Ειδικότερα, σχετικά με την τριετία που ορίζει το νομοσχέδιο για την ΕΥΠ ως ο χρόνος μετά τον οποίο μπορεί να ενημερωθεί ο παρακολουθούμενος σημειώνεται πως δεν φαίνεται συμβατή με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
«Με το άρθρο 4 παρ. 7 οργανώνεται σύστημα ενημέρωσης του θιγομένου για την περίπτωση της άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Η ενημέρωση μπορεί να παρασχεθεί μετά την πάροδο τριών ετών από την παύση της ισχύος της διάταξης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση. Η ενημέρωση προϋποθέτει απόφαση τριμελούς οργάνου, το οποίο αποτελείται από τους δύο αρμόδιους εισαγγελικούς λειτουργούς και τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Αν αποφασισθεί η ενημέρωση, ο θιγόμενος ενημερώνεται για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του.
Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η εν λόγω ενημέρωση σκοπεί στην παροχή αποτελεσματικής προστασίας στον θιγόμενο και συνιστά απαραίτητη διασφάλιση για την αποφυγή αυθαιρεσίας και καταχρήσεων. Όπως έχει διασαφηνίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, «μόλις (" as soon as"), μετά τη λήξη του μέτρου της παρακολούθησης, η ενημέρωση μπορεί να διενεργηθεί δίχως να τίθεται σε κίνδυνο ο σκοπός του περιορισμού, θα πρέπει να παρασχεθεί πληροφόρηση στο εν λόγω πρόσωπο» ( Roman Zakharov κατά Ρωσίας, ό.π., σκ. 287).
Η θέσπιση γενικού κανόνα κατά τον οποίο τέτοια αξιολόγηση χωρεί μετά την πάροδο τριετίας, χωρίς δηλαδή να έχει μεσολαβήσει εξατομικευμένη κρίση σε προγενέστερο χρόνο, δεν φαίνεται συμβατή με την εν λόγω νομολογία του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η οικεία ενημέρωση θεσπίζεται στο πλαίσιο της παροχής μηχανισμού προστασίας του θιγομένου, τίθεται το ερώτημα αν επιτροπή συγκροτούμενη κατά πλειοψηφία από το όργανο που επιβάλλει την άρση του απορρήτου, και μάλιστα ενδεχομένως από τα ίδια πρόσωπα που διέταξαν την οικεία άρση, συνιστά ανεξάρτητη αρχή κατά την έννοια της οικείας νομολογίας (πρβλ. ανωτέρω σκ. 280).
Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι το Σύνταγμα καθιστά αρμόδιο όργανο για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών την ανεξάρτητη αρχή του άρθρου 19 παρ. 2Σ.
Τέλος, δεν είναι σαφές με ποιο τρόπο η γνωστοποίηση του γεγονότος της άρσης του απορρήτου, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στον λόγο που την υπαγόρευσε, συμβάλλει στην αποτελεσματική προστασία των θιγομένων. Όπως έχει διευκρινίσει το ΕΔΔΑ, η εκ των υστέρων ενημέρωση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την αποτελεσματικότητα των μέσων προστασίας ενώπιον δικαστηρίων (ο.π., σκ. 234). Εν προκειμένω, θα μπορούσε η αρμόδια Αρχή να εκτιμά αν η γνωστοποίηση του λόγου θα έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια» σημειώνει χαρακτηριστικά η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής.
Επιπλέον, στην έκθεση επισημαίνεται πως «Σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 2 του Συντάγματος, οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 60 έως 62 του Συντάγματος, οι βουλευτές έχουν απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση και προστατεύονται από ειδικές εγγυήσεις. Πρόκειται για το συναρτώμενο με την άσκηση των καθηκόντων τους «ανεύθυνο», και για το «ακαταδίωκτο», το οποίο καταλαμβάνει όχι μόνο τη δίωξη, σύλληψη ή φυλάκιση, αλλά και κάθε άλλο περιορισμό του προσώπου βουλευτή χωρίς άδεια της Βουλής.
Τίθεται εν προκειμένω το ερώτημα αν η άρση του απορρήτου της προσωπικής επικοινωνίας βουλευτή συνιστά περιορισμό του προσώπου του βουλευτή κατά την έννοια του άρθρου 62 Σ. Υπό την εκδοχή ότι η άρση του απορρήτου, αφ’ εαυτής, δεν συνιστά τέτοιον περιορισμό, τότε δεν απαιτείται άδεια της Βουλής κατά το άρθρο 62 Σ, πλην όμως, απαιτείται, αφενός, η άρση του απορρήτου να μην ανάγεται ούτε να θίγει την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων και την πρόσβαση στις συναρτώμενες με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων πληροφορίες (άρθρο 61Σ), αφετέρου η συνδρομή αποχρώντος λόγου βάσει συγκεκριμένων στοιχείων, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν επιχειρείται εκ πλαγίου επέμβαση στην ελευθερία γνώμης και ψήφου του βουλευτή. Την εν λόγω συνταγματική απαίτηση εξειδικεύει η προτεινόμενη διάταξη, αφενός, ορίζοντας ότι το αίτημα πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας και, αφετέρου, θέτοντας τη διαδικαστική προϋπόθεση της προηγούμενης άδειας του Προέδρου της Βουλής. Αντίστοιχος προβληματισμός ανακύπτει και για την περίπτωση του Προέδρου της Δημοκρατίας, υπό το φως της ειδικής ρύθμισης του άρθρου 49 του Συντάγματος.
Προκειμένου η παρεμβολή ενός κοινοβουλευτικού οργάνου να εναρμονίζεται με το άρθρο 19 παρ. 1 Σ, κατά το οποίο η δικαστική αρχή ανάγεται σε εγγυητή της οικείας συνταγματικής ελευθερίας, παρατηρείται ότι η προτεινόμενη ρύθμιση θα έπρεπε να προβλέπει, αφενός, τη διαβίβαση του σχετικού αιτήματος στον Πρόεδρο της Βουλής από τον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό, και, στον βαθμό που προσιδιάζει, να προσδιορίζει ειδικότερα κριτήρια, συναρτώμενα με την ιδιότητα των πολιτικών προσώπων, παραδείγματος χάριν, όπως στο αίτημα άρσης της βουλευτικής ασυλίας, αν υπάρχει σύνδεση με την πολιτική ή κοινοβουλευτική δραστηριότητα του βουλευτή ή αν υποκρύπτεται πολιτική σκοπιμότητα, βάσει των οποίων θα εξετάζεται αυτό.
Περαιτέρω, τίθεται το ερώτημα αν η παρεμβολή κοινοβουλευτικού οργάνου προσήκει για την περίπτωση αιρετών οργάνων ΟΤΑ (αντί, π.χ., της ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της επικοινωνίας κατά το άρθρο 19 παρ. 2 Σ), οργάνων δηλαδή που δεν ανήκουν, ούτε συναρτώνται με τη νομοθετική εξουσία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου