Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Του Λευτέρη Καρχιμάκη : ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ;

Τα όρια είναι πολύ στενά για εμάς...Τα προβλήματα της μετάβασης προς μία σοσιαλιστική κοινωνία, έχουν αναλυθεί σε θεωρητικό επίπεδο, με αρχικό ερέθισμα τη ρωσική επανάσταση του '17, τα πειράματα των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, αργότερα τις επαναστατικές εμπειρίες -βραχύβιες ή μακροχρόνιες χωρών του τρίτου κόσμου

και τις προσπάθειες των χωρών της Λατινικής Αμερικής και εσχάτως με την εκλογική άνοδο, πολιτικών χώρων που, τουλάχιστον αυτοπροσδιορίζονταν, ως αριστεροί στην Ευρώπη.
Στην Ελλάδα ωστόσο, ειδικά μετά την στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, και την γενική υποχώρηση της αριστεράς, η συζήτηση γύρω από το ζήτημα αυτό, φαίνεται έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Παρόλα αυτά όσοι βλέπουμε το εαυτό μας στην αριστερά, ίσως είναι καιρός να ξανανοίξουμε τη συζήτηση αυτή, όχι βέβαια με ένα θεωρητικό ή ακαδημαϊκό χαρακτήρα, αλλά πραγματοποιώντας , σήμερα, εκείνα τα μικρά βήματα που είναι δυνατά και σχεδιάζοντας τα αμέσως επόμενα.
Η ανάγκη αυτή συγκρότησης ενός σχεδίου λύτρωσης για τους καταπιεσμένους, δεν είναι επίπλαστη, δεν έρχεται να καλύψει ψυχολογικά κενά ή να δώσει μια αίσθηση «σκοπού» σε όσους νιώθουμε ότι ηττηθήκαμε, αντίθετα αν κανείς αντικρύσει ψύχραιμα τη διεθνή συγκυρία θα συνειδητοποιήσει, ότι είναι πέρα για πέρα πραγματική.
Είμαστε σύμφωνοι, ότι περνάμε μια βαθιά κρισιακή περίοδο σε παγκόσμια κλίμακα. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός και το κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα έκφρασης του μέχρι σήμερα, ο νεοφιλελευθερισμός, αδυνατεί να δώσει έστω και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή στους καταπιεζόμενους. Την ίδια στιγμή ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας που παραδοσιακά ερχόταν να «σώσει τον καπιταλισμό από τους καπιταλιστές», είναι πολιτικά απονομιμοποιημένος και στερείται των εργαλείων να κάνει, έστω αυτό το λίγο που έκανε, με οριακές μεταρρυθμίσεις να μετριάσει (δίχως βέβαια να άρει) την καταπίεση που δέχονται οι υποτελείς τάξεις από την απληστία των κυρίαρχων. Έτσι λοιπόν, με τους δύο πολιτικούς πόλους που κυριάρχησαν στην Ευρώπη μετά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα να καταρρέουν, ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο με ορίζοντα το σοσιαλισμό φαντάζει απαραίτητο.
Οφείλουμε να ομολογήσουμε, όσοι πιστεύουμε στο σοσιαλισμό, ότι τα παραδείγματα μεγάλης κλίμακας, χωρών που είτε προσπάθησαν να μεταβούν είτε θεώρησαν ότι μετέβησαν στον σοσιαλισμό, δεν μας ικανοποιούν.
Πρώτα από όλα, δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι γιατί αναγνωρίζουμε, με ευχέρεια ότι εκεί συνέχισε ή συνεχίζει να υπάρχει εξαρτημένη εργασία. Εκεί όπως και στο κλασσικό καπιταλιστικό μοντέλο υπάρχει η αγορά εργασίας. Και αυτό, αν δεν είναι σήμα κατατεθέν του καπιταλισμού, σίγουρα δεν είναι του σοσιαλισμού.  Αρνητικά δηλαδή, μας δίνεται η πληροφόρηση πως υπάρχει ουσιαστικά μια ταξική κοινωνία, πιθανότατα αλλαγμένη ριζικά σε σχέση με τα καπιταλιστικά πρότυπα αλλά χωρίς να είναι αυτό που οραματιζόμαστε. Γιατί όταν μιλάμε για τον σοσιαλισμό, στοχεύουμε στην διαμόρφωση άλλων κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων, που καταργούν την εξαρτημένη εργασία και δίνουν στους εργαζόμενους την ευκαιρία να αυτοδιαχειρίζονται την παραγωγή.
Επιπλέον, όταν μιλάμε για σοσιαλισμό, είναι σαφές πως δεν τον ταυτίζουμε με την μονοκρατορία του κόμματος, που είναι «φωτισμένο», που τα «ξέρει όλα» και που «οδηγεί τις μάζες» στα πλαίσια ενός προγράμματος, στη διαμόρφωση του οποίου δεν έχει συμμετάσχει η λαϊκή βάση. Αντίθετα, πρέπει να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά ενός σοσιαλισμού που θα δίνει προτεραιότητα στη συμμετοχικότητα , στην άσκηση ελέγχου από τα κάτω σε όλα τα πεδία της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής, στα πλαίσια μιας πραγματικής και ολοκληρωμένης δημοκρατίας.
Αν δεχθούμε ότι αυτές οι δύο παραδοχές θα αποτελέσουν τους βασικούς πυλώνες των αναζητήσεων μας, σε δεύτερη φάση πρέπει να εξειδικεύσουμε. Δεν είναι δυνατόν να αναζητήσουμε κάποιο γενικό τυφλοσούρτη, γιατί πάντοτε έχουν τεράστια σημασία οι συγκεκριμένες ιστορικές αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες που υφίστανται σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό.
Συγκεκριμενοποιώντας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάποια προσδιορισμένη τάξη, η οποία θα αποτελέσει την πρωτοπορία του σοσιαλιστικού κινήματος, και που στα παραδοσιακά μαρξιστικά μοντέλα είναι η εργατική. Στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, η με τη στενή έννοια «εργατική τάξη» ούτε είναι ποσοτικά μεγάλη ούτε αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς. Αντίθετα παράλληλα με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, συνυπάρχουν πολλές τάξεις και στρώματα που λειτουργούν σε σύστημα και σχέσεις παραγωγής προκαπιταλιστικές.
Σε αυτή την κατηγορία, ανήκουν και οι μικροί αγρότες, οι βιοτέχνες, οι μισθωτοί και οι μικρο μεσαίοι. Είναι λοιπόν επόμενο,  να επιδιώξουμε την συγκρότηση ενός μπλοκ που θα εκφράζει εκείνους που είναι αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης, όχι μόνο από τον βιομήχανο, αλλά και από τον μεσάζοντα, τον μεταπράτη, το τραπεζικό σύστημα, τις πολυεθνικές, τους ελέγχοντες τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών κ.ο.κ.
Ποια είναι τα εργαλεία και η στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσει, το μπλοκ των καταπιεζόμενων για να καταφέρει να πραγματώσει τους δύο πυλώνες που τέθηκαν ;
Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, έδειξε ότι ένα αριστερό κόμμα κατακτώντας την κυβέρνηση, ακόμα και με την πιο δυναμική κινηματική στήριξη και έγκλιση, είναι αδύνατον να χαράξει πολιτική υπέρ των καταπιεζομένων και να μην ενσωματωθεί όταν έρθει αντιμέτωπο με τις σκληρές δομές του κράτους, εκτός κι αν έχουν δημιουργηθεί σε προγενέστερο χρόνο εκείνες οι δομές που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά προς το κράτος και να το υποκαταστήσουν όσων αφορά στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική οργάνωση.
Ίσως λοιπόν ήρθε η στιγμή στην αριστερά να συζητήσουμε όχι για την στάση μας απέναντι στο κράτος, αλλά για το πώς, αρχικά τουλάχιστον, μπορούμε να το παρακάμψουμε, μέχρι να έχουμε δημιουργήσει τις δομές εκείνες. Το ερώτημα που προκύπτει όμως, είναι το ποιες θα είναι αυτές οι δομές και πως θα καταφέρουμε την προαναφερθείσα παράκαμψη, εξυπηρετώντας παράλληλα τους δύο πυλώνες που θέσαμε εξ αρχής και καθιστώντας το δικό μας εναλλακτικό αφήγημα ηγεμονικό ;
Η πολιτική ηγεμονία ενός εναλλακτικού σχεδίου από πλευράς μας, προϋποθέτει πέρα από την προσφορά ενός συλλογικού οραματικού στόχου που θα πραγματοποιηθεί στο μέλλον, την ικανοποίηση, στο τώρα, πραγματικών αναγκών του μπλοκ με το οποίο τασσόμαστε.
Οι ανάγκες αυτές αφορούν τόσο πολιτικές πτυχές του ανθρώπου, να νιώθει ότι μπορεί να διαμορφώσει τις εξελίξεις, το περιβάλλον και τις αποφάσεις που αφορούν την ζωή του, όσο και υλικές που έχουν να κάνουν με την επιβίωση και τον βιοπορισμό του.
Tόσο η υπόθεση μιας ουσιαστικής, ολοκληρωμένης δημοκρατίας, όσο και η προσπάθεια δημιουργίας ενός διαφορετικού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου που θα καλύπτει τις υλικές ανάγκες των από κάτω, ίσως τελικά να περνάει από την πολιτική αποκέντρωση και την δημιουργία δικτύων αλληλέγγυας οικονομίας.
Η δημοκρατική ολοκλήρωση, προϋποθέτει την άμεση και ανόθευτη συμμετοχή του καθενός στις αποφάσεις οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν τη ζωή του, να μπορεί να συζητήσει, να συμφωνήσει, να διαφωνήσει και να συναποφασίσει. Αυτό, καθίσταται δυνατόν με την προσπάθεια διενέργειας δημοψηφισμάτων τοπικού χαρακτήρα, τη δημιουργία συνελεύσεων κατοίκων γειτονιών ή, γιατί όχι, ακόμα και δήμων και βέβαια με την δημιουργία χώρων, στεκιών, δομών που ό τρόπος διαχείρισης και λειτουργίας τους θα δίνει μια εικόνα της κοινωνίας που επιθυμούμε να οικοδομήσουμε.
Η κάλυψη των υλικών αναγκών, δεδομένου ότι ακόμα εκτός του συστήματος της ελεύθερης αγοράς δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε, έχει δύο σκέλη. Το πρώτο είναι η παύση της κάρπωσης της υπεραξίας του εργαζομένου, του αγρότη κ.ο.κ από τον εργοδότη, τον μεσάζοντα, τον μεταπράτη κ.ο.κ και το δεύτερο σκέλος έχει να κάνει με την προσφορά στον καταναλωτή επαρκούς ποσότητας, ικανοποιητικής ποιότητας προϊόντος και σε τιμή που να μπορεί να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες.
Το πρώτο σκέλος, μπορεί να καλυφθεί με την προσπάθεια πολλαπλασιασμού και εκσυγχρονισμού των συνεταιριστικών εγχειρημάτων, αλλά και με την εξέλιξη υπαρχόντων δομών που λειτουργούν ως αντιπαραδείγματα, πολιτιστικά, πολιτικά, κοινωνικά σε γειτονιές, ώστε να λειτουργούν και ως πόλοι οργάνωσης μικρών τοπικών δικτύων αλληλέγγυας οικονομίας που θα προσαρμόζονται στις ανάγκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε γειτονιάς κάθε κοινωνικού χώρου.

Το δεύτερο σκέλος, με μία πρώτη ανάγνωση, φαίνεται να καλύπτεται από το πρώτο καθώς με την απουσία του μεταπράτη και του μεσάζοντα και με την πιθανή παροχή χώρου διάθεσης των προϊόντων από τις κατά τόπους προαναφερθείσες δομές, το προϊόν θα έχει  και χαμηλότερο κόστος. Παρόλα αυτά, μια τέτοια επιφανειακή αντιμετώπιση παραγνωρίζει, ότι τα περιγραφόμενα δίκτυα δεν πρόκειται να είναι ικανά να αντικαταστήσουν εν γένει τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και ότι ο καπιταλισμός, ακόμα και σε εποχές ευμάρειας πόσο μάλλον σε περιόδους κρίσεις, στερεί από ορισμένους την δυνατότητα ικανοποίησης ακόμα και βασικών βιοτικών αναγκών. Μια πιθανή απάντηση στο προαναφερθέν πρόβλημα, ίσως να ήταν οι τράπεζες χρόνου, αποθεματικά αλληλεγγύης ή άλλες μορφές αλληλέγγυας οικονομίας οι οποίες θα διαμορφώνονται ανάλογα με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα και τις ανάγκες της κάθε περιοχής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου