Της
Νίκης Καλτσόγια-Τουρναβίτη
Ίσως δεν θα πρέπει να αποκρύψει κανείς την υποκρισία που
συνδέεται με την αποκάλυψη τον τελευταίο χρόνο της γενικής κρίσης που μαστίζει
τη χώρα. Τι σημαίνει κρίση, ποιοί οι γενεσιουργοί παράγοντές της, ποια τα
χαρακτηριστικά της και πως διακρίνεται από άλλες καταστάσεις είναι θέματα στα οποία η πολιτική επιστήμη έχει δώσει απαντήσεις. Ο Χάμπερμας
με το πολύ γνωστό βιβλίο του για την κρίση στον ύστερο καπιταλισμό (1975) αλλά
και ο Κλάους Όφφε με το βιβλίο του για τα δομικά
προβλήματα των καπιταλιστικών
χωρών (1972), για να περιοριστούμε σε δύο βασικούς αναλυτές, μελέτησαν
διεξοδικά τα φαινόμενα της κρίσης στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Ειδικά
για τη δική μας πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα τα φαινόμενα
της κρίσης γενικά, ως κρίσης θεσμών, στην ευρεία έννοια του όρου, έχουν
μελετηθεί και δημοσιοποιηθεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Με τα κριτήρια αυτά η Ελλάδα δεν εντάσσεται στις
πολιτικά και κοινωνικά αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Βρίσκεται στο μεταβατικό
στάδιο, αφού τα στοιχεία της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής μας
ανάπτυξης υπολείπονται αυτών που απαντώνται στις αναπτυγμένες πολιτικά και
οικονομικά χώρες της Δύσης. Με αυτά τα δεδομένα τολμώ να υποστηρίζω ότι εμείς
σήμερα χρησιμοποιούμε την οικονομική κρίση που πλήττει τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και έχει
άμεσες επιπτώσεις και στη δική μας,
ως ά λ λ ο θ ι, για να καλύψουμε παθογένειες που
με ευθύνη κατ’ εξοχήν των μετά την
μεταπολίτευση πολιτικών ηγεσιών, αλλά και κοινωνικών δυνάμεων, οδήγησαν τη χώρα
στο τέλμα.
Αναμφισβήτητα η γενική κρίση αξιοπιστίας και
νομιμοποίησης της σημερινής πολιτικής μας ηγεσίας είναι η τραγική
πραγματικότητα. Έτσι στην εναγώνια αναζήτηση διεξόδου, μεταξύ άλλων,
υποστηρίζεται ως πανάκεια ότι η ηλικιακή ανανέωση της πολιτικής ηγεσίας θα
φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα. Από το πώς θα επιτευχθεί η έξοδος από την κρίση έχουμε περάσει στο ποιός μπορεί να το πραγματοποιήσει.
«Να μπουν νέοι άνθρωποι στην πολιτικό σκηνικό, αδιάφθοροι, με νέες ιδέες
για την ανανέωση των πολιτικών κομμάτων». ΄Οχι πως δεν έχει σημασία ποιοί θα
αναλάβουν το έργο του εκσυγχρονισμού και
της αναβάθμισης της δημοκρατίας. Αναμφισβήτητα ο ρόλος της πολιτικής ελίτ -ή
της πολιτικής ηγεσίας- είναι εξαιρετικής σημασίας, όπως άλλωστε ολόκληρος
κλάδος των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών που μελετά το
φαινόμενο της ηγεσίας έχει
διαπιστώσει. Επειδή το στοιχείο της
ηλικίας για την επιλογή της κατάλληλης πολιτικής ηγεσίας, και μάλιστα με
συγκεκριμένο προσδιορισμό -«οι
τριαντάρηδες»- προβάλλεται υπερβολικά με ελλιπέστατη, αν μη ανύπαρκτη
αιτιολόγηση, νομίζω ότι θα πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά ορισμένα από τα θέματα
που σχετίζονται με τα κριτήρια επιλογής της ηγεσίας και βέβαια πρωταρχικά, μια
και τέθηκε, το θέμα της ηλικίας των
ηγεσιών.
Θα
πρέπει ασφαλώς να τονίσουμε ότι στη μεγάλη προβολή της νεότητας ως κριτηρίου
επιλογής αντικατοπτρίζεται και η φυσιολογική αντίθεση μεταξύ των γενεών και οι
αντιλήψεις που συνδέονται με τις βιολογικές ικανότητες κατά ηλικιακή κατηγορία.
Οι νέοι είναι οι τολμηροί, οι δυνατοί, οι ανανεωτές, οι ριζοσπαστικοί, με τα
οράματα και το πάθος για ζωή και δημιουργία. Οι «γέροι», δηλαδή οι πάνω από τα πενήντα είναι
συντηρητικοί, αρτηριοσκληρωτικοί, άτολμοι και αδύναμοι, προσκολλημένοι στους
τύπους. Πόσο όμως οι κρατούσες αυτές αντιλήψεις αποτελούν πραγματικότητα ή μύθο; Η απάντηση σ΄ αυτά τα ερωτήματα πρέπει
ν’ αναζητηθεί στα πορίσματα σχετικών μελετών της πολιτικής ψυχολογίας
και της ιστορικής έρευνας. Μια πρώτη
βασική διαπίστωση είναι ότι δεν μπορούμε
να είμαστε δογματικοί για το στοιχείο της ηλικίας, ως κριτήριο επιλογής της
πολιτικής ηγεσίας. Κι΄ αυτό γιατί η μυική δύναμη και η φυσική ορμή δεν
είναι κατ΄ ανάγκη συνδεδεμένες με την κοινωνική δύναμη ή τις ηγετικές
ικανότητες. Στην πραγματικότητα, η ηγετική ικανότητα εμφανίζεται σχετικά αργά
στη ζωή, με τη μορφή μιας ισχυρής προσωπικότητας και ενός ισχυρού “εγώ”.
Παραδοξολογικά λοιπόν, το ηγετικό χάρισμα είναι περισσότερο εμφανές στην
προχωρημένη ηλικία, όπου εμφανίζεται ως ίδιο δικαίωμα και δεν συγχέεται με τη
μυική δύναμη ή το νεανικό κορμί.
Ένα
γενικό γνώρισμα είναι ότι σε κοινωνίες παραδοσιακές, που εμφανίζουν μια
στασιμότητα στην εξέλιξη, η γεροντοκρατία είναι ο κανόνας. Αυτό ερμηνεύεται από
το γεγονός ότι οι ηλικιωμένοι ηγέτες είναι «γέφυρες με το θείο», προσδίδουν ουσία στους θεμελιώδεις μύθους, οι
οποίοι αποτελούν τις συλλογικές εκφράσεις που πλουτίζουν την κοινωνική ζωή με
σημασία. Τους «γέρους» διακρίνει το γνωστό και
το δοκιμασμένο, το σίγουρο και το θεμελιωμένο, ο νόμος και η τάξη, η λογική και
ο υπολογισμός, η συνέχεια και η παράδοση. Οι «γέροντες», η «γερουσία» -και ως θεσμός- εκφράζουν ακριβώς αυτή την αξία
προς την ώριμη πολιτική ηγεσία. Αντίθετα σε περιόδους έντονων ανακατατάξεων και
επαναστάσεων το στοιχείο της νεότητας είναι πολύ εμφανές στην πολιτική ηγεσία τους.
Αλλά γενικότερα, όσο οι κοινωνίες
εκσυγχρονίζονται τεχνολογικά και
διασυνδέονται με τον έξω κόσμο, τα νέα άτομα
βαθμιαία αποκτούν οικονομική και κοινωνική αυτονομία. Οι νέοι είναι
αυτοί που φέρνουν τη «μοντέρνα» δύναμη με τη μορφή του πλούτου και της
τεχνολογίας στην κοινωνία και γίνονται
οι σύγχρονοι «Προμηθείς». Από την άλλη όμως
θεωρούνται ότι τους διακρίνει η προχειρότητα, το υπερφίαλο και η έλλειψη του αναγκαίου σεβασμού στους
θεσμούς.
Από
τις βασικές αυτές διαπιστώσεις μπορούμε νομίζω να καταλήξουμε στο συμπέρασμα
ότι η ηλικία συνδέεται με τις λειτουργικές ανάγκες μιας κοινωνίας, τις οποίες
υπηρετεί. Με τα κριτήρια άλλωστε αυτά διαπιστώνουμε ότι σε πιό παραδοσιακές
κοινωνίες, ακόμα και σήμερα το στοιχείο της ωριμότητας, από πλευράς ηλικίας της
πολιτικής ηγεσίας, συνδέεται με μια μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, ενώ αντίθετα σε
κοινωνίες που πέτυχαν γρήγορο οικονομικό εκσυγχρονισμό, όπως για παράδειγμα οι
Η.Π.Α., το στοιχείο της νεότητας αποτελεί βασικό θετικό παράγοντα και έχει γενικότερα επηρεάσει και τις
πολιτικές αξίες της κοινωνίας αυτής. Πάντως, από όλες τις σχετικές έρευνες
σαφώς προκύπτει ότι οι ηγετικές ικανότητες, με το γνώρισμα της δυνατότητας ανανέωσης και εκσυγχρονισμού,
δεν εξαρτώνται κατ΄ ανάγκη από την ηλικία. Και αυτό αποδεικνύεται από πλήθος
παραδειγμάτων ιστορικών προσωπικοτήτων. Ένα όμως είναι βέβαιο: Ότι και στις κοινωνίες
που στοιχείο του πολιτικού τους πολιτισμού είναι η «νεοκρατία», το νεαρό της ηλικίας
δεν είναι αυτό καθ΄ εαυτό κριτήριο
επιλογής της πολιτικής τους ηγεσίας, αλλά
η ηλικία συν το
επίτευγμα.
Με
τα παραπάνω δεδομένα, που τελείως σχηματικά αναφέρθηκαν, ένα πρωταρχικό
ερώτημα, που θέτουν οι μελέτες για την ηγεσία, είναι ποιές οι πηγές της δύναμης
των ηγετών. Και εδώ υπάρχει πλήθος παραδειγμάτων ελέω “Θεού”, πατρός, ή άλλων μορφών νεποτισμού και ευνοιοκρατίας, που συντέλεσαν αποφασιστικά
στην ανάδειξη των «τριαντάρηδων» της πολιτικής μας ζωής. Ποιά είναι τα επιτεύγματα των νέων ανθρώπων
που ακούγονται στο πολιτικό μας στερέωμα και προβάλλονται ως σωτήρες της
ενότητας και της εξόδου από την κρίση; Μέσα από ποιές δημοκρατικές διαδικασίες
και από ποιες κομματικές δομές αναδείχθηκαν; Πόσο ζυμώθηκαν με τα
κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα του τόπου; Πόσες ρίξεις έκαμαν με
το κομματικό ή πολιτικό κατεστημένο, για να διαφυλάξουν τους δημοκρατικούς
θεσμούς και να αλλάξουν τις κατεστημένες
αντιλήψεις και πελατειακές δομές; Ποιές ανανεωτικές και
κοινωνικά αποδεκτές λύσεις σε κοινωνικά θέματα πρόβαλαν και δικαιώθηκαν; Στο θέμα αυτό η ελληνική
πραγματικότητα μετά τη μεταπολίτευση και κυρίως τις εκλογές του 1981, έχει να
επιδείξει μεγάλη ηλικιακή ανανέωση των μελών του κοινοβουλίου, αλλά και
μεθόδους επιλογής τύπου «πασαρέλας». Αυτό ισχύει και για τις τελευταίες
εκλογικές αναμετρήσεις. Από τους «σαραντάρηδες» της δεκαετίας του ’80 περάσαμε
στους «τριαντάρηδες», σε ποσοστό 40%
στις τελευταίες εκλογές. Η σύνθεση όμως αυτής της Βουλής μας όχι μόνο
δεν πείθει για την ύπαρξη ηγετικών ικανοτήτων, αλλά αντίθετα
δείχνει περιφρόνηση των κοινοβουλευτικών κανόνων και των κανόνων
κοινοβουλευτικής ηθικής και δεοντολογίας και συμπεριφοράς. Ακόμα η κρίση του πολιτικού λόγου στη σημερινή
βουλή είναι αποκαρδιωτική. Ο άκρατος λαϊκισμός
και η ακραία βίαιη συμπεριφορά χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα τα νεώτερα
μέλη της βουλής μας.
Η κριτική αυτή για το
θέμα της ηλικίας της πολιτικής ηγεσίας,
δε σημαίνει και μη αναγνώριση των
ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που συνδέονται με το νεαρό της ηλικίας και την
ανάγκη συνύπαρξης και νέων και μεγάλης ηλικίας
πολιτικών ηγετών. Κι΄ αυτό γιατί είναι
βέβαιο ότι πραγματικές ηγετικές ικανότητες μπορεί κανείς να διαπιστώσει
και σε νέα και σε ώριμα ή περισσότερο προχωρημένης ηλικίας άτομα σε όλες τις
κοινωνίες, γιατί τα χαρακτηριστικά της ηγεσίας, με ανθρωπολογικά, ψυχολογικά
και βιο-κοινωνιολογικά κριτήρια αποτελούν στοιχεία της ίδιας της προσωπικότητας
του ατόμου, που βέβαια επηρεάζονται και από εξωγενείς παράγοντες. Το ποιός
είναι νέος και ποιός ηλικιωμένος φαίνεται από την ψυχική του διάθεση και τη
δίψα για ζωή και δημιουργία, με πρόκληση του κινδύνου και της μοίρας. ‘Οταν
όμως μιλάμε σήμερα για υπεύθυνη
πολιτική ηγεσία έχουμε κατά νου τη λειτουργική
αποστολή, που της αναγνωρίζεται ότι
έχει στα δημοκρατικά πολιτεύματα. Και αυτή η αποστολή είναι να υπηρετεί το λαό, την κοινωνική πρόοδο και
δικαιοσύνη με μία και μοναδική δέσμευση: Το σεβασμό
των δημοκρατικών θεσμών.
* H
Νίκη Καλτσόγια-Τουρναβίτη είναι ομότιμη
καθηγήτρια του Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου