Με αυτές τις φράσεις ο Νίκος Παππάς, υποψήφιος διάδοχος του Αλέξη Τσίπρα, περιγράφει τον αριθμητικό (ποσοστιαίο) στόχο του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία ενόψει της προσπάθειας ανασύνταξης του κόμματος που θα ακολουθήσει την εκλογή προέδρου, η οποία θα έχει ολοκληρωθεί το αργότερο έως τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να εκπληρωθεί μια προϋπόθεση, την οποία περιγράφει λακωνικά η Έφη Αχτσιόγλου, επίσης υποψήφια (και φαβορί) για τη διαδοχή του Τσίπρα: «Εκατομμύρια πολίτες, ανεξαρτήτως της επιλογής που έκαναν στις κάλπες, κοιτούν προς τον ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. και αναζητούν μια διαφορετική προοπτική από τον στενό ορίζοντα της διακυβέρνησης της Ν.Δ. Πιστεύω βαθιά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. μπορεί να δώσει αυτή την προοπτική».
Αυτός λοιπόν είναι ο όρος: «Διαφορετική προοπτική». Πώς όμως γίνεται αυτό στις μέρες μας;
Το παράδειγμα του Ανδρέα
Όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απολάμβανε ακόμη το 54,3% που είχε λάβει στις εκλογές του 1974, το ΠΑΣΟΚ του 13,6% είχε κυριολεκτικά απογοητεύσει όσους θεωρούσαν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου θα γινόταν, επί τη εμφανίσει, ο διάδοχος του πατέρα του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος, στις τελευταίες δημοκρατικές εκλογές πριν από τη χούντα, το 1964, ως πρόεδρος της Ενώσεως Κέντρου, είχε τιμηθεί από το 52,7% των ψηφοφόρων.
Παρά ταύτα, αν και το ΠΑΣΟΚ ήταν τρίτο κόμμα (δεύτερη η Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις του Γεωργίου Μαύρου με 20,4%), όλοι αισθάνονταν ότι ήταν μια δυναμική αντιπολίτευση. Όχι λόγω της θορυβώδους αντιπολιτευτικής παρουσίας του Παπανδρέου, αλλά επειδή υπήρχε η αίσθηση πως εξέφραζε κάτι κοινωνικά δυναμικό. Η επιβεβαίωση ήρθε μέσα σε επτά χρόνια με το εμφατικό 48% του 1981 (αφού είχε προηγηθεί το σκαλοπάτι του 25,3% το 1977).
Θα χρειαζόταν μια εξαιρετικά μακροσκελής αναφορά για να περιγράψει κάποιος λεπτομερώς πόσα αιτήματα, πόσες ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές εκκρεμότητες ανέλαβε να κουβαλήσει το ΠΑΣΟΚ στις πλάτες του και να πείσει ότι αυτός είναι ο φορέας υλοποίησης και ικανοποίησής τους.
Όμως τότε αυτό ήταν το ΠΑΣΟΚ: ο φορέας που έπεισε ότι μπορεί να βάλει τη χώρα σε μια νέα πορεία με εθνικό και κοινωνικό πρόσημο. Γι’ αυτό άλλωστε έπεισε τεράστιο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας να βάλει την υπογραφή του στο «κοινωνικό συμβόλαιο» που του πρότεινε ο Παπανδρέου. Το τι κατάφερε και πού απέτυχε είναι μια άλλη, μεγάλη ιστορία.
Η συγκυρία του 2012-15…
Αντιστοίχως ο ΣΥΡΙΖΑ το 2012 έγινε ο φορέας που ανέλαβε, με εντολή του πλήρως απογοητευμένου κόσμου της Κεντροαριστεράς, να πάρει τη θέση ενός ΠΑΣΟΚ σε παρακμή, το οποίο είχε βάλει την τελική σφραγίδα στη χρεοκοπία της χώρας – στην οποία είχε συμβάλει κι αυτό, όπως άλλωστε και η Ν.Δ., με πλήθος «πράξεων και παραλείψεων». Το πέτυχε το 2015 και μάλιστα εις διπλούν, παρά τη φοβερή περιπέτεια του πρώτου επταμήνου εκείνης της χρονιάς και το τρίτο μνημόνιο.
Ύστερα από μια διακυβέρνηση 4,5 ετών, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποστεί δύο στρατηγικές ήττες σε βουλευτικές εκλογές εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο διαχειρίστηκε την εντολή αυτού ακριβώς του κόσμου: της Κεντροαριστεράς. Δεν κατάλαβε τα αίτια της πρώτης του 2019 και, ακριβώς γι’ αυτό, ήρθε η δεύτερη, ακόμη πιο βαριά, το 2023.
Τώρα, σε αρκετά διαφορετικές οικονομικές, κοινωνικές και διεθνείς συνθήκες, σε ένα εθνικό τοπίο ακόμη πιο κακοτράχαλο και δύσβατο, πρέπει να διατυπώσει ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο», αρκετά διαφορετικό απ’ αυτό του 2015, ικανό να πείσει για πολλά πράγματα:
● Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατάλαβε πόσα πράγματα έκανε εντελώς λάθος – και άρα δεν θα τα επαναλάβει.
● Ότι ξέρει τις ανάγκες των ανθρώπων και ομάδων που φιλοδοξεί να εκφράσει.
● Ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του κάτοχο της μιας και μόνης αλήθειας, την οποία ολόκληρη η κοινωνία οφείλει να αναγνωρίσει.
● Ότι αναγνωρίζει πως η μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας βλέπει εντελώς διαφορετικά από έναν στενό πυρήνα στελεχών της Κουμουνδούρου ολόκληρο το πλέγμα των εθνικών θεμάτων.
Τι θέλουν ακριβώς;
Ταυτοχρόνως όμως θα πρέπει να υπερβεί πολύ σημαντικά προβλήματα πολιτικής αριθμητικής:
● Τον Ιανουάριο του 2015, όταν έλαβε το 36,3%, η Ν.Δ. παρέπαιε στο 27,8%, ενώ το σύνολο του ΚΚΕ (5,5%) και του ΠΑΣΟΚ (4,7%) μόλις ξεπερνούσε το 10%.
● Τον Ιούνιο του 2023, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κατέρρεε στο 17,8%, η Ν.Δ. θριάμβευε με 40,6%, ενώ το σύνολο του ΠΑΣΟΚ (11,8%) και του ΚΚΕ (7,7%) πλησίαζε το 20%.
Όπως κι αν μετρήσει κάποιος τα κουκιά, το συμπέρασμα θα είναι το ίδιο:
Ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν θέλει να ξαναγίνει κόμμα εξουσίας, θα πρέπει να μπορεί να επικοινωνήσει και με τα λαϊκά στρώματα και με τη μεσαία τάξη. Και με τους αριστερόστροφους κεντρώους και με τους δεξιόστροφους. Θα πρέπει να διαβάσει σωστά τις ανάγκες τους και να δει πόσες και ποιες απ’ αυτές δεν μπορούν να καλυφθούν ούτε από τους γείτονές του στην Κεντροαριστερά / Αριστερά ούτε από τη Ν.Δ.
Ωστόσο το αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει ξανά ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα – άρα κόμμα εξουσίας – δεν θα εξαρτηθεί μόνο από τις διαθέσεις και τις ικανότητες της επόμενης ηγεσίας του, αλλά και από τον παραδοσιακό πυρήνα των στελεχών του. Εάν αυτοί παραμείνουν δύσπιστοι και αρνητικοί σε ό,τι δεν τους μοιάζει και επιμείνουν να ακρωτηριάζουν ό,τι περισσεύει από την προκρούστεια ιδεολογική τους κλίνη, τότε το κόμμα τους πολλά μπορεί να γίνει, αλλά όχι κόμμα εξουσίας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου