Έντονο προβληματισμό προκαλεί στην Αθήνα η δημοσιοποίηση μελέτης της ΕΚΤ σύμφωνα με την οποία η δημοσιονομική προσαρμογή μέσω αύξησης των φόρων έχει αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Όπως αναφέρουν οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ, μια πολιτική βασισμένη στην μείωση των
δαπανών είναι σαφώς πιο αποτελεσματική για τη μείωση του χρέους μιας χώρας από ότι η επιβολή φόρων. Η ανωτέρω μελέτη βλέπει το φως της δημοσιότητας σε μια περίοδο που η ελληνική κυβέρνηση έχει υποβάλει προτάσεις για σειρά αλλαγών που αφορούν τη φορολογικό σύστημα με σημαντικές αυξήσεις φόρων σε εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ για ελεύθερους επαγγελματίες και 60.000 ευρώ για μισθωτούς, ενώ σύμφωνα με τις προτεινόμενες αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για ελεύθερους επαγγελματίες και επιτηδευματίες, αναμένονται σοβαρές αυξήσεις εισφορών σε εκείνους που δηλώνουν εισοδήματα 20.000 ευρώ και πάνω. Η μελέτη των οικονομολόγων της ΕΚΤ θεωρείται πάντως από πολλούς ως έναέμμεσο «μήνυμα Ντράγκι» προς την Αθήνα για λιγότερους φόρους και περισσότερες περικοπές στις κρατικές δαπάνες.Τι αναφέρει η έκθεση της ΕΚΤ
Στην έκθεσή τους, οι Maria Grazia Attinasi και Luca Metelliυποστηρίζουν πως όταν μια χώρα επιχειρεί να μειώσει το λόγο του δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, η αύξηση φόρων είναι αντιπαραγωγική. Μελετώντας την εμπειρία 11 χωρών της ευρωζώνης από το 2000 έως το 2012, οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ υποστηρίζουν πως οι υψηλότεροι φόροι δεν οδηγούν κατ' ανάγκη στη μείωση και του λόγου του χρέους μιας χώρας. Η μείωση του δημόσιου χρέους στις χώρες που ακολουθούν πολιτικές μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων τους είναι πιο πιθανόν να επιτευχθεί,εάν η προσαρμογή γίνεται από την πλευρά των δαπανών παρά των εσόδων, υποστηρίζουν.
«Όταν η δημοσιονομική προσαρμογή εφαρμόζεται μέσω μιας αύξησης στους φόρους, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ επιστρέφει στα προ του σοκ επίπεδα μόνο μακροπρόθεσμα, αποτυγχάνοντας να οδηγήσει σε βελτίωση στον λόγο του χρέους και προκαλώντας αυτό που αποκαλούμε μια αυτοαναιρούμενη δημοσιονομική πολιτική», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι δύο οικονομολόγοι. Αντ'αυτού, υποστηρίζουν πως η μείωση του χρέους είναι πιο πιθανό να προέλθει από έναν περιορισμό των δαπανών. «Οι προσαρμογές που βασίζονται στις δαπάνες τείνουν να οδηγούν σε μια πιο βιώσιμη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ σε σχέση με τα προ του σοκ επίπεδα, ενώ οι προσαρμογές που βασίζονται στα έσοδα δεν προσφέρουν κάποια μακροπρόθεσμη βελτίωση στις προοπτικές βιωσιμότητας», τονίζουν και καταλήγουν: «Στην περίπτωση των προσαρμογών που βασίζονται στα έσοδα, η αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ τείνει να είναι μεγαλύτερη και να διαρκεί περισσότερο απ' ό,τι στις προσαρμογές που στηρίζονται στις δαπάνες».
Με το βλέμμα στην Αθήνα;
Η έκθεση της ΕΚΤ βλέπει το φως της δημοσιότητας σε μια περίοδο που η Αθήνα έχει γνωστοποιήσει στους Θεσμούς σειρά αλλαγών στο φορολογικό σύστημα με προτάσεις που σε αρκετές περιπτώσεις οδηγούν σε υπερφορολόγηση, όπως η επιβολή ανώτατου φορολογικού συντελεστή στο 50%. Την ίδια στιγμή, εντείνονται οι πιέσεις των δανειστών σε όλα τα εκκρεμή ζητήματα που αφορούν το «κλείσιμο» της πρώτης αξιολόγησης, με το γερμανικό πρακτορείο MNI να αναφέρει -επικαλούμενο αξιωματούχους της ΕΕ- ότι οι εκπρόσωποι των Θεσμών δεν θα επιστρέψουν στην Αθήνα χωρίς συγκεκριμένες και αποδεκτές προτάσεις.
Σημειώνεται ότι στην πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης με τους επικεφαλής των Θεσμών, η ελληνική πλευρά εισέπραξε αρκετές «κόκκινες κάρτες» σχετικά με τις προτάσεις που αφορούν το περιεχόμενο του περίφημου φορολογικού πακέτου.
Οι δανειστές φέρονται να διαμήνυσαν πως το σχέδιο μπορεί να αυξάνει τα έσοδα σε επίπεδο προβλέψεων δεν το κάνει ωστόσο οριζόντια αλλά κάθετα. Το αποτέλεσμα θα είναι να κληθούν να καταβάλουν περισσότερα εκείνοι που ήδη πληρώνουν, ενώ ορατός είναι και ο κίνδυνος κάποιοι να στραφούν στην οδό της φοροδιαφυγής. Σοβαρές ενστάσεις διατύπωσαν οι δανειστές και στην πρόταση για την επαναφορά του καθεστώτος της ενιαίας φορολογικής κλίμακας για τη φορολόγηση του συνολικού εισοδήματος κάθε φορολογούμενου. Αντιδράσεις συνάντησε η ελληνική πλευρά και στο θέμα του ανώτατου συντελεστή φορολόγησης 50%, ο οποίος θα αφορά εισοδήματα άνω των 60.000 ευρώ, κάτι το οποίο μπορεί να λειτουργήσει αντιαναπτυξιακά και ευνοήσει περαιτέρω τη φοροδιαφυγή.
Την ίδια στιγμή, στο μέτωπο του ασφαλιστικού, η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών για να μην περικοπούν οι κύριες συντάξεις δεν φαίνεται να γίνεται δεκτή, ενώ η πρόταση της ελληνικής πλευράς να παρακρατείται ακόμη και το 60% του εισοδήματος εκατοντάδων χιλιάδων αυτοαπασχολούμενων για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές δεν φαίνεται να αρκεί για να καλύψει τα κενά σε δημοσιονομικό και ασφαλιστικό.
Νέο μήνυμα από τους δανειστές για την αξιολόγηση
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με το πρακτορείο ΜΝΙ, το οποίο επικαλείται δηλώσεις αξιωματούχων της ευρωζώνης, οι διαπραγματεύσεις της Αθήνας με τους δανειστές μπορεί να πάρουν ακόμη και μήνες, αν η ελληνική κυβέρνηση δεν συνεργαστεί πλήρως στο πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Όπως αναφέρει μάλιστα ο ένας αξιωματούχος, οι Θεσμοί δεν πρόκειται να επιστρέψουν στην Αθήνα για τη δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων εάν δεν έχουν υπάρξει συγκεκριμένες και αποδεκτές προτάσεις.
Σύμφωνα με τους ίδιους αξιωματούχους, η όποια προσπάθεια από ελληνικής πλευράς να πολιτικοποιήσει τις διαπραγματεύσεις δεν πρόκειται να γίνει δεκτή από τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης. «Οι συνομιλίες που έγιναν την προηγούμενη εβδομάδα ήταν απλά διερευνητικές», ανέφερε υψηλόβαθμος αξιωματούχος, ο οποίος σημείωσε πως οι Θεσμοί δεν «διατύπωσαν συγκεκριμένες απαιτήσεις» αφού δεν έχουν στα χέρια τους τα στοιχεία.
«Υπάρχει ακόμη μεγάλο κενό ανάμεσα σε αυτά που ζητάμε και το τι έχει δώσει η ελληνική κυβέρνηση μέχρι τώρα. Δεν έχουμε καθορίσει ακόμη το δημοσιονομικό έλλειμμα για αυτή τη χρονιά, κάτι το οποίο αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την αξιολόγηση», τόνισε η ίδια πηγή. Παρά την «καλή θέληση που εξέφρασαν οι δανειστές της Ελλάδας» να συζητήσουν για ισοδύναμα, «η Ελλάδα φαίνεται ότι δεν μπορεί να παραδώσει τέτοια μέτρα», ανέφερε άλλος αξιωματούχος.«Πρέπει να γίνει πολλή δουλειά. Συμφωνήσαμε ότι διαφωνούμε. Κρίνοντας από τις συζητήσεις της προηγούμενης εβδομάδας, οι διαπραγματεύσεις μπορεί να κρατήσουν μήνες. Δεν βλέπω πραγματικές χρηματοδοτικές ανάγκες για την Ελλάδα ως τον Ιούνιο», ανέφερε ο αξιωματούχος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου