονομικός χώρος έναντι γενναίων διαρθρωτικών αλλαγών που μπορούν να δώσουν ώθηση στην ελληνική οικονομία.
Ο αναγκαίος δημοσιονομικός χώρος, το fiscal space, με προσαρμογή του επιδιωκόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος - για το όποιο μιλώ συνεχώς από το 2013 - μπορεί να βρεθεί μόνον όταν όλοι αντιληφθούν και συνομολογήσουν το πώς προέκυψαν οι αριθμητικοί στόχοι της μελέτης βιωσιμότητας του χρέους ( DSA ) ως προς τον αριθμητή (πρωτογενές πλεόνασμα) και ως προς τον παρονομαστή ( ρυθμός ανάπτυξης ). Μια μελέτη βιωσιμότητας του χρέους όχι σε ονομαστικούς όρους αλλά σε παρούσα αξία και με βάση τις χρηματοδοτικές ανάγκες μετά και τις αναμενόμενες παραμετρικές βελτιώσεις, θα καθιστούσε αποδείξιμη τη δυνατότητα μείωσης του αριθμητικού στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος. Αυτός ήταν ο σχεδιασμός μας από το 2012. Αυτόν υπονόμευσε η σημερινή κυβέρνηση. Σε αυτόν πρέπει να επανέλθουμε.
Δεν αρκεί συνεπώς να λέμε πρωτογενές πλεόνασμα 2% και όχι 3,5, όπως δεν αρκεί να λέμε ότι απαιτείται ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης 4%. Το θέμα είναι πώς μπορούμε να τα πετύχουμε αυτά.
Όλα ξεκινούν συνεπώς από την αναγνώριση της τεράστιας μείωσης του χρέους σε παρούσα αξία που επιτεύχθηκε το 2012 και την ορθή απεικόνιση του χρέους. Πάνω σε αυτό θα στηριχθεί η συμπληρωματική μείωσή του σε παρούσα αξία ( με εξομάλυνση λήξεων, παράταση περιόδου χάριτος, επέκταση μέσης διαρκείας, ρήτρα ευνοϊκότερου κάθε φορά επιτοκίου μεταξύ σταθερού και κυμαινόμενου). Όταν επιτευχθεί αυτό θα είναι πολύ ευκολότερη και η προστατευμένη έξοδος στις αγορές και η υπαγωγή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ( QE ) της ΕΚΤ.
Τα παραπάνω βήματα θα επιτρέψουν μια πιο φιλική για την ανάπτυξη, την απασχόληση και την πραγματική οικονομία, προσέγγιση της φορολογικής πολιτικής με μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης ( ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ στην εστίαση, συντελεστές φορολογίας κοκ ) ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω διόγκωση της παραοικονομίας και η εντεινόμενη δυσκολία στην είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Αποκτά έτσι νόημα και η προσπάθεια περιορισμού των Δημόσιων δαπανών που έχουν φτάσει στο 55 % ΑΕΠ.
Δεν αρκεί ως σχέδιο μια δημοσιονομικά ουδέτερη εξίσωση: πχ μείον 2 δις φορολογικά έσοδα κεντρικής κυβέρνησης, μείον 2 δις δαπάνες κεντρικής και γενικής κυβέρνησης. Πρέπει όλα να ανάγονται σε ένα ολοκληρωμένο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πρόγραμμα, σε μια αλλού τύπου DSA, στην κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών μετά το 2018.
Αυτά πρέπει να καταστούν περιεχόμενο μιας αξιόπιστης νέου τύπου συμφωνίας με τους εταίρους. Όπως αυτή που επιδιώκαμε πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Από τότε χάθηκε πολύτιμος εθνικός χρόνος και έδαφος. Προκλήθηκε τεράστια βλάβη που πρέπει να αγωνιστούμε να επανορθώσουμε.
* Θέση όγδοη: Πρέπει να υπάρξει ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή παρέμβαση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων / (NPLs). Αλλά και της μη εξυπηρετούμενης έκθεσης ( NPEs) και της επίπτωσης που μπορεί να υπάρχει (moral hazard) στα εξυπηρετούμενα δάνεια από μια ευνοϊκότερη μεταχείριση των μη εξυπηρετουμένων. Το σημαντικότερο όμως είναι να επιδιωχθεί- ειδικά για την περίπτωση μας και ανεξαρτήτως του πώς θα προχωρήσει η Τραπεζική Ένωση- η ευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες με στόχο την επιστροφή καταθέσεων, την ενθάρρυνση της Εθνικής Αποταμίευσης και την αποφυγή τυχόν νέας ανακεφαλαιοποίησης.
* Θέση ένατη: Τα προηγούμενα σημεία επιτρέπουν μια πιο ριζοσπαστική και ρεαλιστική ταυτόχρονα προσέγγιση της κατάστασης και των δυνατοτήτων της πραγματικής οικονομίας. Δεν αρκεί να διαπιστώνουμε πχ ότι απαιτούνται επενδύσεις 100 δις τα επόμενα 5 χρόνια. Αυτό δεν επιτυγχάνεται χωρίς ρευστότητα. Χωρίς ενεργές τράπεζες που λειτουργούν μέσα στην πραγματική οικονομία. Πρέπει να θέσουμε ως στόχο την ίδρυση και εγκατάσταση ειδικής Θυγατρικής της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων στην Ελλάδα. Η αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών δανείων έχει νόημα μόνο ως αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων. Η δε διαχείριση των μη εξυπηρετουμένων στεγαστικών δανείων πρέπει να έχει ως στόχο την προστασία της πρώτης κατοικίας αλλά και την αναβίωση της αγοράς κατοικίας. Μπορούμε έτσι να συνδέσουμε τις τραπεζικές χρηματοδοτήσεις με μη τραπεζικά επενδυτικά κεφάλαια (ΠΔΕ , ΣΔΙΤ για υποδομές, πρωτίστως το νέο ΕΣΠΑ και το πακέτο Γιούνκερ) επιδιώκοντας μια αναπτυξιακή μόχλευση. Μαζί με τις ιδιωτικοποιήσεις, τις άμεσες ξένες επενδύσεις, τη στήριξη της γνήσιας επιχειρηματικότητας όλων των επιπέδων.
Αυτό το πλαίσιο μπορεί να διασφαλίσει την κινητοποίηση και την συμφωνία των εθνικών δημιουργικών δυνάμεων. Να διασώσει τα μεσαία στρώματα. Κάτι που είναι ζήτημα και ανάπτυξης αλλά και δημοκρατίας. Να αξιοποιήσει τις ενδογενείς αναπτυξιακές δυνατότητες που είναι η γη και άνθρωποι. Να αναδείξει κοιτάσματα απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα και τη βιομηχανία τροφίμων, τον Τουρισμό, την Ενέργεια, τις υπηρεσίες, την έρευνα και ανάπτυξη. Να δώσει κίνητρα επιστροφής στους νέους που έφυγαν στο εξωτερικό .
* Θέση δέκατη: Για να γίνουν όμως όλα αυτά απαιτείται ένα κανονικό κράτος. Με τη Βουλή, την Κυβέρνηση, τον ΠτΔ, τη Δικαιοσύνη, τις Ανεξάρτητες Αρχές να λειτουργούν στο πλαίσιο του Συντάγματος. Με δημοκρατικούς θεσμούς και εγγυήσεις του κράτους δικαίου που δεν υπονομεύονται.
Με ένα εκπαιδευτικό σύστημα απελευθερωμένο από τα δεσμά του κομματισμού, του συντεχνιασμού και της αρχής της ήσσονος προσπαθείας.
Με ένα Κοινωνικό κράτος αναπτυξιακό και ευφυές που βρίσκει νέες λύσεις όπως τα επαγγελματικά ταμεία.
Με μια φιλοεπενδυτική Δημόσια διοίκηση και μια Αυτοδιοίκηση έτοιμη για πρακτικές πρωτοβουλίες ανάπτυξης σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα.
Με μια διορατική δημογραφική πολιτική που στοχεύει στην αύξηση των πρώτων και δεύτερων παιδιών πέρα από τα κλασικά μέτρα στήριξης των πολυτέκνων και τρίτεκνων.
Με εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Με προσφυγική και μεταναστευτική πολιτική που προηγείται και δεν έπεται των καταστάσεων που δημιουργούνται.
Κυρίως όμως με ενεργούς πολίτες που έχουν συνείδηση του παρελθόντος και γνήσια αγωνία για το μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου