Η Σλοβακία φαίνεται πως ξεπέρασε ένα όριο, το οποίο - παρά την ακραία πόλωση - κανείς δεν πίστευε πως θα ξεπεραστεί, ιδιαίτερα καθώς πρόκειται για χώρα μέλος της ΕΕ. «Αυτό που συνέβη είναι μια ουλή που θα είναι αδύνατο να ξεπεραστεί, μια ουλή που θα μας στοιχειώνει», είπε στους δημοσιογράφους ο υπουργός Άμυνας Ρόμπερτ Κάλινακ, ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Φίτσο εδώ και δεκαετίες.
Μετά την είδηση της επίθεσης η Βουλή της Σλοβακίας μετατράπηκε ξανά σε πεδίο άγριας αντιπαράθεσης. Κυβερνητικοί βουλευτές κατηγόρησαν την αντιπολίτευση ως «ηθικό αυτουργό» της απόπειρας δολοφονίας του Φίτσο, εξαιτίας του «μίσους που διαχέει στην κοινωνία» και η απάντηση που έλαβαν ήταν στους ίδιους τόνους. Ο Λούμπος Μπλάχα, αντιπρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος Smer, είπε ότι η αντιπολίτευση και τα μέσα ενημέρωσης που την υποστηρίζουν «έχτισαν μια κρεμάλα» για τον πρωθυπουργό «διαδίδοντας μίσος». Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που τίθενται στη Σλοβακία το τελευταίο 24ωρο.
Μια πόλωση δεκαετιών
Ο κοινωνικός διχασμός και η πόλωση δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στη χώρα, παρατηρεί το Politico. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης η χώρα βυθίστηκε σε μια αδίστακτη εκδοχή του καπιταλισμού με έντονα εθνικιστικά στοιχεία που οδήγησαν τελικά και στη διάλυση της πάλαι ποτέ Τσεχοσλοβακίας σε δύο διαφορετικές κρατικές οντότητες, τη Σλοβακία και την Τσεχία. Η Σλοβακία βυθίστηκε σε μια μόνιμη συγκρουσιακή κατάσταση με πλήθος αντιθέσεων μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών ομάδων.
Ο Ρόμπερτ Φίτσο ήταν ο άνθρωπος που αναγέννησε τον πολιτικό χώρο των υποστηρικτών του πρώην σοσιαλιστικού καθεστώτος. Ως ηγέτης του κόμματος Smer, το οποίο αναδύθηκε από το παρακμάζων Κίνημα για τη Δημοκρατική Σλοβακία (HZDS), κέρδισε τις εκλογές του 2006. Όντας ο πρωθυπουργός με τις περισσότερες θητείες στη μετασοβιετική εποχή, τρεις στον αριθμό, ο Ρόμπερτ Φίτσο αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστή αλλά και στον απόλυτο πολιτικό εχθρό των αντικομμουνιστών και φιλοδυτικών της χώρας. Το σύνθημα με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στην κεντρική πολιτική ήταν ενδεικτικό της προσέγγισής του: «Προς την ΕΕ, αλλά όχι με τα παντελόνια κάτω».
Όταν αποχώρησε από την εξουσία, το 2018, ύστερα από την πολιτική κρίση που πυροδότησε η δολοφονία του δημοσιογράφου Γιαν Κούτσιακ, την οποία η αντιπολίτευση συνέδεσε με τις έρευνες που πραγματοποιούσε για υποθέσεις διαφθοράς, ο ίδιος ο Φίτσο και οι συνεργάτες του – υπουργοί και βουλευτές – αλλά και υποστηρικτές του – επιχειρηματίες, δικαστές, στελέχη της αστυνομίας και των πληροφορίων – βρέθηκαν στο στόχαστρο από τους πολιτικούς αντιπάλους και διώχθηκαν για διάφορες υποθέσεις που κυμαίνονται από διαφθορά έως και κατάχρηση εξουσίας. Μάλιστα ο πρώην πρωθυπουργός συνελήφθη τον Απρίλιο του 2022 και κατηγορήθηκε για μια σειρά κατηγορίες, οι οποίες ωστόσο στη συνέχεια αποσύρθηκαν.
Η επιστροφή του Φίτσο
Παρά τις διώξεις και τις επιθέσεις, το 2023 ο Ρόμπερτ Φίτσο επανέκαμψε και κατάφερε να βρεθεί ξανά στην εξουσία κερδίζοντας εκ νέου τις εκλογές. Είχε προηγουμένως επανεφεύρει τον πολιτικό εαυτό του, αξιοποιώντας την κριτική στην τότε κυβέρνηση κατά την περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού, αλλά και εκφράζοντας την ηχηρή αντίθεσή του στη στάση της Σλοβακίας σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις μεταναστευτικές πολιτικές της ΕΕ.
Μετά την εκλογική του επικράτηση, είχε έρθει η ώρα της δικής του αντεπίθεσης: Ως ηγεσία πλέον η κυβέρνησή του ξήλωσε όσους αξιωματούχους τους κυνήγησαν τα προηγούμενα χρόνια και έβαλαν στο στόχαστρο τα μέσα ενημέρωσης που διαμόρφωναν το εις βάρος τους κλίμα, προωθώντας και μια αναμόρφωση του κρατικού συστήματος ραδιοτηλεόρασης. Αξίζει να σημειωθεί, όπως αναφέρουν σε δημοσίευμά τους οι New York Times, πως η Σλοβακία βρίσκεται σχετικά ψηλά στις ανεξάρτητες λίστες για την ελευθερία του Τύπου. Ενδεικτικά οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα την κατατάσσουν στην «ικανοποιητική», όπως χαρακτηρίζεται, 29η θέση έναντι για παράδειγμα της 88ης της Ελλάδας.
Παρά τις διώξεις και τις επιθέσεις, το 2023 ο Ρόμπερτ Φίτσο επανέκαμψε και κατάφερε να βρεθεί ξανά στην εξουσία κερδίζοντας εκ νέου τις εκλογές. Είχε προηγουμένως επανεφεύρει τον πολιτικό εαυτό του, αξιοποιώντας την κριτική στην τότε κυβέρνηση κατά την περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού, αλλά και εκφράζοντας την ηχηρή αντίθεσή του στη στάση της Σλοβακίας σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις μεταναστευτικές πολιτικές της ΕΕ.
Μετά την εκλογική του επικράτηση, είχε έρθει η ώρα της δικής του αντεπίθεσης: Ως ηγεσία πλέον η κυβέρνησή του ξήλωσε όσους αξιωματούχους τους κυνήγησαν τα προηγούμενα χρόνια και έβαλαν στο στόχαστρο τα μέσα ενημέρωσης που διαμόρφωναν το εις βάρος τους κλίμα, προωθώντας και μια αναμόρφωση του κρατικού συστήματος ραδιοτηλεόρασης. Αξίζει να σημειωθεί, όπως αναφέρουν σε δημοσίευμά τους οι New York Times, πως η Σλοβακία βρίσκεται σχετικά ψηλά στις ανεξάρτητες λίστες για την ελευθερία του Τύπου. Ενδεικτικά οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα την κατατάσσουν στην «ικανοποιητική», όπως χαρακτηρίζεται, 29η θέση έναντι για παράδειγμα της 88ης της Ελλάδας.
Το μίσος και η προφητεία μιας πολιτικής δολοφονίας
Σε κάθε περίπτωση, η χώρα στροβιλίζεται εδώ και χρόνια στον φαύλο κύκλο της πόλωσης. Ο Ρόμπερτ Φίτσο έχει φανατικούς υποστηρικτές και εξίσου φανατικούς πολέμιους και εξελίχθηκε στον πιο «μισητό πολιτικό» για την αντιπολίτευση. Τους τελευταίους μήνες η αντιπαράθεση είχε χτυπήσει «κόκκινο». Ο ίδιος ο Φίτσο πριν από περίπου ένα μήνα είχε δημοσιεύσει ένα βίντεο στα social media, στο οποίο ανέφερε πως ανέμενε μια απόπειρα δολοφονίας. Κατηγορώντας τα δημοσιεύματα των αντιπολιτευόμενων ΜΜΕ, που όπως σημείωνε τροφοδοτούν τη βία εναντίον των στελεχών της κυβέρνησής του, είχε πει χαρακτηριστικά:
«Απλώς περιμένω ότι αυτό το αρνητικό κλίμα, που τόσο έντονα τροφοδοτήθηκε από την Denník N. Smečko ή την Aktuality (ΜΜΕ), να μετατραπεί σε δολοφονία ενός από τους κορυφαίους πολιτικούς της κυβέρνησης, και δεν υπερβάλλω κατά χιλιοστό».
Η αντιπολίτευση έχει κατηγορήσει τον Φίτσο για καταστροφή της Δημοκρατίας, για προσπάθεια φίμωσης του Τύπου και για απόπειρα επαναφοράς στη χώρα της «κομμουνιστική καταστολής», όπως αναφέρε. Από την πλευρά της η κυβέρνηση επικρίνει τακτικά την αντιπολίτευση ως «εχθρό του λαού» που εξυπηρετεί ξένα συμφέροντα. Ένα από τα πιο «καυτά» πολιτικά ζητήματα μετά την επανεκλογή του Φίτσο - το οποίο εξάλλου ήταν και στο επίκεντρο της προεκλογικής του εκστρατείας - είναι η άρνησή του για συνέχιση της αποστολής χρημάτων και όπλων στην Ουκρανία. Για αυτό έχει δεχτεί σφοδρές επιθέσεις από την αντιπολίτευση αλλά και την ΕΕ, που τον κατηγορούν για φιλορωσική στάση. Περίπου το 41% των Σλοβάκων πιστεύει ότι η Ρωσία δεν είναι ο επιτιθέμενος.
Ο 71χρονος δράστης της δολοφονικής επίθεσης, Γιουράι Τσιντούλα, συνταξιούχος συγγραφέας, δήλωσε στους αστυνομικούς πως πυροβόλησε τον Σλοβάκο πρωθυπουργό επειδή «δεν συμφωνεί με την πολιτική της κυβέρνησης», την καταστολή στα μέσα ενημέρωσης και τις εκκαθαρίσεις στο δικαστικό σώμα. Κατά τις αρχές ο δράστης είναι ένας «μοναχικός λύκος» που συμμετείχε σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και «ριζοσπαστικοποιήθηκε κατά την τελευταία περίοδο μετά τις προεδρικές εκλογές (σ.σ διεξήχθησαν στις 23 Μαρτίου 2024)».
«Στα πρόθυρα εμφυλίου»
«Ο πρωθυπουργός μας ανέφερε αρκετές φορές στο παρελθόν ότι φοβόταν ότι θα συνέβαινε αυτό», είπε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης σε συνέντευξή του στην εκπομπή World Tonight του BBC. Από την πλευρά του ο υπουργός Εσωτερικών Σουτάι Εστοκ κατηγόρησε τα μέσα ενημέρωσης ότι συνέβαλαν στο κλίμα που οδήγησε στον πυροβολισμό του 59χρονου, λέγοντας σε συνέντευξη Τύπου: «Πολλοί από εσάς ήσασταν αυτοί που σπέρνετε αυτό το μίσος».
«Είμαστε στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου», τόνισε ο Έστοκ μετά την απόπειρα δολοφονίας, ζητώντας να σταματήσει επιτέλους η ρητορική του μίσους, που εξαπλώνεται και μέσα από τα social media και αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά στην πολιτική μετά την επανεκλογή του Ρόμπερτ Φίτσο στην εξουσία. «Απευθύνω έκκληση στους πολίτες, στους δημοσιογράφους και σε όλους τους πολιτικούς να σταματήσουν να διαδίδουν μίσος», τόνισε.
Σε κάθε περίπτωση, η χώρα στροβιλίζεται εδώ και χρόνια στον φαύλο κύκλο της πόλωσης. Ο Ρόμπερτ Φίτσο έχει φανατικούς υποστηρικτές και εξίσου φανατικούς πολέμιους και εξελίχθηκε στον πιο «μισητό πολιτικό» για την αντιπολίτευση. Τους τελευταίους μήνες η αντιπαράθεση είχε χτυπήσει «κόκκινο». Ο ίδιος ο Φίτσο πριν από περίπου ένα μήνα είχε δημοσιεύσει ένα βίντεο στα social media, στο οποίο ανέφερε πως ανέμενε μια απόπειρα δολοφονίας. Κατηγορώντας τα δημοσιεύματα των αντιπολιτευόμενων ΜΜΕ, που όπως σημείωνε τροφοδοτούν τη βία εναντίον των στελεχών της κυβέρνησής του, είχε πει χαρακτηριστικά:
«Απλώς περιμένω ότι αυτό το αρνητικό κλίμα, που τόσο έντονα τροφοδοτήθηκε από την Denník N. Smečko ή την Aktuality (ΜΜΕ), να μετατραπεί σε δολοφονία ενός από τους κορυφαίους πολιτικούς της κυβέρνησης, και δεν υπερβάλλω κατά χιλιοστό».
Η αντιπολίτευση έχει κατηγορήσει τον Φίτσο για καταστροφή της Δημοκρατίας, για προσπάθεια φίμωσης του Τύπου και για απόπειρα επαναφοράς στη χώρα της «κομμουνιστική καταστολής», όπως αναφέρε. Από την πλευρά της η κυβέρνηση επικρίνει τακτικά την αντιπολίτευση ως «εχθρό του λαού» που εξυπηρετεί ξένα συμφέροντα. Ένα από τα πιο «καυτά» πολιτικά ζητήματα μετά την επανεκλογή του Φίτσο - το οποίο εξάλλου ήταν και στο επίκεντρο της προεκλογικής του εκστρατείας - είναι η άρνησή του για συνέχιση της αποστολής χρημάτων και όπλων στην Ουκρανία. Για αυτό έχει δεχτεί σφοδρές επιθέσεις από την αντιπολίτευση αλλά και την ΕΕ, που τον κατηγορούν για φιλορωσική στάση. Περίπου το 41% των Σλοβάκων πιστεύει ότι η Ρωσία δεν είναι ο επιτιθέμενος.
Ο 71χρονος δράστης της δολοφονικής επίθεσης, Γιουράι Τσιντούλα, συνταξιούχος συγγραφέας, δήλωσε στους αστυνομικούς πως πυροβόλησε τον Σλοβάκο πρωθυπουργό επειδή «δεν συμφωνεί με την πολιτική της κυβέρνησης», την καταστολή στα μέσα ενημέρωσης και τις εκκαθαρίσεις στο δικαστικό σώμα. Κατά τις αρχές ο δράστης είναι ένας «μοναχικός λύκος» που συμμετείχε σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και «ριζοσπαστικοποιήθηκε κατά την τελευταία περίοδο μετά τις προεδρικές εκλογές (σ.σ διεξήχθησαν στις 23 Μαρτίου 2024)».
«Στα πρόθυρα εμφυλίου»
«Ο πρωθυπουργός μας ανέφερε αρκετές φορές στο παρελθόν ότι φοβόταν ότι θα συνέβαινε αυτό», είπε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης σε συνέντευξή του στην εκπομπή World Tonight του BBC. Από την πλευρά του ο υπουργός Εσωτερικών Σουτάι Εστοκ κατηγόρησε τα μέσα ενημέρωσης ότι συνέβαλαν στο κλίμα που οδήγησε στον πυροβολισμό του 59χρονου, λέγοντας σε συνέντευξη Τύπου: «Πολλοί από εσάς ήσασταν αυτοί που σπέρνετε αυτό το μίσος».
«Είμαστε στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου», τόνισε ο Έστοκ μετά την απόπειρα δολοφονίας, ζητώντας να σταματήσει επιτέλους η ρητορική του μίσους, που εξαπλώνεται και μέσα από τα social media και αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά στην πολιτική μετά την επανεκλογή του Ρόμπερτ Φίτσο στην εξουσία. «Απευθύνω έκκληση στους πολίτες, στους δημοσιογράφους και σε όλους τους πολιτικούς να σταματήσουν να διαδίδουν μίσος», τόνισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου