Συγκεκριμένα, τρεις Αντιπρόεδροι Αρείου Πάγου, 23 Αρεοπαγίτες και 10 Αντεισαγγελείς υπέβαλλαν αίτημα στον Υπουργό Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, το οποίο κοινοποίησαν στον Πρωθυπουργό και στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ζητώντας να ρυθμιστεί με διάταξη, το πρόβλημα των οδοιπορικών, που ταλανίζει τους δικαστές και εισαγγελείς του Αρείου Πάγου, οι οποίοι δεν έχουν μόνιμη κατοικία στην Αθήνα, αλλά αναγκάζονται να ταξιδεύουν από περιοχές της περιφέρειας, όπου διαμένουν, να πληρώνουν ξενοδοχεία, μετακινήσεις κλπ.
Μεταξύ των ανώτατων δικαστικών λειτουργών, που προσφεύγουν είναι η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και Πρόεδρος της Επιθεώρησης του Ανώτατου Δικαστηρίου Ελένη Φραγκάκη, ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Φλωρίδης, που είναι και αδελφός του Υπουργού Δικαιοσύνης Γιώργου Φλωρίδη και ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης, ο οποίος χειρίζεται την υπόθεση των υποκλοπών, ενώ έχει θέσει υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων, στις επερχόμενες εκλογές του κλάδου.
Και οι τρεις αυτοί ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί αποτελούν μέλη της πενταμελούς επιτροπής, που εκπροσωπεί τους 36 συναδέλφους τους.
Αίτημά τους είναι η αντικαταβολή των εξόδων τους «με την προσκόμιση πάντα των σχετικών αποδείξεων και μέχρις ενός ορίου, που αρμόδια θα καθορίσετε», όπως αναφέρουν.
Όπως εξηγούν: «Το κοινό στοιχείο που μας συνδέει είναι ότι έχουμε όλοι τη μόνιμη κατοικία μας εκτός Αθηνών και γενικά εκτός Δήμων της Περιφέρειας Αττικής.
Αυτό σημαίνει ότι, υποβαλλόμαστε κάθε μήνα σε έξοδα διαμονής και μετακίνησης, έξοδα στα οποία, ασφαλώς, δεν υποβάλλονται οι συνάδελφοί μας που έχουν τη μόνιμη κατοικία τους σε δήμους της Περιφέρειας Αττικής. Τα οποία έξοδα, ιδίως τα τελευταία χρόνια, αυξάνουν συνεχώς λόγω της αύξησης της αξίας των ακινήτων (επομένως και των ενοικίων), αλλά και της τιμής των ξενοδοχειακών καταλυμάτων, όπως επίσης και των δαπανών μετακίνησης».
Και συμπληρώνουν: «Αυτό αποτελεί καταφανέστατη άνιση μεταχείριση ίσων δεδομένων. Διότι όπως είναι γνωστό, το Ανώτατο Ακυρωτικό της Χώρας μας, ο Άρειος Πάγος, έχει έδρα μόνο στην Αθήνα. Η δε στελέχωσή του από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς λαμβάνει χώρα μόνο μετά από αίτησή τους για την προαγωγή τους στο βαθμό του Αρεοπαγίτη ή του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου (εκ των οποίων στη συνέχεια επιλέγονται από την Κυβέρνηση ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου καθώς και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου)».
Όπως εξηγούν: «Και αυτό σαφώς αντιδιαστέλλεται με την υπηρεσιακή εξέλιξη των υπόλοιπων δικαστικών λειτουργών, δεδομένου ότι, για αυτούς πραγματοποιείται με βάση τα χρόνια θητείας και τις ικανότητές τους, εν γνώσει των ενδεχόμενων μετακινήσεών τους που αποτελεί sine qua non στοιχείο αυτής, χωρίς να υπεισέρχονται άλλοι παράγοντες όπως π.χ. το βουλητικό στοιχείο.
Υπάρχει δε πάντα η προσδοκία να υπηρετήσουν στον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους ή κοντά σ αυτή, όπως και συνήθως συμβαίνει. Κάτι, που είναι αδύνατο να συμβεί, για όποιον επιλέξει τη θέση στο Ανώτατο Ακυρωτικό, εκτός αν διαθέτει μόνιμη κατοικία στην ευρύτερη περιοχή της Περιφέρειας Αττικής.
Και θα ήταν ασφαλώς υπερβολικό να απαιτεί κανείς από δικαστικούς λειτουργούς που έχουν, κατά βάση, συμπληρώσει τα εξήκοντα (60) περίπου έτη της ηλικίας τους και θητεία περίπου (33) ετών, να μετακομίσουν μόνιμα στην Αθήνα. Κάτι που βεβαίως θα ήταν περισσότερο κοστοβόρο αλλά και εξουθενωτικό».
Και καταλήγουν:
«Έτσι, στην πράξη, πολλοί ανώτατοι και μάλιστα εξαιρετικοί δικαστικοί λειτουργοί Πρόεδροι ή Εισαγγελείς Εφετών, αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας των εξόδων στα οποία πρόκειται να υποβληθούν, δεν υποβάλλουν αίτηση προαγωγής τους στον βαθμό του Αρεοπαγίτη ή του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Τα τελευταία ιδίως χρόνια, λόγω της υπάρχουσας οικονομικής κρίσεως, το φαινόμενο αυτό παίρνει μεγάλες διαστάσεις.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, εκ των έξι (6) προς προαγωγή από την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, υπέβαλλαν αίτηση μόνον οι δύο (2)».
Στο κείμενό τους κάνουν λόγο για αντισυνταγματικότητα, που ενέχει η άνιση μεταχείριση τους, που ωστόσο στην πράξη στερεί και τους πολίτες από το φυσικό τους δικαστή, καθώς όπως υποστηρίζουν:
«Υπό την εξέλιξη αυτή, ο Άρειος Πάγος, ενώ είναι Πανελλήνιο Δικαστήριο, σταδιακά μεταβάλλεται σε Αθηναϊκό, κάτι που σαφώς δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του Συντάγματος.
Και βεβαίως αυτό καταστρατηγεί καταφανέστατα και την πρόβλεψη του άρθ. 8 του Συντάγματος που ορίζει την έννοια του «φυσικού δικαστή» αφού καθιστά αυτόν «φυσικό δικαστή κατά περίπτωση». Αν δηλαδή αυτός έχει μόνιμη διαμονή στην ευρύτερη περιοχή της Περιφέρειας Αττικής ή έχει την οικονομική ευχέρεια για να ανταπεξέλθει στα επιπλέον έξοδα.
Αλλά και τη διάταξη του άρθ. 26 του Συντάγματος που απαιτεί οι τρεις Συνταγματικές Εξουσίες να αντιμετωπίζονται ισότιμα από την Πολιτεία».
Το πρόβλημα διογκώθηκε ιδίως τα τελευταία χρόνια, που όπως αναφέρουν «αυξάνουν συνεχώς λόγω της αύξησης της αξίας των ακινήτων(επομένως και των ενοικίων), αλλά και της τιμής των ξενοδοχειακών καταλυμάτων, όπως επίσης και των δαπανών μετακίνησης».
Και καταλήγουν:
«Έτσι, για όσους δικαστικούς λειτουργούς εκτός Αθηνών που τελικά επέλεξαν να υποβάλλουν αίτηση για την κατάληψη μίας θέσης στο Ανώτατο Δικαστήριο της Χώρας αγνοώντας τον παράγοντα «έξοδα», τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Πέραν της σωματικής και ψυχικής τους ταλαιπωρίας από τις συνεχείς μετακινήσεις, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, προσπαθούν με κάθε τρόπο να «συμπιέσουν» τις δαπάνες. Αν δεν επιβαρύνουν συγγενικά τους άτομα, επιλέγουν να διαμένουν σε διαμερίσματα με πολύ χαμηλό ενοίκιο ή σε ξενοδοχεία με χαμηλό κόστος διαμονής, ενώ επιλέγουν για τη μετακίνησή τους χαμηλού κόστους μεταφορικά μέσα.
Όμως αυτή δεν μπορεί να είναι η δέουσα εικόνα για την εξωτερική παράσταση Δικαστικών Λειτουργών του Ανώτατου Δικαστηρίου της Χώρας. Ούτε ασφαλώς αυτή η κατάσταση ενισχύει την αυτοεκτίμηση, που θα πρέπει να έχουν ως Μέλη του Αρείου Πάγου».
Ενώ διατυπώνοντας του αίτημά τους αναφέρουν:
«Είναι συνταγματικά επομένως, αλλά και ηθικά επιβεβλημένο, να ρυθμιστεί άμεσα το λειτουργικά ακανθώδες αυτό ζήτημα.
Έτσι, μία διάταξή σας που θα ρυθμίζει την αντιστάθμιση των εξόδων διαμονής και μετακίνησης των Δικαστικών Λειτουργών (Δικαστών και Εισαγγελέων) του Αρείου Πάγου, που δεν διαμένουν μόνιμα και δεν διαθέτουν ιδιόκτητη κατοικία στην ευρύτερη περιοχή της περιφέρειας Αττικής, με την προσκόμιση πάντα των σχετικών αποδείξεων και μέχρις ενός ορίου, που αρμόδια θα καθορίσετε, θα δώσει λύση στο πρόβλημα αυτό που ταλανίζει μία μερίδα των Μελών του Αρείου Πάγου».
Διαβάστε το κείμενο των 36 ανώτατων δικαστών:
«Προς
Τον αξιότιμο Υπουργό των Οικονομικών
Κο Κωνσταντίνο Χατζηδάκη
Κοινοποιείται:
- Γραφείο Πρωθυπουργού
- Γραφείο Υπουργού Δικαιοσύνης
- Γραφείο Υφυπουργού Οικονομικών
ΑΙΤΗΜΑ
Αξιότιμε Κ. Υπουργέ
Οι συντάξαντες το παρόν έγγραφο-αίτημά μας, υπηρετούμε ως Αντιπρόεδροι-τρείς (3) τον αριθμό-, Αρεοπαγίτες- είκοσι τρεις (23) τον αριθμό- και Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου -δέκα (10) τον αριθμό.
Το κοινό στοιχείο που μας συνδέει είναι ότι έχουμε όλοι τη μόνιμη κατοικία μας εκτός Αθηνών και γενικά εκτός Δήμων της Περιφέρειας Αττικής.
Αυτό σημαίνει ότι, υποβαλλόμαστε κάθε μήνα σε έξοδα διαμονής και μετακίνησης, έξοδα στα οποία, ασφαλώς, δεν υποβάλλονται οι συνάδελφοί μας που έχουν τη μόνιμη κατοικία τους σε δήμους της Περιφέρειας Αττικής. Τα οποία έξοδα, ιδίως τα τελευταία χρόνια, αυξάνουν συνεχώς λόγω της αύξησης της αξίας των ακινήτων (επομένως και των ενοικίων), αλλά και της τιμής των ξενοδοχειακών καταλυμάτων, όπως επίσης και των δαπανών μετακίνησης.
Όμως αυτό αποτελεί καταφανέστατη άνιση μεταχείριση ίσων δεδομένων. Διότι όπως είναι γνωστό, το Ανώτατο Ακυρωτικό της Χώρας μας, ο Άρειος Πάγος, έχει έδρα μόνο στην Αθήνα.
Η δε στελέχωσή του από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς λαμβάνει χώρα μόνο μετά από αίτησή τους για την προαγωγή τους στο βαθμό του Αρεοπαγίτη ή του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου (εκ των οποίων στη συνέχεια επιλέγονται από την Κυβέρνηση ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου καθώς και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου).
Και αυτό σαφώς αντιδιαστέλλεται με την υπηρεσιακή εξέλιξη των υπόλοιπων δικαστικών λειτουργών, δεδομένου ότι για αυτούς πραγματοποιείται με βάση τα χρόνια θητείας και τις ικανότητές τους, εν γνώσει των ενδεχόμενων μετακινήσεών τους που αποτελεί sine qua non στοιχείο αυτής, χωρίς να υπεισέρχονται άλλοι παράγοντες όπως π.χ. το βουλητικό στοιχείο.
Υπάρχει δε πάντα η προσδοκία να υπηρετήσουν στον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους ή κοντά σ αυτή, όπως και συνήθως συμβαίνει. Κάτι, που είναι αδύνατο να συμβεί, για όποιον επιλέξει τη θέση στο Ανώτατο Ακυρωτικό, εκτός αν διαθέτει μόνιμη κατοικία στην ευρύτερη περιοχή της Περιφέρειας Αττικής.
Και θα ήταν ασφαλώς υπερβολικό να απαιτεί κανείς από δικαστικούς λειτουργούς που έχουν, κατά βάση, συμπληρώσει τα εξήκοντα (60) περίπου έτη της ηλικίας τους και θητεία περίπου (33) ετών, να μετακομίσουν μόνιμα στην Αθήνα. Κάτι που βεβαίως θα ήταν περισσότερο κοστοβόρο αλλά και εξουθενωτικό.
Έτσι, στην πράξη, πολλοί ανώτατοι και μάλιστα εξαιρετικοί δικαστικοί λειτουργοί Πρόεδροι ή Εισαγγελείς Εφετών), αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας των εξόδων στα οποία πρόκειται να υποβληθούν, δεν υποβάλλουν αίτηση προαγωγής τους στον βαθμό του Αρεοπαγίτη ή του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Τα τελευταία ιδίως χρόνια, λόγω της υπάρχουσας οικονομικής κρίσεως, το φαινόμενο αυτό παίρνει μεγάλες διαστάσεις.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, εκ των έξι (6) προς προαγωγή από την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, υπέβαλλαν αίτηση μόνον οι δύο (2).
Υπό την εξέλιξη αυτή, ο Άρειος Πάγος, ενώ είναι Πανελλήνιο Δικαστήριο, σταδιακά μεταβάλλεται σε Αθηναϊκό, κάτι που σαφώς δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του Συντάγματος.
Και βεβαίως αυτό καταστρατηγεί καταφανέστατα και την πρόβλεψη του άρθ. 8 του Συντάγματος που ορίζει την έννοια του «φυσικού δικαστή» αφού καθιστά αυτόν «φυσικό δικαστή κατά περίπτωση». Αν δηλαδή αυτός έχει μόνιμη διαμονή στην ευρύτερη περιοχή της Περιφέρειας Αττικής ή έχει την οικονομική ευχέρεια για να ανταπεξέλθει στα επιπλέον έξοδα.
Αλλά και τη διάταξη του άρθ. 26 του Συντάγματος που απαιτεί οι τρείς Συνταγματικές Εξουσίες να αντιμετωπίζονται ισότιμα από την Πολιτεία.
Έτσι, για όσους δικαστικούς λειτουργούς εκτός Αθηνών που τελικά επέλεξαν να υποβάλλουν αίτηση για την κατάληψη μίας θέσης στο Ανώτατο Δικαστήριο της Χώρας αγνοώντας τον παράγοντα «έξοδα», τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Πέραν της σωματικής και ψυχικής τους ταλαιπωρίας από τις συνεχείς μετακινήσεις, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, προσπαθούν με κάθε τρόπο να «συμπιέσουν» τις δαπάνες. Αν δεν επιβαρύνουν συγγενικά τους άτομα, επιλέγουν να διαμένουν σε διαμερίσματα με πολύ χαμηλό ενοίκιο ή σε ξενοδοχεία με χαμηλό κόστος διαμονής, ενώ επιλέγουν για τη μετακίνησή τους χαμηλού κόστους μεταφορικά μέσα.
Όμως αυτή δεν μπορεί να είναι η δέουσα εικόνα για την εξωτερική παράσταση Δικαστικών Λειτουργών του Ανώτατου Δικαστηρίου της Χώρας. Ούτε ασφαλώς αυτή η κατάσταση ενισχύει την αυτοεκτίμηση, που θα πρέπει να έχουν ως Μέλη του Αρείου Πάγου.
Είναι συνταγματικά επομένως, αλλά και ηθικά επιβεβλημένο, να ρυθμιστεί άμεσα το λειτουργικά ακανθώδες αυτό ζήτημα.
Έτσι, μία διάταξή σας που θα ρυθμίζει την αντιστάθμιση των εξόδων διαμονής και μετακίνησης των Δικαστικών Λειτουργών (Δικαστών και Εισαγγελέων) του Αρείου Πάγου, που δεν διαμένουν μόνιμα και δεν διαθέτουν ιδιόκτητη κατοικία στην ευρύτερη περιοχή της περιφέρειας Αττικής, με την προσκόμιση πάντα των σχετικών αποδείξεων και μέχρις ενός ορίου, που αρμόδια θα καθορίσετε, θα δώσει λύση στο πρόβλημα αυτό που ταλανίζει μία μερίδα των Μελών του Αρείου Πάγου.
Αθήνα 10-11-2023
Με τιμή
Η ΠΕΝΤΑΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΜΑΣ
1) Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ηράκλειο Κρήτης
2) Σωκράτης Πλαστήρας, Αρεοπαγίτης, Καβάλα
3) Καλαμαρίδης Γεώργιος, Αρεοπαγίτης, Κέρκυρα
4) Αχιλλέας Ζήσης, Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βόλος
5) Βασίλειος Φλωρίδης, Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Θεσσαλονίκη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου