Τα «Παιχνίδια Εξουσίας» παρουσιάζουν σήμερα την ομιλία-πλατφόρμα του Χάρη Καστανίδη στην
τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΙΝΑΛ.
«Το Κίνημα Αλλαγής διαθέτει προγραμματικές διακηρύξεις. Δεν διαθέτει ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα και πρέπει να τη συγκροτήσει ταχέως» διαμηνύει ο πρώην υπουργός, ζητώντας το κόμμα «να καταστήσει σαφείς τις ιδεολογικές και προγραμματικές αρχές που το διαχωρίζουν από την ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ».
Ο Χάρης Καστανίδης ασκεί σκληρή κριτική στην αλλαγή θέσης των σοσιαλιστικών κομμάτων (σαφώς και στο ΠΑΣΟΚ επί Κώστα Σημίτη) στην δεκαετία του ’90 τονίζοντας ότι αυτό που πέτυχαν ήταν μια «διόρθωση» της Δημοκρατίας στις ανάγκες της αγοράς και το εκλογικό τίμημα για την σοσιαλδημοκρατία υπήρξε υψηλό.
«Εμείς οι Έλληνες και οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές-προειδοποιεί- πρέπει να μιλήσουμε και πάλι για τη ρύθμιση των αγορών, να επαναδιατυπώσουμε το δημοκρατικό αίτημα, αποκαθιστώντας τη σχέση αγοράς και Δημοκρατίας. Θα ανακάμψουμε, όταν απαντήσουμε στον οικονομικό "εξτρεμισμό" της παγκοσμιοποίησης. Όταν επιχειρήσουμε εκ νέου τη "διόρθωση" των αγορών προς τις ανάγκες της Δημοκρατίας και της κοινωνίας. Όταν μετατρέψουμε το πρωτείο της οικονομίας σε πρωτείο της πολιτικής, μέσω του δημοκρατικού επανελέγχου των εθνικών αποφάσεων. Γιατί, αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει κανένα κράτος δικαίου».
ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΟΜΙΛΙΑ-ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗ ΣΤΗΝ ΚΕ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:
«Κίνημα Αλλαγής: Ιδεολογία, Πολιτική και Ταυτότητα.
Το Κίνημα Αλλαγής είναι ο πολιτικός φορέας του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Δυσκολεύομαι, ωστόσο, να αναγνωρίσω στον εκφωνούμενο από τα ηγετικά του κλιμάκια δημόσιο λόγο και στη συναφή πρακτική τους τα στοιχεία της ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας ενός τέτοιου φορέα.
Η ιδεολογική ταυτότητα και οι προγραμματικές αρχές ενός κόμματος πρέπει να είναι αμέσως αναγνωρίσιμες από την κοινωνία των πολιτών, αν θέλει το κόμμα αυτό να υπάρχει με ελπιδοφόρα προοπτική μέσα στο χρόνο. Δεν αρκεί να είσαι ο κληρονόμος μιας μεγάλης δημοκρατικής παράταξης που άλλαξε τη μοίρα της χώρας. Άλλωστε, περιέργως πως, εμφανίζονται εσχάτως και άλλοι όψιμοι κληρονόμοι του ΠΑΣΟΚ, έστω κι αν υπήρξαν καθολικοί υβριστές του. Πρέπει να είσαι και η παρούσα, ζωντανή ελπίδα των πολιτών για τη συνέχιση της παράδοσης των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων σε νέες συνθήκες.
Το Κίνημα Αλλαγής διαθέτει προγραμματικές διακηρύξεις. Δεν διαθέτει ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα και πρέπει να τη συγκροτήσει ταχέως. Ο πρόσθετος επείγων λόγος είναι ότι πιέζεται ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη, παρότι η κλασσική Δεξιά στον πολιτικό της πυρήνα, αξιοποιεί και διαχειρίζεται στελέχη προερχόμενα από την δημοκρατική παράταξη, στο πλαίσιο του εγχειρήματός της να εμφανισθεί ως δύναμη που στρέφεται στο μετριοπαθές κέντρο. Ο δεύτερος, παρότι ο εκφραστής παραδοσιακών αριστερών στερεοτύπων, επιχειρεί να εμφανισθεί ως η δύναμη που θα μετασχηματίσει το σύνολο, σχεδόν, των προοδευτικών δυνάμεων σε μια νέα προοδευτική κοινωνική και πολιτική συμμαχία.
Το Κίνημα Αλλαγής πρέπει να καταστήσει σαφείς τις ιδεολογικές και προγραμματικές αρχές που το διαχωρίζουν και από τους δύο. Οφείλει να μετακινηθεί από τη σφαίρα των ενδοκομματικών διευθετήσεων στη σφαίρα των μεγάλων ιδεολογικών και πολιτικών αφηγήσεων. Η ύπαρξη και η προοπτική του δεν θα κριθεί από τη θέση του για το πόσα βιομηχανικά πάρκα χρειάζεται η χώρα, αλλά από την απάντησή του σε κρίσιμα ερωτήματα. Ποιες είναι σήμερα οι ιδεολογικές συντεταγμένες του δημοκρατικού σοσιαλισμού; Ανήκουμε στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, αλλά τι σχέση έχουμε με την παρακμάζουσα σοσιαλδημοκρατία σε ισχυρές χώρες της Ευρώπης; Μπορεί η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, όπως τη γνωρίσαμε τα τελευταία 25 χρόνια να είναι το ιδεολογικό και πολιτικό αρχέτυπό μας ή πρέπει εκ νέου να νοηματοδοτήσουμε τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, να επινοήσουμε ένα νέο σχήμα και δρόμο; Ποια είναι τα συμπεράσματα από την εκ μέρους μας πολιτική διαχείριση της θυελλώδους ελληνικής κρίσης;
Ενδεικτικά, διατυπώνω τα αναγκαία.
Οι σοσιαλιστές για να ξεπεράσουν τα άγονα χρόνια της μακράς αντιπολίτευσης(όλη τη δεκαετία του ΄80 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 σε Βρετανία και Γερμανία, την επόμενη δεκαπενταετία στη Γαλλία) επιχείρησαν σειρά ιδεολογικών και προγραμματικών αναθεωρήσεων, περί τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Έτσι, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετακίνησαν τον ιδεολογικό και πολιτικό τους άξονα δεξιότερα. Οι αναθεωρήσεις που επέλεξαν έφεραν πιο κοντά τις θέσεις τους στις απόψεις του νεοφιλελευθερισμού.
Κεντρικό θέμα στην πολιτική αφήγηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ήταν πλέον η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, όχι η δίκαιη κατανομή του πλούτου και οι συναφείς εξισωτικές πολιτικές υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων. Το πρωτείο της αγοράς οδηγούσε μοιραία στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας κι αυτή με τη σειρά της στην ευελιξία της εργασίας και στη μείωση των κοινωνικών δαπανών, δηλαδή στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους.
Οι σοσιαλδημοκράτες επανήλθαν, πράγματι, στην εξουσία και για αρκετά χρόνια άσκησαν τις πολιτικές του Τρίτου Δρόμου. Ενίσχυσαν την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους, μείωσαν τις κοινωνικές δαπάνες, προώθησαν την εργασιακή ευελιξία και, καθώς οι άνεμοι της παγκοσμιοποίησης συρρίκνωναν τις δυνατότητες εθνικών επιλογών, μείωσαν τη φορολογία, αυξάνοντας, έτσι, το περιθώριο του επιχειρηματικού κέρδους. Οι εξισωτικές πολιτικές για όλους όσους είχαν ανάγκη υποχώρησαν και αντικαταστάθηκαν από στοχευμένες πολιτικές για ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες, όπως οι αποκλεισμένοι.
Οι συνέπειες για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν ολέθριες. Για πολλούς ευρωπαίους πολίτες κατέστησαν δυσδιάκριτες οι προγραμματικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ σοσιαλιστών και συντηρητικών. Οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές αυτό που πέτυχαν ουσιαστικά με τις αναθεωρήσεις τους και την άσκηση εξουσίας, από τα μέσα του '90 και έπειτα, ήταν μια "διόρθωση" της Δημοκρατίας στις ανάγκες της αγοράς. Το εκλογικό τίμημα για τη σοσιαλδημοκρατική στροφή υπήρξε υψηλό.
Για πολλά χρόνια τώρα, τα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα έμειναν πίσω και από την αυτοκριτική του Μίλτον Φρίντμαν. Το 2001, με αφορμή την εμπειρία της ρωσικής μετάβασης στην μετακομμουνιστική εποχή, σχολίασε για την εμμονή στην οικονομική ορθοδοξία της αγοράς:« μια δεκαετία νωρίτερα θα σας έλεγα ιδιωτικοποιήστε, ιδιωτικοποιήστε, ιδιωτικοποιήστε. Αλλά έκανα λάθος. Το κράτος δικαίου είναι πιο σημαντικό».
Λοιπόν, εμείς οι Έλληνες και οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές πρέπει να μιλήσουμε και πάλι για τη ρύθμιση των αγορών, να επαναδιατυπώσουμε το δημοκρατικό αίτημα, αποκαθιστώντας τη σχέση αγοράς και Δημοκρατίας. Θα ανακάμψουμε, όταν απαντήσουμε στον οικονομικό "εξτρεμισμό" της παγκοσμιοποίησης. Όταν επιχειρήσουμε εκ νέου τη "διόρθωση" των αγορών προς τις ανάγκες της Δημοκρατίας και της κοινωνίας. Όταν μετατρέψουμε το πρωτείο της οικονομίας σε πρωτείο της πολιτικής, μέσω του δημοκρατικού επανελέγχου των εθνικών αποφάσεων. Γιατί, αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει κανένα κράτος δικαίου.
Η αντιμετώπιση του οικονομικού «εξτρεμισμού» της παγκοσμιοποίησης είναι εγχείρημα που δεν αφορά την παγκόσμια κλίμακα, γιατί υπάρχει, μεν, πλανητικός χώρος, αλλά δεν υπάρχει πλανητικός δημόσιος χώρος για να ληφθούν αποφάσεις.Το εγχείρημα θα κινηθεί στα όρια των εθνικών συγκροτήσεων. Μας αφορά η Ελλάδα.
Για να το διατυπώσω όπως το έθεσε ο Rodrick, στο πολιτικό τρίλημμα παγκοσμιοποίηση, δημοκρατία και εθνική κυριαρχία δεν μπορούμε να επιλέξουμε και τα τρία μαζί.
Στα όρια της εθνικής επικράτειας, κάτω από την εθνική κλίμακα, στο τοπικό επίπεδο πρέπει να αναπτυχθεί μια εξαιρετικά ισχυρή διοικητική ικανότητα, προκειμένου να ασκηθεί ένα, επίσης, ισχυρό πλέγμα αρμοδιοτήτων.
Η διαρκής ενίσχυση της τοπικής εξουσίας, με την έννοια ότι διοικητικές ενότητες που είναι πολύ κοντά στον πολίτη είναι εύκολα προσβάσιμες και ελέγξιμες από αυτόν, μπορεί να καταστήσει τον φονταμενταλισμό των αγορών ελεγχόμενο . Η ενίσχυση της τοπικής αυτονομίας πρέπει να συνδεθεί με την ανάδυση ενός νέου πνεύματος, ενός νέου εγχειρήματος, που ο Κατσιάρι, πρώην δήμαρχος Βενετίας, ονομάζει τοπικό φεντεραλισμό. Φεντεραλισμός που θα επιτρέψει την οργάνωση πολλαπλών σχέσεων ανταλλαγής, συναγωνισμού και αλληλεγγύης μεταξύ πόλεων και περιοχών. Τα τοπικά δίκτυα αυτονομίας που θα αρθρωθούν στο εσωτερικό του φεντεραλισμού της βάσης μπορεί να είναι η νέα δημοκρατική πρόκληση και η απάντηση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Να διατυπώσουμε το αξίωμα: η Ελλάδα, και κάθε χώρα, για να είναι δίκαιη πρέπει να είναι δημοκρατική. Αλλιώς δεν γίνεται! Μας το αποδεικνύει η παγκόσμια και εγχώρια πραγματικότητα σήμερα. Από τη στιγμή που αναδύθηκε η οικονομική και τεχνολογική παγκοσμιοποίηση, ανακαλύφθηκε και το δόγμα του τέλους της ιστορίας. Όπως παρατηρεί ο Μαρκ Οζέ «το τέλος της ιστορίας δεν είναι το τέλος της συμβαντολογικής ιστορίας. Είναι η επιβεβαίωση μιας υποτιθέμενης γενικής συμφωνίας για τον ισχυρό και ακατάλυτο εφεξής δεσμό ανάμεσα στην οικονομία της αγοράς και τη Δημοκρατία». Μόνο που οι εμπνευστές του δόγματος απέκρυψαν ποια ακριβώς είναι η φύση της Δημοκρατίας που συνδέεται με την οικονομία της αγοράς, γιατί η δυναστική κυριαρχία της αγοράς αλλοίωσε τη Δημοκρατία, τη μετέτρεψε σε αυτό που προσφυώς ο ΚόλινΚράουτς χαρακτήρισε Μεταδημοκρατία. Δηλαδή, ένα αντιπροσωπευτικό καθεστώς, στο εσωτερικό του οποίου η οικονομία αποφασίζει και η πολιτική υποτάσσεται, τα κέντρα οικονομικής ισχύος καθορίζουν τις αποφάσεις και οι πολίτες παραμένουν αδρανείς στο περιθώριο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης χειραγωγούν μετατρέποντας τους πολίτες από ιστορικά υποκείμενα σε καταναλωτές. Οι καταναλωτές, ως γνωστόν, αρκούνται στον κόσμο τους. Με δυο λόγια, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση αύξησε τις ανισότητες μεταξύ των χωρών, όπως και στο εσωτερικό των κοινωνιών, ενώ ταυτόχρονα υπονόμευσε τη Δημοκρατία με την κυριαρχία του οικονομικού επί του πολιτικού. Συνεπώς, η ανασύνταξη της Δημοκρατίας και η υπεροχή της πολιτικής έναντι της οικονομίας, αποτελούν προϋπόθεση για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και της ισότητας.
Είναι προφανές, ότι χρειάζεται να ξαναανακαλύψουμε τη Δημοκρατία, να την αναζωογονήσουμε και να της δώσουμε νέο περιεχόμενο, διαστάσεις και βάθος. Οδηγός μας πρέπει να είναι η σκέψη του Καστοριάδη για την αθηναϊκή δημοκρατία, στην οποία απέδωσε την αδιάλειπτη ικανότητα να υπερβαίνει τον εαυτό της, χωρίς να εγκλωβίζεται στα όρια μιας πραγματωθείσας κουλτούρας.
Στην συνδιάσκεψη του ερχόμενου Νοεμβρίου να μη χάσουμε την ευκαιρία να στήσουμε στην κορυφή του πολιτικού υψώματος τη δική μας ιδεολογική σημαία. Να μη χάσουμε, ακόμη, την ευκαιρία να ορίσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα διαμορφωθεί πιθανή κοινωνική πλειοψηφία που θα την κρατήσει. Να διαγνώσουμε με οξυδέρκεια τις κοινωνικές συμμαχίες που θα παράσχουν στήριξη στο Κίνημα Αλλαγής και τον τρόπο σχηματισμού τους.
Το θεώρημα που διατυπώνεται από ηγετικούς κύκλους, ότι το Κίνημα Αλλαγής εκπροσωπεί τους μη προνομιούχους και τη μεσαία τάξη, υποδηλώνει σύγχυση, ίσως και άγνοια. Τι ακριβώς δηλώνεται με μια παρωχημένη επεξεργασία που ανατρέχει στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ; Ποια μεσαία τάξη εννοούμε; Αυτή που είναι γέννημα της παραγωγικής διαδικασίας ή αυτή που σχηματίσθηκε από τη διανομή των κρατικών προσόδων και των μεταβιβαστικών πληρωμών της Κοινότητας και η οποία στην πρώτη δημοσιονομική κρίση του κράτους, άλλαξε με ευκολία πολιτικούς παρόχους;Για να δώσω ένα ακόμη παράδειγμα. Ποιον μη προνομιούχο αγρότη εννοούμε; Αυτόν που προσβλέπει στις επιδοτήσεις των αποσύρσεων ή αυτόν που αντιλαμβάνεται την ανάγκη αναδιάρθρωσης της αγροτικής παραγωγής; Δεν αναζητούμε κοινωνικές δυνάμεις για να τις εκφράσουμε. Οι συλλογικές ταυτότητες δεν διαμορφώνονται αυτομάτως από την κοινωνική ένταξη. Ποτέ δεν ίσχυε αυτό. Ιδιαίτερα τώρα που η οικονομία της γνώσης και η καταναλωτική έλξη δημιουργούν πιο εξατομικευμένες ταυτότητες. Η συλλογική ταυτότητα διαμορφώνεται, κυρίως, από τον πολιτικό ανταγωνισμό, από τις θέσεις των κομμάτωνπου αποτελούν αντικείμενο του ανταγωνισμού. Οι κοινωνικές τάξεις θα έρθουν να σε συναντήσουν, όταν οι δημιουργικές δυνάμεις στο εσωτερικό τους θα ταυτισθούν με την πολιτική στρατηγική σου και θα συμφωνήσουν με το προγραμματικό σου σχέδιο.
Ελπίζω οι πλασιέ των γραμμών κάτι να κατανοούν απ’ όλα τούτα.
Στη δημοκρατική παράταξη και στους ανθρώπους της δεν αξίζουν τα lacrimaererum (τα δάκρυα των πραγμάτων).»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου