Από το sofokleous10.gr
Η Ευρωζώνη, όπως σχεδιάστηκε, απέτυχε. Η αρχιτεκτονική της βασίστηκε σε ένα σύνολο αρχών που στην πρώτη επαφή με μια χρηματοοικονομική και δημοσιονομική κρίση, αποδείχτηκε ότι δεν λειτουργούν. Έχει λοιπόν μόνο δύο επιλογές πια: είτε να προχωρήσει σε μια πιο στενή ένωση είτε να κάνει πίσω, κινούμενη προς τη μερική, τουλάχιστον, διάρρηξή της. Αυτό διακυβεύεται σήμερα.
Υποτίθεται ότι η Ευρωζώνη θα ήταν μια αναβαθμισμένη εκδοχή του κλασικού κανόνα του χρυσού. Οι χώρες με εξωτερικό έλλειμμα λαμβάνουν χρηματοδότηση από το εξωτερικό. Αν η χρηματοδότηση εξαφανιστεί, η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώνεται.
Η ανεργία πιέζει κατόπιν...
τους μισθούς και τις τιμές προς τα κάτω, οδηγώντας σε εσωτερική υποτίμηση.
Μακροπρόθεσμα αυτό μπορεί να αποκαταστήσει τις οικονομικές ισορροπίες στις εξωτερικές πληρωμές και τα δημόσια οικονομικά, αλλά πρόκειται για μια διαδικασία με μεγάλο κοινωνικό κόστος και εξίσου μεγάλη διάρκεια – χρειάζεται πολλά χρόνια.
Από την άλλη μεριά πάλι, στην Ευρωζώνη το μεγαλύτερο μέρος αυτής της χρηματοδότησης ρέει μέσω των τραπεζών. Όταν έλθει η κρίση, οι τράπεζες που ξεμένουν από ρευστότητα αρχίζουν να καταρρέουν. Οι κυβερνήσεις στερούνται πιστώσεων, έτσι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για αποτρέψουν την κατάρρευσή τους. Αυτό είναι επομένως ο κανόνας του χρυσού με … τραπεζικά αναβολικά.
Ο ρόλος των τραπεζών είναι κεντρικός. Σχεδόν όλο το χρήμα στη σύγχρονη οικονομία αποτελείται από τις υποχρεώσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Στην Ευρωζώνη, για παράδειγμα, το χρήμα που κυκλοφορεί αντιστοιχεί μόλις στο 9% του ευρύ δείκτη νομισματικής κυκλοφορίας Μ3.
Αν η Ευρωζώνη ήταν πραγματική νομισματική ένωση, η κατάθεση μιας τράπεζας της Ευρωζώνης θα έπρεπε να ισοδυναμεί με μια κατάθεση σε οποιαδήποτε άλλη τράπεζα. Τι γίνεται όμως αν οι τράπεζες μιας χώρας φτάσουν στο χείλος της κατάρρευσης; Η απάντηση
είναι ότι δεν ισχύει πια η υπόθεση της ίσης αξίας. Ένα ευρώ σε μια ελληνική τράπεζα δεν είναι πια σήμερα το ίδιο με ένα ευρώ σε μια γερμανική τράπεζα. Αυτό ισχύει μόνο στις ΗΠΑ, χάρη στις εγγυήσεις του ομοσπονδιακού συστήματος.
Στην οικονομική σύνοδο του Μονάχου τον περασμένο μήνα, ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Ifo Χανς Βέρνερ Σιν εξήγησε τις επιπτώσεις της αντιμετώπισης αυτής της απειλής από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών. Το σύστημα αυτό ενεργεί ως δανειστής εσχάτου καταφυγίου για τις προβληματικές τράπεζες. Καθώς όμως οι εν λόγω τράπεζες ανήκουν σε χώρες με εξωτερικά ελλείμματα, το σύστημα χρηματοδοτεί κι αυτά τα ελλείμματα. Συν τοις άλλοις, καθώς οι εθνικές κεντρικές τράπεζες δανείζουν με έκπτωση δεχόμενες ως ενέχυρα κρατικούς τίτλους, στην ουσία χρηματοδοτούν την κυβέρνησή τους.
Ας δούμε τι γίνεται εδώ: η κεντρική τράπεζα χρηματοδοτεί το κράτος. Με τον τρόπο αυτό οι κεντρικές τράπεζες αναπτύσσουν μεγάλες θέσεις ενεργητικού και παθητικού, με την Bundesbank να αποτελεί τον μεγαλύτερο πιστωτή. Ο καθηγητής Σιν μάλιστα υπογράμμισε τη συμμετρία ανάμεσα στα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας και τις συσσωρευμένες απαιτήσεις της Bundesbank από άλλες κεντρικές τράπεζες, με αφετηρία το 2008 όπου άρχισε να στερεύει η χρηματοδότηση των αδύναμων οικονομιών της Ευρωζώνης από τον ιδιωτικό τομέα.
Η αφερεγγυότητα κάποιων κυβερνήσεων απειλεί συνεπώς τη φερεγγυότητα και των κεντρικών τους τραπεζών. Κι αυτό με τη σειρά του ενέχει τον κίνδυνο επιβολής τεράστιων ζημιών και στις κεντρικές τράπεζες των κρατών πιστωτών που στο τέλος θα κληθούν να καλύψουν οι φορολογούμενοι. Πρόκειται για μια δημοσιονομική μεταβίβαση από την πίσω πόρτα.
Ο καθηγητής Σιν σημείωσε τρία ακόμη πράγματα: Πρώτον, αυτή η χρηματοδότηση από την πίσω πόρτα των υπερχρεωμένων κρατών δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Από τη στιγμή που το σύστημα μεταφέρει τόσο μεγάλο μέρος από τη δημιουργία χρήματος της Ευρωζώνης προς μια έμμεση χρηματοδότηση των ελλειμματικών κρατών, υποχρεώνεται να αποσύρει πιστώσεις από τις εμπορικές τράπεζες των κρατών πιστωτών. Μέσα σε δύο χρόνια, τονίζει, οι εμπορικές τράπεζες θα φτάσουν να έχουν αρνητικές πιστωτικές θέσεις στις εθνικές κεντρικές τους τράπεζες, δηλαδή θα τους χρωστούν λεφτά. Γι’ αυτό οι συγκεκριμένες λειτουργίες πρέπει να σταματήσουν.
Δεύτερον, ο μόνος τρόπος για να σταματήσουν, χωρίς να πάμε σε κρίση, είναι να αναλάβουν οι φερέγγυες κυβερνήσεις τις λειτουργίες αυτές που είναι ουσιαστικά δημοσιονομικές. Τρίτον, αν προσθέσουμε τα ποσά που χρωστούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες στα κρατικά χρέη των εθνικών κυβερνήσεων, φτάνουμε σε τρομακτικά μεγέθη. Η μόνη διέξοδος είναι η επιστροφή σε μια κατάσταση όπου ο ιδιωτικός τομέας θα χρηματοδοτεί τόσο τις τράπεζες όσο και τις κυβερνήσεις. Αυτό όμως θα πάρει πολλά χρόνια – αν είναι κιόλας δυνατό με τόσο υψηλά επίπεδα χρέους.
Η αναδιάρθρωση των χρεών είναι λοιπόν αναπόφευκτη. Αλλά συνάμα θα αποδειχτεί κι εφιάλτης, ιδίως αν, όπως επιμένει ο Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, η ΕΚΤ αρνηθεί να δεχτεί να δεχτεί ως ενέχυρο τους κρατικούς τίτλους των χωρών που θα αναδιαρθρώσουν το χρέος τους. Χωρίς τη στήριξη της ΕΚΤ, οι τράπεζες θα καταρρεύσουν. Οι κυβερνήσεις θα υποχρεωθούν να παγώσουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς και να μετατρέψουν το χρέος σε ένα νέο νόμισμα. Θα ακολουθήσει μια επίθεση στο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος κάθε άλλης ευάλωτης χώρας που θα τις οδηγήσει σε μια ανάλογη καταστροφή. Η Ευρωζώνη αναπόφευκτα θα διαρραγεί. Η εναλλακτική λύση θα είναι ένα πολιτικά εκρηκτικό εγχείρημα για την ανακύκλωση των εκροών του ιδιωτικού τομέα μέσω εισροών του δημόσιου τομέα.
Συνοψίζοντας, τα γεγονότα διέψευσαν ανελέητα τις υποθέσεις του αρχικού σχεδίου του ευρώ. Αν αυτό είναι το σχέδιο στο οποίο επιμένουν τα κυρίαρχα μέλη, θα πρέπει να απομακρύνουν κάποια από τα υπάρχοντα μέλη. Η διαχείριση αυτής της διαδικασίας είναι όμως σχεδόν αδύνατη. Αλλά αν θέλουν να δουλέψει η Ευρωζώνη όπως είναι, χρειάζονται τουλάχιστον τρεις αναπόφευκτες αλλαγές:
Πρώτον, τα τραπεζικά συστήματα δεν μπορεί να παραμείνουν εθνικά. Οι τράπεζες πρέπει να υποστηρίζονται από ένα κοινό Υπουργείο Οικονομικών της Ευρωζώνης, ή ένα Υπουργείο αποτελούμενο από τα απολύτως αξιόχρεα μέλη.
Δεύτερον, η χρηματοδότηση των διακρατικών κρίσεων θα πρέπει να μεταφερθεί από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών σε ένα επαρκώς μεγάλο δημόσιο ταμείο.
Τρίτον, αν θέλουμε να αποφύγουμε τα προβλήματα ενός εθνικού χρεοστασίου, όπως επιμένει η ΕΚΤ, πρέπει να πάψει η χρηματοδότηση των αδύναμων κρατών από τις αγορές για πολλά χρόνια, ίσως για μια δεκαετία. Η χρηματοδότηση αυτή θα πρέπει να προσφερθεί με διαχειρίσιμους όρους σε ό,τι αφορά στο κόστος, αλλά με αυστηρές απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις. Αν το σύστημα που θα προκύψει, θα πρέπει να λέγεται ένωση δημοσιονομικών μεταβιβάσεων δεν είναι βέβαιο: εξαρτάται από το εάν οι δανειζόμενοι θα αποπληρώσουν πλήρως το χρέος τους – πράγμα πολύ αμφίβολο. Σίγουρα όμως θα είναι μια ένωση υποστήριξης.
Η Ευρωζώνη, όπως σχεδιάστηκε, απέτυχε. Η αρχιτεκτονική της βασίστηκε σε ένα σύνολο αρχών που στην πρώτη επαφή με μια χρηματοοικονομική και δημοσιονομική κρίση, αποδείχτηκε ότι δεν λειτουργούν. Έχει λοιπόν μόνο δύο επιλογές πια: είτε να προχωρήσει σε μια πιο στενή ένωση είτε να κάνει πίσω, κινούμενη προς τη μερική, τουλάχιστον, διάρρηξή της. Αυτό διακυβεύεται σήμερα.
Υποτίθεται ότι η Ευρωζώνη θα ήταν μια αναβαθμισμένη εκδοχή του κλασικού κανόνα του χρυσού. Οι χώρες με εξωτερικό έλλειμμα λαμβάνουν χρηματοδότηση από το εξωτερικό. Αν η χρηματοδότηση εξαφανιστεί, η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώνεται.
Η ανεργία πιέζει κατόπιν...
τους μισθούς και τις τιμές προς τα κάτω, οδηγώντας σε εσωτερική υποτίμηση.
Μακροπρόθεσμα αυτό μπορεί να αποκαταστήσει τις οικονομικές ισορροπίες στις εξωτερικές πληρωμές και τα δημόσια οικονομικά, αλλά πρόκειται για μια διαδικασία με μεγάλο κοινωνικό κόστος και εξίσου μεγάλη διάρκεια – χρειάζεται πολλά χρόνια.
Από την άλλη μεριά πάλι, στην Ευρωζώνη το μεγαλύτερο μέρος αυτής της χρηματοδότησης ρέει μέσω των τραπεζών. Όταν έλθει η κρίση, οι τράπεζες που ξεμένουν από ρευστότητα αρχίζουν να καταρρέουν. Οι κυβερνήσεις στερούνται πιστώσεων, έτσι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για αποτρέψουν την κατάρρευσή τους. Αυτό είναι επομένως ο κανόνας του χρυσού με … τραπεζικά αναβολικά.
Ο ρόλος των τραπεζών είναι κεντρικός. Σχεδόν όλο το χρήμα στη σύγχρονη οικονομία αποτελείται από τις υποχρεώσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Στην Ευρωζώνη, για παράδειγμα, το χρήμα που κυκλοφορεί αντιστοιχεί μόλις στο 9% του ευρύ δείκτη νομισματικής κυκλοφορίας Μ3.
Αν η Ευρωζώνη ήταν πραγματική νομισματική ένωση, η κατάθεση μιας τράπεζας της Ευρωζώνης θα έπρεπε να ισοδυναμεί με μια κατάθεση σε οποιαδήποτε άλλη τράπεζα. Τι γίνεται όμως αν οι τράπεζες μιας χώρας φτάσουν στο χείλος της κατάρρευσης; Η απάντηση
είναι ότι δεν ισχύει πια η υπόθεση της ίσης αξίας. Ένα ευρώ σε μια ελληνική τράπεζα δεν είναι πια σήμερα το ίδιο με ένα ευρώ σε μια γερμανική τράπεζα. Αυτό ισχύει μόνο στις ΗΠΑ, χάρη στις εγγυήσεις του ομοσπονδιακού συστήματος.
Στην οικονομική σύνοδο του Μονάχου τον περασμένο μήνα, ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Ifo Χανς Βέρνερ Σιν εξήγησε τις επιπτώσεις της αντιμετώπισης αυτής της απειλής από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών. Το σύστημα αυτό ενεργεί ως δανειστής εσχάτου καταφυγίου για τις προβληματικές τράπεζες. Καθώς όμως οι εν λόγω τράπεζες ανήκουν σε χώρες με εξωτερικά ελλείμματα, το σύστημα χρηματοδοτεί κι αυτά τα ελλείμματα. Συν τοις άλλοις, καθώς οι εθνικές κεντρικές τράπεζες δανείζουν με έκπτωση δεχόμενες ως ενέχυρα κρατικούς τίτλους, στην ουσία χρηματοδοτούν την κυβέρνησή τους.
Ας δούμε τι γίνεται εδώ: η κεντρική τράπεζα χρηματοδοτεί το κράτος. Με τον τρόπο αυτό οι κεντρικές τράπεζες αναπτύσσουν μεγάλες θέσεις ενεργητικού και παθητικού, με την Bundesbank να αποτελεί τον μεγαλύτερο πιστωτή. Ο καθηγητής Σιν μάλιστα υπογράμμισε τη συμμετρία ανάμεσα στα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας και τις συσσωρευμένες απαιτήσεις της Bundesbank από άλλες κεντρικές τράπεζες, με αφετηρία το 2008 όπου άρχισε να στερεύει η χρηματοδότηση των αδύναμων οικονομιών της Ευρωζώνης από τον ιδιωτικό τομέα.
Η αφερεγγυότητα κάποιων κυβερνήσεων απειλεί συνεπώς τη φερεγγυότητα και των κεντρικών τους τραπεζών. Κι αυτό με τη σειρά του ενέχει τον κίνδυνο επιβολής τεράστιων ζημιών και στις κεντρικές τράπεζες των κρατών πιστωτών που στο τέλος θα κληθούν να καλύψουν οι φορολογούμενοι. Πρόκειται για μια δημοσιονομική μεταβίβαση από την πίσω πόρτα.
Ο καθηγητής Σιν σημείωσε τρία ακόμη πράγματα: Πρώτον, αυτή η χρηματοδότηση από την πίσω πόρτα των υπερχρεωμένων κρατών δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Από τη στιγμή που το σύστημα μεταφέρει τόσο μεγάλο μέρος από τη δημιουργία χρήματος της Ευρωζώνης προς μια έμμεση χρηματοδότηση των ελλειμματικών κρατών, υποχρεώνεται να αποσύρει πιστώσεις από τις εμπορικές τράπεζες των κρατών πιστωτών. Μέσα σε δύο χρόνια, τονίζει, οι εμπορικές τράπεζες θα φτάσουν να έχουν αρνητικές πιστωτικές θέσεις στις εθνικές κεντρικές τους τράπεζες, δηλαδή θα τους χρωστούν λεφτά. Γι’ αυτό οι συγκεκριμένες λειτουργίες πρέπει να σταματήσουν.
Δεύτερον, ο μόνος τρόπος για να σταματήσουν, χωρίς να πάμε σε κρίση, είναι να αναλάβουν οι φερέγγυες κυβερνήσεις τις λειτουργίες αυτές που είναι ουσιαστικά δημοσιονομικές. Τρίτον, αν προσθέσουμε τα ποσά που χρωστούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες στα κρατικά χρέη των εθνικών κυβερνήσεων, φτάνουμε σε τρομακτικά μεγέθη. Η μόνη διέξοδος είναι η επιστροφή σε μια κατάσταση όπου ο ιδιωτικός τομέας θα χρηματοδοτεί τόσο τις τράπεζες όσο και τις κυβερνήσεις. Αυτό όμως θα πάρει πολλά χρόνια – αν είναι κιόλας δυνατό με τόσο υψηλά επίπεδα χρέους.
Η αναδιάρθρωση των χρεών είναι λοιπόν αναπόφευκτη. Αλλά συνάμα θα αποδειχτεί κι εφιάλτης, ιδίως αν, όπως επιμένει ο Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, η ΕΚΤ αρνηθεί να δεχτεί να δεχτεί ως ενέχυρο τους κρατικούς τίτλους των χωρών που θα αναδιαρθρώσουν το χρέος τους. Χωρίς τη στήριξη της ΕΚΤ, οι τράπεζες θα καταρρεύσουν. Οι κυβερνήσεις θα υποχρεωθούν να παγώσουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς και να μετατρέψουν το χρέος σε ένα νέο νόμισμα. Θα ακολουθήσει μια επίθεση στο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος κάθε άλλης ευάλωτης χώρας που θα τις οδηγήσει σε μια ανάλογη καταστροφή. Η Ευρωζώνη αναπόφευκτα θα διαρραγεί. Η εναλλακτική λύση θα είναι ένα πολιτικά εκρηκτικό εγχείρημα για την ανακύκλωση των εκροών του ιδιωτικού τομέα μέσω εισροών του δημόσιου τομέα.
Συνοψίζοντας, τα γεγονότα διέψευσαν ανελέητα τις υποθέσεις του αρχικού σχεδίου του ευρώ. Αν αυτό είναι το σχέδιο στο οποίο επιμένουν τα κυρίαρχα μέλη, θα πρέπει να απομακρύνουν κάποια από τα υπάρχοντα μέλη. Η διαχείριση αυτής της διαδικασίας είναι όμως σχεδόν αδύνατη. Αλλά αν θέλουν να δουλέψει η Ευρωζώνη όπως είναι, χρειάζονται τουλάχιστον τρεις αναπόφευκτες αλλαγές:
Πρώτον, τα τραπεζικά συστήματα δεν μπορεί να παραμείνουν εθνικά. Οι τράπεζες πρέπει να υποστηρίζονται από ένα κοινό Υπουργείο Οικονομικών της Ευρωζώνης, ή ένα Υπουργείο αποτελούμενο από τα απολύτως αξιόχρεα μέλη.
Δεύτερον, η χρηματοδότηση των διακρατικών κρίσεων θα πρέπει να μεταφερθεί από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών σε ένα επαρκώς μεγάλο δημόσιο ταμείο.
Τρίτον, αν θέλουμε να αποφύγουμε τα προβλήματα ενός εθνικού χρεοστασίου, όπως επιμένει η ΕΚΤ, πρέπει να πάψει η χρηματοδότηση των αδύναμων κρατών από τις αγορές για πολλά χρόνια, ίσως για μια δεκαετία. Η χρηματοδότηση αυτή θα πρέπει να προσφερθεί με διαχειρίσιμους όρους σε ό,τι αφορά στο κόστος, αλλά με αυστηρές απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις. Αν το σύστημα που θα προκύψει, θα πρέπει να λέγεται ένωση δημοσιονομικών μεταβιβάσεων δεν είναι βέβαιο: εξαρτάται από το εάν οι δανειζόμενοι θα αποπληρώσουν πλήρως το χρέος τους – πράγμα πολύ αμφίβολο. Σίγουρα όμως θα είναι μια ένωση υποστήριξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου