Η Ευρώπη του 2019 βρίσκεται, αναμφίβολα, σε μία από τις πλέον καθοριστικές φάσεις για το μέλλον της, αντιμέτωπη με μεγάλα εσωτερικά προβλήματα και περιφερειακές προκλήσεις, αναζητώντας ταυτόχρονα τη δική της θέση σε ένα ευμετάβλητο
διεθνές περιβάλλον. Είναι γεγονός ότι διανύει μία περίοδο που σηματοδότησε πλήθος πολιτικών εξελίξεων σε αρκετά κράτη της αλλά συνιστά εξίσου το έτος των πιο διαφορετικών Ευρωεκλογών που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα με την ενίσχυση των πράσινων κομμάτων να καθίσταται ξεκάθαρα ως η πλέον ενδιαφέρουσα εξέλιξη στη νέα πραγματικότητα για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Το αίτημα, λοιπόν, για μία νέα Ευρώπη όπου η κλιματική αλλαγή, τα ακραία καιρικά φαινόμενα ανά την υφήλιο και η τεράστια οικολογική καταστροφή θα θέτονται στο επίκεντρο της άσκησης πολιτικής και της λήψης αποφάσεων είναι ισχυρό και επιτακτικό περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Ανέκαθεν το πράσινο κίνημα είχε ως πυρήνα του την οικολογική συνείδηση, την περιβαλλοντική ευθύνη αλλά και τις ατομικές ελευθερίες, την κοινωνική δικαιοσύνη, τον σκεπτικισμό σχετικά με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Εντούτοις, από το τέλος της δεκαετίας του ’80 και έπειτα, η φιλοσοφία των πράσινων κομμάτων ανά την Γηραιά Ήπειρο απέκτησε κι έναν πιο κοινοβουλευτικό χαρακτήρα, ενθαρρύνοντας την ΕΕ στην υιοθέτηση εναλλακτικών πολιτικών ως προς τη λειτουργία των οργάνων της. Φτάνοντας στο σήμερα, πάντως, η αφύπνιση των Ευρωπαίων σε θέματα οικολογικής φύσης είναι δεδομένη ενώ τους τελευταίους μήνες πληθαίνουν με γεωμετρική πρόοδο οι φωνές, οι μαθητικές-φοιτητικές κινητοποιήσεις και οι διαδηλώσεις ακτιβιστών, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για το κλίμα και το περιβάλλον. Αν υπάρχει, συνεπώς, «ένα πράγμα που είναι ξεκάθαρο για τη διαμόρφωση πολιτικής στα επόμενα πέντε χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είναι ότι τα πράγματα πρόκειται να γίνουν πολύ πράσινα»1.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η εντυπωσιακή άνοδος των πράσινων κομμάτων ήταν η έκπληξη της ιστορίας των ευρωπαϊκών εκλογών οι οποίες διεξήχθησαν στο διάστημα από 23 έως 26 Μαΐου του 2019. Σε μία εκλογική διαδικασία που συγκέντρωσε ίσως για πρώτη φορά το έντονο ενδιαφέρον των πολιτών, των πολιτικών κύκλων εντός και εκτός Ευρώπης καθώς και των αγορών, η συμμετοχή των περίπου 420 εκατομμυρίων ψηφοφόρων δεν ανέδειξε μόνο τους νέους αντιπροσώπους τους και την πορεία που θα ακολουθηθεί μέχρι το 2024. Ανέδειξε, μεταξύ άλλων, τη δυναμική που κατέχουν πλέον τα κόμματα που άπτονται των ζητημάτων του περιβάλλοντος σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, αφήνοντας πίσω τους παραδοσιακά κυρίαρχες πολιτικές ομάδες, ανεβαίνοντας συνεχώς στις προτιμήσεις των εκλογέων και καταλαμβάνοντας θέσεις εξουσίας. Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Βέλγιο, Φινλανδία και Ιρλανδία είναι οι χώρες στις οποίες έχουν καταγραφεί τα περισσότερα πολιτικά κέρδη για τις πράσινες δυνάμεις, πολλώ δε μάλλον «σε αστικές περιοχές και μεταξύ νεότερων ψηφοφόρων»2, τονίζοντας τη θεμελιώδη μεταβολή του ευρωπαϊκού πολιτικού γίγνεσθαι. Η ιστορική επιτυχία για την τέταρτη δύναμη «Πράσινοι – Ευρωπαϊκή Ελεύθερη Συμμαχία» είναι αδιαμφισβήτητη και η κατάκτηση των 69 εδρών στο Ευρωκοινοβούλιο γίνεται η αιτία για αλλαγή ισορροπιών, το τέλος της πλειοψηφίας για την κεντροαριστερά και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και για το ρόλο ρυθμιστή που οπωσδήποτε θα διαδραματίσουν οι οικολογικές φωνές στις ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευρώπη μεταβάλλεται και σύμφωνα με το μήνυμα της ευρω-κάλπης οφείλει να προσαρμοστεί στις επιταγές του σήμερα και στα νέα δεδομένα που θέτουν οι πολίτες της. Ο πολιτικός κατακερματισμός έχει δώσει τη θέση του στο πράσινο «κύμα» το οποίο έχει επιφορτιστεί με περισσότερες ευθύνες, προχωρώντας σε συντονισμένες δράσεις που θα αποσκοπούν «στην προστασία του κλίματος, στην προώθηση της κοινωνικής Ευρώπης καθώς και στη δημοκρατία στο κράτος δικαίου»3.
Με λίγα λόγια, το περισσότερο ρεαλιστικό και, κατά τα ειωθότα, μετριοπαθές προφίλ των πράσινων ευρωπαϊκών δυνάμεων κατόρθωσε να προσελκύσει σωρεία δυσαρεστημένων ή και ακόμα απηυδισμένων ψηφοφόρων,ειδικότερα από τα ασθενέστερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, εστιάζοντας πέραν της κλιματικής αλλαγής, στην κοινωνική συνοχή και επιπλέον την ψηφιακή οικονομία. Περιστάσεις που θυμίζουν τη Γαλλία, το «Κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων», τις διαδηλώσεις φοιτητών, εργαζομένων και των χαμηλότερων πληθυσμιακών τάξεων σχετικά με την υιοθέτηση μίας πράσινης φορολογίας ως προς τη χρήση των καυσίμων, χωρίς την εξασφάλιση της συμμετοχής όλων των δρώντων στην κοινωνία. Εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας, λοιπόν, για την πολιτική νίκη αυτών των κομμάτων ήταν η στάση που τήρησαν προεκλογικά και μετεκλογικά χωρίς να αποκλίνουν από το πρόγραμμα που παρουσίασαν και δεσμεύτηκαν να ακολουθήσουν. Σε αντίθεση με τις εκστρατείες άλλων πολιτικών ομάδων οι οποίες, βλέποντας να χάνουν τα ερείσματά τους και την υπέρτατη σημασία που έχει ως φαινόμενο των καιρών μας η κλιματική κρίση, άρχισαν να μετατοπίζονται με εξαγγελίες μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση.
Παρά, όμως, τα δικά τους δείγματα γραφής και τις κινήσεις που οδήγησαν στο αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών του Μαΐου, τα αξιόλογα ποσοστά που έχουν γενικότερα σημειώσει τα πράσινα κόμματα σε χώρες της Ευρώπης και μεγάλες πόλεις τους οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και στη νέα γενιά. Μαθητές σε κάθε άκρη της Ευρώπης και όχι μόνο, ακολουθώντας το πρότυπο παράδειγμα της δεκαεξάχρονης μαθήτριας και ακτιβίστριας από τη Σουηδία GretaThunbergπου, μέσω της εκστρατείας της αναφορικά με το περιβάλλον και τον πλανήτη που βρίσκεται στο σημείο μηδέν, αποσκοπούσε στην παγκόσμια ευαισθητοποίηση, συμμετείχαν μαζικά στο κίνημα“FridaysForFuture”, απέχοντας κάθε Παρασκευή από το σχολείο και τα μαθήματά τους. Μία πρωτότυπη πρωτοβουλία που δίχασε αλλά ξεκίνησε με εξαιρετικό ζήλο, ιδωμένη «ως ο μοναδικός τρόπος να ακουστούν οι φωνές τους σχετικά με το ζήτημα και να διασφαλίσουν ότι η κλιματική αλλαγή τοποθετείται στον πυρήνα της ατζέντας της επόμενης Ευρωπαϊκής Επιτροπής»4. Αυτό δηλαδή που απαιτεί μετά παρρησίας η νέα γενιά της Ευρώπης είναι η λήψη και η εφαρμογή τολμηρών, φιλόδοξων και κοινωνικά υπεύθυνων μέτρων. Να περιοριστούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η χρήση των ορυκτών καυσίμων και επιπροσθέτως να προωθηθεί η αποκατάσταση των δασών, η μείωση των ρύπων που προκαλούν οι εταιρείες και οι επιχειρήσεις και η εφαρμογή της πράσινης ενέργειας ως πηγή ανάπτυξης.
Στο μετά τις εκλογές καθεστώς οι Πράσινοι έχουν να αντιμετωπίσουν την πρόκληση και ταυτόχρονα ευθύνη της διατήρησης της νέας τους θέσης. Στο πλαίσιο της επικράτησης και του πολιτικού ανοίγματος, επιδιώκουν να γίνουν μία ακόμα μεγαλύτερη δύναμη όσο καθίσταται αυτό δυνατό, «πείθοντας τους ψηφοφόρους ότι η κλιματική πολιτική δεν είναι ελιτίστικη αλλά μία κοινή ανησυχία»5. Σε μία εποχή όπου αναδύονται ως η νέα ελπίδα για την πολιτική σκηνή της Ευρώπης, το ζήτημα της κλιματικής κρίσης ανάγεται σε κορυφαία προτεραιότητα και σε «ένα πιθανό νέο μέτωπο στη μάχη μεταξύ πράσινων φιλελεύθερων και λαϊκιστών»6.
Το συμπέρασμα που συνάγεται, ως εκ τούτου, είναι ότι τα πράσινα κόμματα έγιναν η διέξοδος πολλών Ευρωπαίων και η προσωποποίηση της συνεργασίας, της αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών προβλημάτων και της ανθρώπινης προσέγγισης σε θέματα όπως το μεταναστευτικό. Η πορεία τους στα ευρωπαϊκά έδρανα μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια κρίνεται ως κάτι το επαναστατικό για ένα πολιτικό statusquo που δεν είχε αλλάξει ως σήμερα.
Ωστόσο, είναι μία ευκαιρία για σύμπραξη των δημοκρατικών δυνάμεων στη Γηραιά Ήπειρο με στόχο μία περισσότερο ανθρωποκεντρική, κοινωνική ατζέντα και στρατηγική μακριά από το παλιό πολιτικό κατεστημένο, στέλνοντας προς όλες τις πλευρές το μήνυμα για μία Ευρώπη που πλέον αντιστέκεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου