«Κυρία Επίτροπε, αγαπητή Μαρία, κύριοι Υπουργοί, αγαπητοί συνάδελφοι, κύριε Δήμαρχε, κυρίες και κύριοι,
Ευχαριστώ τον κ. Andrews για τη φιλική και σύντομη εισαγωγή του. Κρατώ απ’ όσα είπε τη βασική αλήθεια, ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη μου, η πόλη που με γέννησε, ο τόπος της αναφοράς μου και χαίρομαι πραγματικά γιατί βρίσκομαι σήμερα εδώ μαζί σας. Είμαι ευγνώμων πραγματικά προς τους διοργανωτές της εκδήλωσης αυτής, προς τον Economist και ιδίως
προς το φορέα που οργανώνει τις συνεδριακές εκδηλώσεις του με τόση επιτυχία.
Θέλω επίσης να ευχαριστήσω θερμά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον απόντα Αντιπρόεδρο, τον κ. Siim Kallas που μίλησε το πρωί και την παρούσα Επίτροπο, τη δική μας Μαρία Δαμανάκη στην οποία ήδη αναφέρθηκα και στην οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό οφείλεται η ιδέα της διοργάνωσης αυτού του συνεδρίου.
Θέλω επίσης, εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης και της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να καλωσορίσω στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη και να υποδεχθώ θερμά τους συμμετέχοντες από άλλες χώρες, ευρωπαϊκές ή τρίτες, καθώς και τους συμμετέχοντες από υπηρεσίες και φορείς ή Οργανισμούς του ευρύτερου οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κυρίες και κύριοι, δεν είναι φυσικά καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι επιλέχθηκε η πόλη της Θεσσαλονίκης για τη διοργάνωση αυτής της συνάντησης, που στην πραγματικότητα έχει ως αντικείμενο το μεγάλο αναπτυξιακό πρόβλημα της Ευρώπης, την αναζήτηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, βασισμένου στην ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών υποδομών προκειμένου αυτό που ονομάζουμε ενιαία αγορά, να έχει πλήρη υπόσταση και προοπτική.
Η Θεσσαλονίκη τονίζει όλες τις ελληνικές περιφερειακές ταυτότητες στο έπακρο. Μας θυμίζει πως η Ελλάδα είναι μια χώρα ευρωπαϊκή, μια χώρα βαλκανική, μια χώρα μεσογειακή, μια χώρα που για λόγους ιστορικούς ανήκει στην ομάδα των χωρών του Ευξείνου Πόντου.
Μια πόλη κοσμοπολίτικη, διαχρονική, όπως η Θεσσαλονίκη θυμίζει τη βαριά αυτή ιστορική διαδρομή και επιπλέον, έχει το προσόν να λειτουργεί ως πόλη της ιδιωτικής οικονομίας, της παραγωγής και όχι ως μια πόλη στενά δεμένη με το κράτος και τις πολιτικές διαδικασίες.
Άρα είναι λογικό στη Θεσσαλονίκη, η επαφή μ’ αυτό που λέγεται νοτιοανατολικοευρωπαϊκή ενδοχώρα, μ’ αυτό που λέγεται ετερότητα, μ’ αυτό που λέγεται «η κρίση ως ευκαιρία» να είναι πολύ πιο έντονη.
Η Θεσσαλονίκη είχε πάντοτε το προνόμιο ή και το βάρος του να είναι η δεύτερη πόλη, λειτούργησε σχεδόν πάντοτε ως δεύτερη πόλη από την εποχή της μακεδονικής κυριαρχίας μέχρι τώρα στο νεοελληνικό κράτος, αλλά μια δεύτερη πόλη που είχε πάντα τα προσόντα και τη ροπή ν’ αναδειχθεί ως πρώτη αναπτυξιακά.
Και αυτό σε πολύ μεγάλο βαθμό οφείλεται στα φυσικά της πλεονεκτήματα, στο λιμάνι της, στη γεωγραφική της θέση γενικότερα, στη θέση της μέσα σε φυσικά δίκτυα που υπάρχουν, αλλά και στο μεγάλο διανοητικό της κεφάλαιο, αυτό που και τώρα διατηρείται χάρις στο Πανεπιστήμιο, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματά της γενικότερα, όχι μόνο το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης αλλά και τους ερευνητικούς φορείς που διαθέτει, με κορυφαίο τώρα το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης.
Φιλοξενεί το CEDEFOP και την Τράπεζα για την Ανάπτυξη του Ευξείνου Πόντου, αλλά κυρίως φιλοξενεί τις μνήμες της και τις δυνατότητές της, που πρέπει να τις αναπτύξει γιατί σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό η ιστορία στις μέρες μας, λειτουργεί ως ένα απόθεμα αναπτυξιακών ιδεών για το μέλλον.
Μελετώντας την ιστορία και την ιστορική γεωγραφία, μπορούμε να βρούμε ιδέες πολύ φρέσκιες, πολύ ζωντανές, καινοτόμες, ριζοσπαστικές και αυτές να τις χρησιμοποιήσουμε για να ξεπεράσουμε την κρίση, να δημιουργήσουμε ευκαιρίες για επενδύσεις, για απασχόληση, καθώς αυτό είναι το μεγάλο θέμα.
Χαίρομαι γιατί η εκδήλωση αυτή φιλοξενείται στη Θεσσαλονίκη, φυσικά το εξάμηνο της Ελληνικής Προεδρίας. Το εξάμηνο αυτό δεν είναι κρίσιμο πρωτίστως λόγω της Προεδρίας την οποία θα διεκπεραιώσουμε με επιτυχή ελπίζω, γιατί έχουμε μεγάλη παράδοση και έχουμε τη μνήμη των 4 προηγουμένων ελληνικών Προεδριών και ξέρουμε να εκτελούμε τα Κοινοτικά μας καθήκοντα με αποτελεσματικότητα και να διαχωρίζουμε τις εθνικές μας προτεραιότητες από τις ευρωπαϊκές αλλά ταυτόχρονα να διεκδικούμε και την αναδιάταξη των ευρωπαϊκών συσχετισμών.
Το εξάμηνο είναι κρίσιμο πρωτίστως γιατί εδώ, σ’ εμάς, στην Ελλάδα, κρίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό η αξιοπιστία και το μέλλον και της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς η Ελλάδα έχει μετατραπεί τα τελευταία 4 χρόνια σ’ ένα εργαστήριο της σύνθετης ευρωπαϊκής κρίσης, δημοσιονομικής, κοινωνικής, παραγωγικής, αναπτυξιακής, μια κρίση ανταγωνιστικότητας, μια κρίση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.
Πρέπει το εξάμηνο αυτό η Ελλάδα να κάνει πραγματικά τη στροφή προς την οριστική έξοδο από την κρίση, από το μνημόνιο, από τους ειδικούς θεσμούς επιτήρησης. Αυτό θα είναι μια έμπρακτη και αποστομωτική απάντηση στα νέα ρεύματα ευρωσκεπτικισμού που αναπτύσσονται σε πολλές χώρες από πολλές ιδεολογικές οπτικές γωνίες.
Έχουμε την υποχρέωση το εξάμηνο αυτό ν’ αναπτύξουμε μια νέα αφήγηση για την Ευρώπη. Μπορεί άλλος να τη βλέπει με πιο προοδευτικό και άλλος με πιο συντηρητικό ή πιο φιλελεύθερο πρόσημο, αλλά σίγουρα χρειάζεται μια νέα αφήγηση, που να πείθει κυρίως τους νέους Ευρωπαίους πολίτες ότι η Ευρώπη δεν είναι ταυτισμένη με τις πολιτικές λιτότητας, με την ανεργία, με την κρίση, με τη μείωση του επιπέδου ζωής, με τη διακινδύνευση του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Στις προτεραιότητες της Ελληνικής Προεδρίας που εξειδικεύονται φυσικά σε κάθε σύνθεση του Συμβουλίου, στις γενικές πολιτικές της Ελληνικής Προεδρίας, προσπαθήσαμε να συμπυκνώσουμε την αγωνία και τις ανάγκες όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών, να διατηρήσουμε ζωντανή την κυλιόμενη ατζέντα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ρεαλιστικούς στόχους για ένα εξάμηνο, σε συνεργασία με την επόμενη Προεδρία, την Ιταλική, με την οποία συγκροτούμε ένα μεσογειακό χρόνο, αλλά βέβαια μέσα σε αυτές τις προτεραιότητες που είναι ευρωπαϊκές αναμφίβολα, αυτονόητες, ενσωματώνονται και οι προτεραιότητες οι εθνικές, προτεραιότητες που απορρέουν από τις ανάγκες μας, αλλά και από τις εμπειρίες μας, από τα βιώματά μας, από τη σχέση μας με την ιστορία που βρίσκεται στην καρδιά άλλωστε της ευρωπαϊκής ταυτότητας.
Ξέρετε ότι η πρώτη μας προτεραιότητα είναι φυσικά η ανάπτυξη, η δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Παράλληλα η προστασία της Ευρωπαϊκής κοινωνικής διάστασης και η τέταρτη οριζόντια προτεραιότητά μας η ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική. Διασταυρωνόμαστε εδώ με τις αρμοδιότητες της Μαρίας Δαμανάκη, τις πρωτοβουλίες της εκ μέρους της ευρωπαϊκής προοπτικής.
Αντιλαμβάνεστε ότι η γέφυρα ανάμεσα στην πρώτη και στην τέταρτη προτεραιότητα της Ελληνικής Προεδρίας, οι άλλες δυο είναι η προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων και η ολοκλήρωση της οικονομικής διακυβέρνησης μέσω της Τραπεζικής Ένωσης. Η γέφυρα λοιπόν ανάμεσα στην πρώτη και στην τέταρτη προτεραιότητα της Προεδρίας, στην πραγματικότητα είναι αυτή η χορδή που μπορεί να εκτινάξει όχι μόνο τη χώρα μας, αλλά την Ευρώπη συνολικά, αναπτυξιακά, γιατί αν θέλουμε να αναζητήσουμε νέες αναπτυξιακές ευκαιρίες, αυτές πρέπει να είναι ενδογενείς πρωτίστως. Ενδογενείς πόροι ανάπτυξης όπως έχω πει πολλές φορές, ίσως να με έχετε ακούσει, είναι πρωτίστως η γη και οι άνθρωποι.
Η γη περιλαμβάνει φυσικά και τη θάλασσα. Όταν μιλάμε για ανθρώπους μιλάμε για κοινωνίες, μιλάμε για μνήμες, για ιστορία, για διανοητικό κεφάλαιο, μιλάμε για πολιτισμό. Πολιτισμός δεν είναι κάτι αθώο. Πολύ συχνά είναι αγκυλώσεις τεράστιες ιστορικές, στερεότυπα, παρεξηγήσεις, παρερμηνείες, ή ιδεολογικές ερμηνείες της ιστορίας. Κι αυτό δημιουργεί πολύ μεγάλες εντάσεις.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία λοιπόν να αναδείξουμε τις ικανότητες των ανθρώπων μας, χωρίς ιδεοληψίες και βέβαια όταν μιλάμε για ιστορία και για πολιτισμό, πηγαίνουμε και στη γη, στη γεωγραφία, στη δυνατότητα που έχουμε να αξιοποιήσουμε ένα χώρο που μπορεί να είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε εθνικά κράτη, μοιρασμένος με σύνορα, τα οποία φυσικά σεβόμαστε απολύτως στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, γιατί η διεθνής και η περιφερειακή σταθερότητα είναι ο άξονας της εξωτερικής μας πολιτικής και της εθνικής και της ευρωπαϊκής, αλλά θέλουμε αυτός ο χώρος να ξαναενοποιηθεί, να λειτουργήσει ως υποδοχή δικτύων, διαδρομών, αγορών. Ο χώρος να υποδείξει και να υποδεχθεί συνέργειες.
Μπορεί να είναι στην περιοχή μας, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη ιδίως έντονες οι μνήμες της βυζαντινής αυτοκρατορίας, της οθωμανικής αυτοκρατορίας, της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Μπορεί να είναι έντονες οι μνήμες του ανατολικού ζητήματος. Ακόμη πιο έντονες οι μνήμες της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, ή της Σοβιετικής Ένωσης. Εμείς πρέπει από αυτά να κρατήσουμε τη δυνατότητά μας να δώσουμε ευκαιρίες για δικτυώσεις που νομίζω ότι είναι το μεγάλο ζητούμενο και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη και για την ειδικότερη περιοχή μας, την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων, τις πρωτεύουσες των οποίων θα επισκεφθώ αύριο και τις επόμενες μέρες. Και τις έξι πρωτεύουσες των Δυτικών Βαλκανίων.
Ειδικά βέβαια για μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, μια χώρα όπως η Ελλάδα που εφάπτονται με τη θάλασσα, δεν πρέπει να ξεχνάμε και όλα αυτά που συνδέονται με το θαλάσσιο χώρο, για τα οποία είμαι βέβαιος ότι μίλησε το πρωί η κα Δαμανάκη. Από την αλιεία και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέχρι το χωροταξικό σχεδιασμό στο θαλάσσιο χώρο και από τη ναυτιλία μέχρι την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, στην οριοθέτηση και αξιοποίηση των θαλασσίων ζωνών, όπως είναι η υφαλοκρηπίδα και η αποκλειστική οικονομική ζώνη.
Συζητώντας γι’ αυτή την εκδοχή της Ευρώπης των μεγάλων δικτύων, των συνεργειών, του ενιαίου οικονομικού αυτού χώρου, της ιστορικής μνήμης, αλλά και της μετανεωτερικής προοπτικής που κρύβει μέσα η περιοχή μας, η ήπειρός μας, είμαστε υποχρεωμένοι να θυμηθούμε ότι εδώ δεν εφαπτόμεθα μόνο με τα Βαλκάνια ή με τη Μαύρη Θάλασσα, ή με τη Μεσόγειο, αλλά πρέπει να ανοίξουμε το βλέμμα μας πολύ περισσότερο.
Αυτό που απασχόλησε το προηγούμενο εξάμηνο πάρα πολύ την Ευρωπαϊκή Ένωση επί Λιθουανικής Προεδρίας εξακολουθεί να μας απασχολεί λόγω των εξελίξεων στην Ουκρανία. Είναι βέβαια η λεγόμενη ανατολική εταιρική σχέση, ανατολική γειτονία.
Είμαστε εντυπωσιακά κοντά αν χρησιμοποιήσει κανείς ως σημείο εισόδου τη Ρουμανία, τη Μολδαβία. Είμαστε, επίσης, πάρα πολύ κοντά στη Νότια γειτονία, σε μια ταραγμένη περιοχή εντυπωσιακά κοντά μας. Περιλαμβάνει όλες τις χώρες στο επίκεντρο της κρίσης. Από τη Συρία μέχρι την Τυνησία, αλλά εάν σκεφτεί κανείς πως ο ελληνισμός έχει την ιστορική και εθνική και φυσική σχέση με την Κύπρο, αντιλαμβάνεστε πόσο σημαντικό είναι για μας να έχουμε την εικόνα όλου αυτού του χώρου, για να καταλάβουμε τη δυναμική που έχουν οι υποδομές, σε όλους τους τομείς, τα δίκτυα σε όλους τους τομείς, στις μεταφορές, στην ενέργεια, στην επικοινωνία, παντού.
Αναφέρθηκα προηγουμένως στις τέσσερις προηγούμενες Ελληνικές Προεδρίες, οι οποίες μας έχουν αφήσει μια θεσμική μνήμη, μια κληρονομιά. Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η προηγούμενη Ελληνική Προεδρία, το 2003, όπως όλοι θυμόμαστε που κορυφώθηκε με την Σύνοδο της Θεσσαλονίκης – Χαλκιδικής, έχει εγγραφεί στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης γιατί συζητήθηκε εδώ το ευρωπαϊκό σύνταγμα που ποτέ δεν έγινε μια πραγματικότητα, αλλά άνοιξε το δρόμο για τη μεταρρυθμιστική συνθήκη της Λισσαβόνας. Δεν πέτυχε αυτό το σχέδιο, αλλά οδηγηθήκαμε στο σημερινό βαθμό θεσμικής ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επίσης η «ατζέντα της Θεσσαλονίκης» που ήταν το moto της προηγούμενης Ελληνικής Προεδρίας συνδέεται ιστορικά με ένα μεγάλο κύμα διεύρυνσης και στην πραγματικότητα με την κατοχύρωση της ευρωατλαντικής προοπτικής όλων των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων. Ούτως ή άλλως, ήδη Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κροατία, είναι μέλη της Ένωσης, άρα συζητάμε τώρα για τα Δυτικά Βαλκάνια με τη στενή γεωγραφική έννοια του όρου.
Η προηγούμενη Ελληνική Προεδρία, η Προεδρία του πρώτου εξαμήνου του 1994 έχει συνδεθεί στην ιστορική μας μνήμη με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Κύπρου, που ολοκληρώθηκαν 10 χρόνια αργότερα, με τη μετάβαση από την Ευρώπη των 12 στην Ευρώπη των 15 και παραλίγο των 16, αν η Νορβηγία δεν απέρριπτε για δεύτερη φορά σε δημοψήφισμα τη συνθήκη ένταξης που είχε υπογράψει, αλλά και με ένα άλλο λιγότερο γνωστό γεγονός, που θα ήθελα να το θυμηθούμε σήμερα.
Με την Ευρωπαϊκή Διάσκεψη των Υπουργών Μεταφορών του 1994, που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη επί Ελληνικής Προεδρίας και οδήγησε στη μεγάλη συμφωνία για τα διευρωπαϊκά δίκτυα και για τους μεγάλους ευρωπαϊκούς διαδρόμους. Κάτι που νομίζω ότι σήμερα πρέπει να το ανασύρουμε, να το επικαιροποιήσουμε και να ξαναμιλήσουμε για όλα αυτά τα θέματα, για τα οποία μιλούσαμε κάποτε με πιο μεγάλη θέρμη, πριν ίσως η ταραγμένη περίοδος του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία μας αποκόψει από τη φυσική μας επαφή με ένα πολύ μεγάλο χώρο. Αυτό αφορά τα πάντα, αφορά κάθε είδους διευρωπαϊκό δίκτυο, οδικό, ενεργειακό, σιδηροδρομικό, ποτάμιο.
Κάποτε η συζήτηση για τις γέφυρες στο Δούναβη ήταν μια πολύ σημαντική, πολύ δυναμική συζήτηση και καταλαβαίνετε όλοι πώς όλα αυτά φέρνουν πάλι στο επίκεντρο της προσοχής μας την πόλη της Θεσσαλονίκης, που έχει το φυσικό πλεονέκτημα του λιμανιού της, που είναι η έξοδος στη Μεσόγειο όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για όμορες χώρες, έχει μια κεντρική κομβική θέση στο ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο από την εποχή πολύ πριν την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό εθνικό κορμό.
Και φυσικά, όλα αυτά τώρα, πρέπει να συνδεθούν και με τις νέες εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας, με τη μεγάλη συζήτηση για αγωγούς, για τερματικούς σταθμούς, για τη συγκρότηση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.
Η Θεσσαλονίκη βλέπει και αυτή τα ελληνικά νησιά και εφάπτεται με πολλά από αυτά. Η διασύνδεση για παράδειγμα των ελληνικών νησιών με το μητροπολιτικό, το κεντρικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας είναι πάντα ένα πολύ μεγάλο σχέδιο για το οποίο μας μίλησε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ, ο κ. Ζερβός.
Εμείς αντιλαμβανόμαστε ως Κυβέρνηση και ως Ελληνική Προεδρία, το ρόλο μας ως έναν ρόλο εμψυχωτή μεγάλων σχεδίων, που από τη φύση τους είναι διακυβερνητικά αλλά και ιδιωτικά. Ενδιαφερόμαστε πάρα πολύ να ενισχύσουμε ιδιωτικές πρωτοβουλίες που έρχονται και διασταυρώνονται με πολιτικές πρωτοβουλίες, θεσμικές πρωτοβουλίες οι οποίες μπορούν να διασφαλίσουν ένα σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης αλλά και την αναγκαία πολιτική υποστήριξη.
Είχαμε την ευκαιρία πριν από λίγες μέρες, πάλι σε συνεργασία με τη Μαρία Δαμανάκη, να μετάσχουμε στην Αθήνα, στη 16η διακυβερνητική συνάντηση των κρατών που μετέχουμε στην Πρωτοβουλία Αδριατικής – Ιονίου, σε συνεργασία με την Αλβανική Προεδρία της πρωτοβουλίας αυτής και να οργανώσουμε μια μεγάλη διάσκεψη για την προοπτική που έχει η περιοχή να μετατραπεί σε μια μεγάλη αναπτυξιακή Περιφέρεια, στη μεγάλη Περιφέρεια της Αδριατικής και του Ιονίου.
Την άλλη εβδομάδα, στις 24 του μηνός, τη Δευτέρα, θα επισκεφθώ τη Βουδαπέστη προκειμένου να μετάσχω σε μια συνάντηση που οργανώνουν οι 4 χώρες του Βίζενγκραντ υπό Ουγγρική Προεδρία, με την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, για να επιχειρήσουμε μία διαφορετική ανάγνωση, ίσως και αντίστροφη από πλευράς ροής, των αγωγών, ιδίως των αγωγών φυσικού αερίου.
Το γεγονός ότι το κονσόρτσιουμ του Σαχ Ντενίζ έκανε τελικά την επιλογή του TAP (Trans Adriatic Pipeline), είναι ένα στοιχείο που αλλάζει τα δεδομένα, ίσως και το χάρτη. Φέρνει πολύ κοντά στην Ελλάδα με την Αλβανία και τις δυο χώρες με την Ιταλία, αλλά και η διασύνδεση Ελλάδας – Βουλγαρίας ή Ελλάδας και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, μας επιτρέπει να σκεφτούμε με διαφορετικούς όρους όλο αυτό το χώρο που περιλαμβάνει βεβαίως την επέκταση του αγωγού αυτού από την Αλβανία προς τα Δυτικά Βαλκάνια, το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία Ερζεγοβίνη, την Κροατία.
Είμαστε, ούτως ή άλλως, αναγκασμένοι να ξαναδούμε και πολιτικά, με τη διορατικότητα που πρέπει, τη συζήτηση για τον South Stream, να εκτιμήσουμε με τους νέους όρους που υπάρχουν πια στην Παγκόσμια Ενεργειακή Οικονομία τη σχέση των αγωγών με άλλες μορφές φυσικού αερίου που δε μεταφέρονται μέσω αγωγών, αλλά ενδιαφέρουν πάρα πολύ την παγκόσμια ναυτιλία και άρα και την ελληνική ναυτιλία.
Θα ήμαστε πραγματικά ευτυχείς, εάν η συζήτηση για την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά στην Ευρώπη, έστρεφε την προσοχή της στα κύρια σημεία που είναι η αποφυγή διαφόρων μορφών ενεργειακού dumping, που αφήνουμε να εξελίσσονται εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες, και, κυρίως, την ανάγκη για μια ενιαία διαπραγμάτευση τιμών από τρίτους προμηθευτές, κάτι που δε γίνεται, ενώ εκδηλώνονται πολύ μεγάλες ευαισθησίες σε άλλες όψεις της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας.
Αντιλαμβάνεστε ότι το ερώτημα πάντα σε όλες αυτές τις περιπτώσεις - αντιλαμβάνεστε πολύ καλύτερα από μένα - όσοι προέρχεστε από τον ιδιωτικό τομέα και από την αγορά, είναι τι δυνατότητες χρηματοδότησης υπάρχουν, πού είναι τα κονδύλια και πώς μπορούν ν’ αξιοποιηθούν.
Αυτό είναι ένα ερώτημα που το αντιμετωπίσαμε και στη συζήτηση για τη μεγάλη Περιφέρεια της Αδριατικής και του Ιονίου, το αντιμετωπίζουμε κάθε φορά που αναπτύσσεται μια ιδέα. H ιδέα -όπως έλεγε ένας πολύ μεγάλος φιλόσοφος γι’ αυτό έχει αναπαραχθεί από πάρα πολλούς στη συνέχεια- έχει υλική δύναμη, μετατρέπεται σε πραγματική παραγωγική δύναμη, είναι ο πυρήνας του διανοητικού κεφαλαίου.
Άρα, σημασία δεν έχει να υπάρχουν πάντα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία. Mπορεί ν’ αξιοποιήσει κανείς με πιο έξυπνο και αποτελεσματικό τρόπο υφιστάμενες δυνατότητες.
Είδα με χαρά ότι στο πρόγραμμα προβλέπεται εισήγηση εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Υπάρχουν πάντα οι δυνατότητες της Ευρωπαϊκής Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη. Έχει μικρότερες, αλλά όχι αμελητέες δυνατότητες, η Τράπεζα για την Ανάπτυξη της Μαύρης Θάλασσας.
Υπάρχουν μεγάλες εμπορικές Τράπεζες που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν σχέδια αλλά αντιλαμβάνομαι πάρα πολύ καλά τις δυσκολίες, καθώς έχω βιώσει τη δύσκολη διαπραγμάτευση για τη διάσωση και την επανέναρξη των έργων στους ελληνικούς οδικούς άξονες, που, ευτυχώς, τώρα πια εξελίσσεται ομαλά, μετά από μια πολύ μεγάλη διαπραγματευτική περιπέτεια και εμπειρία.
Άρα ξέρω πάρα πολύ καλά ότι όταν υπάρχει πολιτική αποφασιστικότητα, εμμονή, σχέδιο, διάθεση συνεργασίας, όταν υπάρχει ένα καλά μελετημένο έργο δεν πρόκειται να κολλήσει κανείς στις δυνατότητες χρηματοδότησης, αρκεί φυσικά να υπάρχει εμπιστοσύνη.
Και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι πολλές φορές στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ευρωζώνη, υπονομεύουμε, δυστυχώς, μόνοι μας το μεγάλο αυτό κεφάλαιο της εμπιστοσύνης που αφορά και τις κοινωνίες μας, τους πολίτες μας, αφορά και τις αγορές, αφορά και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις της Ένωσης.
Το ζήσαμε αυτό στον τρόπο που αντέδρασε η Ευρωζώνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα, των 27, τώρα των 28, στις πρώτες φάσεις της παγκόσμιας κρίσης.
Η αλήθεια είναι ότι και η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη έχουν κατασκευασθεί θεσμικά για φυσιολογικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως. Το στοιχείο της κρίσης, του έκτακτου γεγονότος, του μη γραμμικού, δεν είχε υπολογισθεί στο αρχικό σχέδιο, στη θεσμική αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Και αυτό φάνηκε την κρίσιμη περίοδο, κυρίως μετά το 2008 όταν όλα ήταν προφανή.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, που είναι το εργαστήριο, στο οποίο δοκιμάζονται όλα αυτά τα υλικά της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής με κόστος για τον ελληνικό λαό και τις θυσίες του, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη εκδηλώθηκε τελικά και εκδηλώθηκε με γενναίο τρόπο: Μ’ ένα πρωτοφανές δάνειο 240 δισεκατομμυρίων ευρώ, με μια πολύ μεγάλη ονομαστική μείωση του δημοσίου χρέους -που κατείχαν βεβαίως οι ιδιωτικοί φορείς διεθνώς- η οποία ξεπερνά το 65% του ΑΕΠ, τα 130 δισεκατομμύρια, και σε όρους καθαρά της παρούσης αξίας το ποσοστό είναι ακόμη μεγαλύτερο.
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων στηρίζει αναμφίβολα το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα όλα αυτά τα χρόνια με μια έκταση που μπορεί να υπολογισθεί με μέσους όρους γύρω στο ύψος των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, άρα πραγματικά διαμορφώνεται μια δέσμη μέτρων, η οποία είναι εντυπωσιακή.
Αλλά το κόστος είναι επίσης πολύ μεγάλο. Γιατί η καθυστέρηση δημιουργεί πρόσθετο κόστος, παλινωδίες, ανακολουθίες, ενισχύουν το πρόβλημα, το αναπαράγουν. Πρέπει να έχουμε μάθει πολλά τα τελευταία χρόνια όλοι μας στην Ευρώπη για το πώς πρέπει να βελτιώσουμε την αρχιτεκτονική της Ευρώπης. Και αυτή είναι τώρα η μεγάλη συζήτηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, για τα μεγάλα ελλείμματα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, που είναι σίγουρα ελλείμματα θεσμικά, δημοκρατικά, πολιτικά.
Υπάρχει ένα έλλειμμα αντανακλαστικών που πρέπει να καλυφθεί και αυτή είναι η μεγάλη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης και για τη νέα ευρωπαϊκή απήχηση. Έτσι θα αντικρούσουμε τον ευρωσκεπτικισμό, για τον οποίο σας μίλησα προηγουμένως, είτε αυτός είναι ένας ακροδεξιός ευρωσκεπτικισμός πίσω από τον οποίο κρύβεται ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η βία και τέτοια φαινόμενα έχουμε δυστυχώς και στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, είτε είναι ένας κλασικός συντηρητικός ευρωσκεπτικισμός που παραπέμπει σε κλασικές μορφές εθνικής ταυτότητας και πατριωτισμού χωρίς να αντιλαμβάνονται όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, ότι μέσα από τις εθνικές ταυτότητες προκύπτει ως σύνθεση ιστορική η ευρωπαϊκή ταυτότητα και η ευρωπαϊκή ιδέα.
Είτε πρόκειται για έναν ευρωσκεπτικισμό μιας δήθεν ριζοσπαστικής, αλλά κατά βάθος βαθιάς συντηρητικής αριστεράς, που θέλει να διατηρήσει το στάτους κβο και καταφεύγει στο εθνικό κράτος και την αναβίωσή του ως ένα μηχανισμό διαφύλαξης κεκτημένων που δυστυχώς δεν μπορεί να παραμείνουν ως κεκτημένα εάν δεν προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες της διεθνούς οικονομίας και της ευρωπαϊκής οικονομίας. Άρα, πράγματι, πρέπει να δώσουμε μια απάντηση σε αυτές τις ελλείψεις.
Αλλά υπάρχουν και στην άλλη πλευρά του λόφου ελλείψεις στις υποδομές. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, παρ΄ όλα όσα έχουν γίνει τις δεκαετίες από το ’50 έως τώρα, επί τόσα χρόνια, στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η ήπειρος η ίδια, ο χώρος, η γη, έχει πολύ μεγάλες ανάγκες. Ανάγκες για επενδύσεις, για υποδομές, για δίκτυα σε όλους αυτούς τους τομείς που είδαμε προηγουμένως.
Άρα, βλέπετε πόσα πολλά φαινομενικώς ασύμπτωτα, αλλά στην πραγματικότητα διασυνδεδεμένα είναι τα επίπεδα στα οποία πρέπει να κινηθούμε. Από το επίπεδο των ευρωπαϊκών αξιών και των μεγάλων ιστορικών στόχων, μέχρι το επίπεδο των βασικών υποδομών και ενδιαμέσως πρέπει όλο αυτό το οικοδόμημα να συγκροτηθεί, να λειτουργεί, να είναι ορατό, διαφανές, αξιόπιστο, γοητευτικό, να στέλνει μηνύματα στους πολίτες. Διαφορετικά μηνύματα σε κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία ανάλογα με τις ανάγκες της, αλλά στην Ευρώπη τελικά υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής που είναι παρονομαστής των μεγάλων μας αξιών, που μας κρατάνε ενωμένους στην ευρωπαϊκή ιδέα, άρα πρέπει να διασώσουμε τη λάμψη αυτών των βασικών κινήτρων που μας έχουν κάνει Ευρωπαίους πολίτες ταγμένους στο σκοπό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αυτό είναι ένα ζήτημα ταυτόχρονα πολιτιστικό, πολιτικό, αισθητικό, ιδεολογικό, αναπτυξιακό, το οποίο πρέπει να το διαχειριστούμε. Γι’ αυτό όλα όσα λέμε έχουν ενδιαφέρον για όλους τους πολίτες. Πολιτικό ενδιαφέρον τελικά. Μπορούν να τροφοδοτήσουν τη συζήτηση για τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές που έχουμε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ένωσης. Τη συζήτηση για το μέλλον των πόλεων, όπως είναι η Θεσσαλονίκη.
Τη συζήτηση για την υπέρβαση της κρίσης σε εθνικό επίπεδο, όπως είναι η συζήτηση για την εθνική ανασυγκρότηση στην Ελλάδα. Και βέβαια τη συζήτηση για το ευρωπαϊκό μοντέλο ανταγωνιστικότητας, καινοτομίας που θα επιτρέψει την Ευρώπη να είναι πάντα στο κέντρο των εξελίξεων, παρ’ ό,τι μικραίνει πληθυσμιακά, γηράσκει, έχει να ανταγωνιστεί πολύ μεγάλους παίκτες στην παγκόσμια αγορά.
Χαίρομαι λοιπόν γιατί το θέμα του Συνεδρίου εδώ στη Θεσσαλονίκη και η ευκαιρία γενικότερα της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μας επιτρέπει να συζητάμε με έναν τέτοιο σύνθετο τρόπο και να κινούμαστε από το πολύ πρακτικό και συγκεκριμένο επιχειρησιακά και επιχειρηματικά στο πιο αφηρημένο και φιλόδοξο, αλλά ταυτόχρονα κρίσιμο, θεσμικά, πολιτικά, δημοκρατικά.
Αυτό είναι ένα στοιχείο της ευρωπαϊκής γοητείας που δεν το βρίσκει κανείς εύκολα σε άλλες ηπείρους. Κι αυτό πρέπει να το αξιοποιήσουμε στο έπακρο και χαίρομαι γιατί εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουμε, λόγω ιστορίας και πολιτισμού, τις προϋποθέσεις να φιλοξενήσουμε και ταυτόχρονα να τροφοδοτήσουμε μια τέτοια συζήτηση.
Σας ευχαριστώ πολύ».
Ευχαριστώ τον κ. Andrews για τη φιλική και σύντομη εισαγωγή του. Κρατώ απ’ όσα είπε τη βασική αλήθεια, ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη μου, η πόλη που με γέννησε, ο τόπος της αναφοράς μου και χαίρομαι πραγματικά γιατί βρίσκομαι σήμερα εδώ μαζί σας. Είμαι ευγνώμων πραγματικά προς τους διοργανωτές της εκδήλωσης αυτής, προς τον Economist και ιδίως
προς το φορέα που οργανώνει τις συνεδριακές εκδηλώσεις του με τόση επιτυχία.
Θέλω επίσης να ευχαριστήσω θερμά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον απόντα Αντιπρόεδρο, τον κ. Siim Kallas που μίλησε το πρωί και την παρούσα Επίτροπο, τη δική μας Μαρία Δαμανάκη στην οποία ήδη αναφέρθηκα και στην οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό οφείλεται η ιδέα της διοργάνωσης αυτού του συνεδρίου.
Θέλω επίσης, εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης και της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να καλωσορίσω στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη και να υποδεχθώ θερμά τους συμμετέχοντες από άλλες χώρες, ευρωπαϊκές ή τρίτες, καθώς και τους συμμετέχοντες από υπηρεσίες και φορείς ή Οργανισμούς του ευρύτερου οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κυρίες και κύριοι, δεν είναι φυσικά καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι επιλέχθηκε η πόλη της Θεσσαλονίκης για τη διοργάνωση αυτής της συνάντησης, που στην πραγματικότητα έχει ως αντικείμενο το μεγάλο αναπτυξιακό πρόβλημα της Ευρώπης, την αναζήτηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, βασισμένου στην ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών υποδομών προκειμένου αυτό που ονομάζουμε ενιαία αγορά, να έχει πλήρη υπόσταση και προοπτική.
Η Θεσσαλονίκη τονίζει όλες τις ελληνικές περιφερειακές ταυτότητες στο έπακρο. Μας θυμίζει πως η Ελλάδα είναι μια χώρα ευρωπαϊκή, μια χώρα βαλκανική, μια χώρα μεσογειακή, μια χώρα που για λόγους ιστορικούς ανήκει στην ομάδα των χωρών του Ευξείνου Πόντου.
Μια πόλη κοσμοπολίτικη, διαχρονική, όπως η Θεσσαλονίκη θυμίζει τη βαριά αυτή ιστορική διαδρομή και επιπλέον, έχει το προσόν να λειτουργεί ως πόλη της ιδιωτικής οικονομίας, της παραγωγής και όχι ως μια πόλη στενά δεμένη με το κράτος και τις πολιτικές διαδικασίες.
Άρα είναι λογικό στη Θεσσαλονίκη, η επαφή μ’ αυτό που λέγεται νοτιοανατολικοευρωπαϊκή ενδοχώρα, μ’ αυτό που λέγεται ετερότητα, μ’ αυτό που λέγεται «η κρίση ως ευκαιρία» να είναι πολύ πιο έντονη.
Η Θεσσαλονίκη είχε πάντοτε το προνόμιο ή και το βάρος του να είναι η δεύτερη πόλη, λειτούργησε σχεδόν πάντοτε ως δεύτερη πόλη από την εποχή της μακεδονικής κυριαρχίας μέχρι τώρα στο νεοελληνικό κράτος, αλλά μια δεύτερη πόλη που είχε πάντα τα προσόντα και τη ροπή ν’ αναδειχθεί ως πρώτη αναπτυξιακά.
Και αυτό σε πολύ μεγάλο βαθμό οφείλεται στα φυσικά της πλεονεκτήματα, στο λιμάνι της, στη γεωγραφική της θέση γενικότερα, στη θέση της μέσα σε φυσικά δίκτυα που υπάρχουν, αλλά και στο μεγάλο διανοητικό της κεφάλαιο, αυτό που και τώρα διατηρείται χάρις στο Πανεπιστήμιο, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματά της γενικότερα, όχι μόνο το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης αλλά και τους ερευνητικούς φορείς που διαθέτει, με κορυφαίο τώρα το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης.
Φιλοξενεί το CEDEFOP και την Τράπεζα για την Ανάπτυξη του Ευξείνου Πόντου, αλλά κυρίως φιλοξενεί τις μνήμες της και τις δυνατότητές της, που πρέπει να τις αναπτύξει γιατί σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό η ιστορία στις μέρες μας, λειτουργεί ως ένα απόθεμα αναπτυξιακών ιδεών για το μέλλον.
Μελετώντας την ιστορία και την ιστορική γεωγραφία, μπορούμε να βρούμε ιδέες πολύ φρέσκιες, πολύ ζωντανές, καινοτόμες, ριζοσπαστικές και αυτές να τις χρησιμοποιήσουμε για να ξεπεράσουμε την κρίση, να δημιουργήσουμε ευκαιρίες για επενδύσεις, για απασχόληση, καθώς αυτό είναι το μεγάλο θέμα.
Χαίρομαι γιατί η εκδήλωση αυτή φιλοξενείται στη Θεσσαλονίκη, φυσικά το εξάμηνο της Ελληνικής Προεδρίας. Το εξάμηνο αυτό δεν είναι κρίσιμο πρωτίστως λόγω της Προεδρίας την οποία θα διεκπεραιώσουμε με επιτυχή ελπίζω, γιατί έχουμε μεγάλη παράδοση και έχουμε τη μνήμη των 4 προηγουμένων ελληνικών Προεδριών και ξέρουμε να εκτελούμε τα Κοινοτικά μας καθήκοντα με αποτελεσματικότητα και να διαχωρίζουμε τις εθνικές μας προτεραιότητες από τις ευρωπαϊκές αλλά ταυτόχρονα να διεκδικούμε και την αναδιάταξη των ευρωπαϊκών συσχετισμών.
Το εξάμηνο είναι κρίσιμο πρωτίστως γιατί εδώ, σ’ εμάς, στην Ελλάδα, κρίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό η αξιοπιστία και το μέλλον και της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς η Ελλάδα έχει μετατραπεί τα τελευταία 4 χρόνια σ’ ένα εργαστήριο της σύνθετης ευρωπαϊκής κρίσης, δημοσιονομικής, κοινωνικής, παραγωγικής, αναπτυξιακής, μια κρίση ανταγωνιστικότητας, μια κρίση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.
Πρέπει το εξάμηνο αυτό η Ελλάδα να κάνει πραγματικά τη στροφή προς την οριστική έξοδο από την κρίση, από το μνημόνιο, από τους ειδικούς θεσμούς επιτήρησης. Αυτό θα είναι μια έμπρακτη και αποστομωτική απάντηση στα νέα ρεύματα ευρωσκεπτικισμού που αναπτύσσονται σε πολλές χώρες από πολλές ιδεολογικές οπτικές γωνίες.
Έχουμε την υποχρέωση το εξάμηνο αυτό ν’ αναπτύξουμε μια νέα αφήγηση για την Ευρώπη. Μπορεί άλλος να τη βλέπει με πιο προοδευτικό και άλλος με πιο συντηρητικό ή πιο φιλελεύθερο πρόσημο, αλλά σίγουρα χρειάζεται μια νέα αφήγηση, που να πείθει κυρίως τους νέους Ευρωπαίους πολίτες ότι η Ευρώπη δεν είναι ταυτισμένη με τις πολιτικές λιτότητας, με την ανεργία, με την κρίση, με τη μείωση του επιπέδου ζωής, με τη διακινδύνευση του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Στις προτεραιότητες της Ελληνικής Προεδρίας που εξειδικεύονται φυσικά σε κάθε σύνθεση του Συμβουλίου, στις γενικές πολιτικές της Ελληνικής Προεδρίας, προσπαθήσαμε να συμπυκνώσουμε την αγωνία και τις ανάγκες όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών, να διατηρήσουμε ζωντανή την κυλιόμενη ατζέντα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ρεαλιστικούς στόχους για ένα εξάμηνο, σε συνεργασία με την επόμενη Προεδρία, την Ιταλική, με την οποία συγκροτούμε ένα μεσογειακό χρόνο, αλλά βέβαια μέσα σε αυτές τις προτεραιότητες που είναι ευρωπαϊκές αναμφίβολα, αυτονόητες, ενσωματώνονται και οι προτεραιότητες οι εθνικές, προτεραιότητες που απορρέουν από τις ανάγκες μας, αλλά και από τις εμπειρίες μας, από τα βιώματά μας, από τη σχέση μας με την ιστορία που βρίσκεται στην καρδιά άλλωστε της ευρωπαϊκής ταυτότητας.
Ξέρετε ότι η πρώτη μας προτεραιότητα είναι φυσικά η ανάπτυξη, η δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Παράλληλα η προστασία της Ευρωπαϊκής κοινωνικής διάστασης και η τέταρτη οριζόντια προτεραιότητά μας η ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική. Διασταυρωνόμαστε εδώ με τις αρμοδιότητες της Μαρίας Δαμανάκη, τις πρωτοβουλίες της εκ μέρους της ευρωπαϊκής προοπτικής.
Αντιλαμβάνεστε ότι η γέφυρα ανάμεσα στην πρώτη και στην τέταρτη προτεραιότητα της Ελληνικής Προεδρίας, οι άλλες δυο είναι η προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων και η ολοκλήρωση της οικονομικής διακυβέρνησης μέσω της Τραπεζικής Ένωσης. Η γέφυρα λοιπόν ανάμεσα στην πρώτη και στην τέταρτη προτεραιότητα της Προεδρίας, στην πραγματικότητα είναι αυτή η χορδή που μπορεί να εκτινάξει όχι μόνο τη χώρα μας, αλλά την Ευρώπη συνολικά, αναπτυξιακά, γιατί αν θέλουμε να αναζητήσουμε νέες αναπτυξιακές ευκαιρίες, αυτές πρέπει να είναι ενδογενείς πρωτίστως. Ενδογενείς πόροι ανάπτυξης όπως έχω πει πολλές φορές, ίσως να με έχετε ακούσει, είναι πρωτίστως η γη και οι άνθρωποι.
Η γη περιλαμβάνει φυσικά και τη θάλασσα. Όταν μιλάμε για ανθρώπους μιλάμε για κοινωνίες, μιλάμε για μνήμες, για ιστορία, για διανοητικό κεφάλαιο, μιλάμε για πολιτισμό. Πολιτισμός δεν είναι κάτι αθώο. Πολύ συχνά είναι αγκυλώσεις τεράστιες ιστορικές, στερεότυπα, παρεξηγήσεις, παρερμηνείες, ή ιδεολογικές ερμηνείες της ιστορίας. Κι αυτό δημιουργεί πολύ μεγάλες εντάσεις.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία λοιπόν να αναδείξουμε τις ικανότητες των ανθρώπων μας, χωρίς ιδεοληψίες και βέβαια όταν μιλάμε για ιστορία και για πολιτισμό, πηγαίνουμε και στη γη, στη γεωγραφία, στη δυνατότητα που έχουμε να αξιοποιήσουμε ένα χώρο που μπορεί να είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε εθνικά κράτη, μοιρασμένος με σύνορα, τα οποία φυσικά σεβόμαστε απολύτως στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, γιατί η διεθνής και η περιφερειακή σταθερότητα είναι ο άξονας της εξωτερικής μας πολιτικής και της εθνικής και της ευρωπαϊκής, αλλά θέλουμε αυτός ο χώρος να ξαναενοποιηθεί, να λειτουργήσει ως υποδοχή δικτύων, διαδρομών, αγορών. Ο χώρος να υποδείξει και να υποδεχθεί συνέργειες.
Μπορεί να είναι στην περιοχή μας, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη ιδίως έντονες οι μνήμες της βυζαντινής αυτοκρατορίας, της οθωμανικής αυτοκρατορίας, της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Μπορεί να είναι έντονες οι μνήμες του ανατολικού ζητήματος. Ακόμη πιο έντονες οι μνήμες της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, ή της Σοβιετικής Ένωσης. Εμείς πρέπει από αυτά να κρατήσουμε τη δυνατότητά μας να δώσουμε ευκαιρίες για δικτυώσεις που νομίζω ότι είναι το μεγάλο ζητούμενο και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη και για την ειδικότερη περιοχή μας, την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων, τις πρωτεύουσες των οποίων θα επισκεφθώ αύριο και τις επόμενες μέρες. Και τις έξι πρωτεύουσες των Δυτικών Βαλκανίων.
Ειδικά βέβαια για μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, μια χώρα όπως η Ελλάδα που εφάπτονται με τη θάλασσα, δεν πρέπει να ξεχνάμε και όλα αυτά που συνδέονται με το θαλάσσιο χώρο, για τα οποία είμαι βέβαιος ότι μίλησε το πρωί η κα Δαμανάκη. Από την αλιεία και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέχρι το χωροταξικό σχεδιασμό στο θαλάσσιο χώρο και από τη ναυτιλία μέχρι την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, στην οριοθέτηση και αξιοποίηση των θαλασσίων ζωνών, όπως είναι η υφαλοκρηπίδα και η αποκλειστική οικονομική ζώνη.
Συζητώντας γι’ αυτή την εκδοχή της Ευρώπης των μεγάλων δικτύων, των συνεργειών, του ενιαίου οικονομικού αυτού χώρου, της ιστορικής μνήμης, αλλά και της μετανεωτερικής προοπτικής που κρύβει μέσα η περιοχή μας, η ήπειρός μας, είμαστε υποχρεωμένοι να θυμηθούμε ότι εδώ δεν εφαπτόμεθα μόνο με τα Βαλκάνια ή με τη Μαύρη Θάλασσα, ή με τη Μεσόγειο, αλλά πρέπει να ανοίξουμε το βλέμμα μας πολύ περισσότερο.
Αυτό που απασχόλησε το προηγούμενο εξάμηνο πάρα πολύ την Ευρωπαϊκή Ένωση επί Λιθουανικής Προεδρίας εξακολουθεί να μας απασχολεί λόγω των εξελίξεων στην Ουκρανία. Είναι βέβαια η λεγόμενη ανατολική εταιρική σχέση, ανατολική γειτονία.
Είμαστε εντυπωσιακά κοντά αν χρησιμοποιήσει κανείς ως σημείο εισόδου τη Ρουμανία, τη Μολδαβία. Είμαστε, επίσης, πάρα πολύ κοντά στη Νότια γειτονία, σε μια ταραγμένη περιοχή εντυπωσιακά κοντά μας. Περιλαμβάνει όλες τις χώρες στο επίκεντρο της κρίσης. Από τη Συρία μέχρι την Τυνησία, αλλά εάν σκεφτεί κανείς πως ο ελληνισμός έχει την ιστορική και εθνική και φυσική σχέση με την Κύπρο, αντιλαμβάνεστε πόσο σημαντικό είναι για μας να έχουμε την εικόνα όλου αυτού του χώρου, για να καταλάβουμε τη δυναμική που έχουν οι υποδομές, σε όλους τους τομείς, τα δίκτυα σε όλους τους τομείς, στις μεταφορές, στην ενέργεια, στην επικοινωνία, παντού.
Αναφέρθηκα προηγουμένως στις τέσσερις προηγούμενες Ελληνικές Προεδρίες, οι οποίες μας έχουν αφήσει μια θεσμική μνήμη, μια κληρονομιά. Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η προηγούμενη Ελληνική Προεδρία, το 2003, όπως όλοι θυμόμαστε που κορυφώθηκε με την Σύνοδο της Θεσσαλονίκης – Χαλκιδικής, έχει εγγραφεί στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης γιατί συζητήθηκε εδώ το ευρωπαϊκό σύνταγμα που ποτέ δεν έγινε μια πραγματικότητα, αλλά άνοιξε το δρόμο για τη μεταρρυθμιστική συνθήκη της Λισσαβόνας. Δεν πέτυχε αυτό το σχέδιο, αλλά οδηγηθήκαμε στο σημερινό βαθμό θεσμικής ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επίσης η «ατζέντα της Θεσσαλονίκης» που ήταν το moto της προηγούμενης Ελληνικής Προεδρίας συνδέεται ιστορικά με ένα μεγάλο κύμα διεύρυνσης και στην πραγματικότητα με την κατοχύρωση της ευρωατλαντικής προοπτικής όλων των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων. Ούτως ή άλλως, ήδη Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κροατία, είναι μέλη της Ένωσης, άρα συζητάμε τώρα για τα Δυτικά Βαλκάνια με τη στενή γεωγραφική έννοια του όρου.
Η προηγούμενη Ελληνική Προεδρία, η Προεδρία του πρώτου εξαμήνου του 1994 έχει συνδεθεί στην ιστορική μας μνήμη με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Κύπρου, που ολοκληρώθηκαν 10 χρόνια αργότερα, με τη μετάβαση από την Ευρώπη των 12 στην Ευρώπη των 15 και παραλίγο των 16, αν η Νορβηγία δεν απέρριπτε για δεύτερη φορά σε δημοψήφισμα τη συνθήκη ένταξης που είχε υπογράψει, αλλά και με ένα άλλο λιγότερο γνωστό γεγονός, που θα ήθελα να το θυμηθούμε σήμερα.
Με την Ευρωπαϊκή Διάσκεψη των Υπουργών Μεταφορών του 1994, που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη επί Ελληνικής Προεδρίας και οδήγησε στη μεγάλη συμφωνία για τα διευρωπαϊκά δίκτυα και για τους μεγάλους ευρωπαϊκούς διαδρόμους. Κάτι που νομίζω ότι σήμερα πρέπει να το ανασύρουμε, να το επικαιροποιήσουμε και να ξαναμιλήσουμε για όλα αυτά τα θέματα, για τα οποία μιλούσαμε κάποτε με πιο μεγάλη θέρμη, πριν ίσως η ταραγμένη περίοδος του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία μας αποκόψει από τη φυσική μας επαφή με ένα πολύ μεγάλο χώρο. Αυτό αφορά τα πάντα, αφορά κάθε είδους διευρωπαϊκό δίκτυο, οδικό, ενεργειακό, σιδηροδρομικό, ποτάμιο.
Κάποτε η συζήτηση για τις γέφυρες στο Δούναβη ήταν μια πολύ σημαντική, πολύ δυναμική συζήτηση και καταλαβαίνετε όλοι πώς όλα αυτά φέρνουν πάλι στο επίκεντρο της προσοχής μας την πόλη της Θεσσαλονίκης, που έχει το φυσικό πλεονέκτημα του λιμανιού της, που είναι η έξοδος στη Μεσόγειο όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για όμορες χώρες, έχει μια κεντρική κομβική θέση στο ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο από την εποχή πολύ πριν την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό εθνικό κορμό.
Και φυσικά, όλα αυτά τώρα, πρέπει να συνδεθούν και με τις νέες εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας, με τη μεγάλη συζήτηση για αγωγούς, για τερματικούς σταθμούς, για τη συγκρότηση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.
Η Θεσσαλονίκη βλέπει και αυτή τα ελληνικά νησιά και εφάπτεται με πολλά από αυτά. Η διασύνδεση για παράδειγμα των ελληνικών νησιών με το μητροπολιτικό, το κεντρικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας είναι πάντα ένα πολύ μεγάλο σχέδιο για το οποίο μας μίλησε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ, ο κ. Ζερβός.
Εμείς αντιλαμβανόμαστε ως Κυβέρνηση και ως Ελληνική Προεδρία, το ρόλο μας ως έναν ρόλο εμψυχωτή μεγάλων σχεδίων, που από τη φύση τους είναι διακυβερνητικά αλλά και ιδιωτικά. Ενδιαφερόμαστε πάρα πολύ να ενισχύσουμε ιδιωτικές πρωτοβουλίες που έρχονται και διασταυρώνονται με πολιτικές πρωτοβουλίες, θεσμικές πρωτοβουλίες οι οποίες μπορούν να διασφαλίσουν ένα σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης αλλά και την αναγκαία πολιτική υποστήριξη.
Είχαμε την ευκαιρία πριν από λίγες μέρες, πάλι σε συνεργασία με τη Μαρία Δαμανάκη, να μετάσχουμε στην Αθήνα, στη 16η διακυβερνητική συνάντηση των κρατών που μετέχουμε στην Πρωτοβουλία Αδριατικής – Ιονίου, σε συνεργασία με την Αλβανική Προεδρία της πρωτοβουλίας αυτής και να οργανώσουμε μια μεγάλη διάσκεψη για την προοπτική που έχει η περιοχή να μετατραπεί σε μια μεγάλη αναπτυξιακή Περιφέρεια, στη μεγάλη Περιφέρεια της Αδριατικής και του Ιονίου.
Την άλλη εβδομάδα, στις 24 του μηνός, τη Δευτέρα, θα επισκεφθώ τη Βουδαπέστη προκειμένου να μετάσχω σε μια συνάντηση που οργανώνουν οι 4 χώρες του Βίζενγκραντ υπό Ουγγρική Προεδρία, με την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, για να επιχειρήσουμε μία διαφορετική ανάγνωση, ίσως και αντίστροφη από πλευράς ροής, των αγωγών, ιδίως των αγωγών φυσικού αερίου.
Το γεγονός ότι το κονσόρτσιουμ του Σαχ Ντενίζ έκανε τελικά την επιλογή του TAP (Trans Adriatic Pipeline), είναι ένα στοιχείο που αλλάζει τα δεδομένα, ίσως και το χάρτη. Φέρνει πολύ κοντά στην Ελλάδα με την Αλβανία και τις δυο χώρες με την Ιταλία, αλλά και η διασύνδεση Ελλάδας – Βουλγαρίας ή Ελλάδας και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, μας επιτρέπει να σκεφτούμε με διαφορετικούς όρους όλο αυτό το χώρο που περιλαμβάνει βεβαίως την επέκταση του αγωγού αυτού από την Αλβανία προς τα Δυτικά Βαλκάνια, το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία Ερζεγοβίνη, την Κροατία.
Είμαστε, ούτως ή άλλως, αναγκασμένοι να ξαναδούμε και πολιτικά, με τη διορατικότητα που πρέπει, τη συζήτηση για τον South Stream, να εκτιμήσουμε με τους νέους όρους που υπάρχουν πια στην Παγκόσμια Ενεργειακή Οικονομία τη σχέση των αγωγών με άλλες μορφές φυσικού αερίου που δε μεταφέρονται μέσω αγωγών, αλλά ενδιαφέρουν πάρα πολύ την παγκόσμια ναυτιλία και άρα και την ελληνική ναυτιλία.
Θα ήμαστε πραγματικά ευτυχείς, εάν η συζήτηση για την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά στην Ευρώπη, έστρεφε την προσοχή της στα κύρια σημεία που είναι η αποφυγή διαφόρων μορφών ενεργειακού dumping, που αφήνουμε να εξελίσσονται εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες, και, κυρίως, την ανάγκη για μια ενιαία διαπραγμάτευση τιμών από τρίτους προμηθευτές, κάτι που δε γίνεται, ενώ εκδηλώνονται πολύ μεγάλες ευαισθησίες σε άλλες όψεις της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας.
Αντιλαμβάνεστε ότι το ερώτημα πάντα σε όλες αυτές τις περιπτώσεις - αντιλαμβάνεστε πολύ καλύτερα από μένα - όσοι προέρχεστε από τον ιδιωτικό τομέα και από την αγορά, είναι τι δυνατότητες χρηματοδότησης υπάρχουν, πού είναι τα κονδύλια και πώς μπορούν ν’ αξιοποιηθούν.
Αυτό είναι ένα ερώτημα που το αντιμετωπίσαμε και στη συζήτηση για τη μεγάλη Περιφέρεια της Αδριατικής και του Ιονίου, το αντιμετωπίζουμε κάθε φορά που αναπτύσσεται μια ιδέα. H ιδέα -όπως έλεγε ένας πολύ μεγάλος φιλόσοφος γι’ αυτό έχει αναπαραχθεί από πάρα πολλούς στη συνέχεια- έχει υλική δύναμη, μετατρέπεται σε πραγματική παραγωγική δύναμη, είναι ο πυρήνας του διανοητικού κεφαλαίου.
Άρα, σημασία δεν έχει να υπάρχουν πάντα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία. Mπορεί ν’ αξιοποιήσει κανείς με πιο έξυπνο και αποτελεσματικό τρόπο υφιστάμενες δυνατότητες.
Είδα με χαρά ότι στο πρόγραμμα προβλέπεται εισήγηση εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Υπάρχουν πάντα οι δυνατότητες της Ευρωπαϊκής Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη. Έχει μικρότερες, αλλά όχι αμελητέες δυνατότητες, η Τράπεζα για την Ανάπτυξη της Μαύρης Θάλασσας.
Υπάρχουν μεγάλες εμπορικές Τράπεζες που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν σχέδια αλλά αντιλαμβάνομαι πάρα πολύ καλά τις δυσκολίες, καθώς έχω βιώσει τη δύσκολη διαπραγμάτευση για τη διάσωση και την επανέναρξη των έργων στους ελληνικούς οδικούς άξονες, που, ευτυχώς, τώρα πια εξελίσσεται ομαλά, μετά από μια πολύ μεγάλη διαπραγματευτική περιπέτεια και εμπειρία.
Άρα ξέρω πάρα πολύ καλά ότι όταν υπάρχει πολιτική αποφασιστικότητα, εμμονή, σχέδιο, διάθεση συνεργασίας, όταν υπάρχει ένα καλά μελετημένο έργο δεν πρόκειται να κολλήσει κανείς στις δυνατότητες χρηματοδότησης, αρκεί φυσικά να υπάρχει εμπιστοσύνη.
Και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι πολλές φορές στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ευρωζώνη, υπονομεύουμε, δυστυχώς, μόνοι μας το μεγάλο αυτό κεφάλαιο της εμπιστοσύνης που αφορά και τις κοινωνίες μας, τους πολίτες μας, αφορά και τις αγορές, αφορά και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις της Ένωσης.
Το ζήσαμε αυτό στον τρόπο που αντέδρασε η Ευρωζώνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα, των 27, τώρα των 28, στις πρώτες φάσεις της παγκόσμιας κρίσης.
Η αλήθεια είναι ότι και η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη έχουν κατασκευασθεί θεσμικά για φυσιολογικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως. Το στοιχείο της κρίσης, του έκτακτου γεγονότος, του μη γραμμικού, δεν είχε υπολογισθεί στο αρχικό σχέδιο, στη θεσμική αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Και αυτό φάνηκε την κρίσιμη περίοδο, κυρίως μετά το 2008 όταν όλα ήταν προφανή.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, που είναι το εργαστήριο, στο οποίο δοκιμάζονται όλα αυτά τα υλικά της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής με κόστος για τον ελληνικό λαό και τις θυσίες του, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη εκδηλώθηκε τελικά και εκδηλώθηκε με γενναίο τρόπο: Μ’ ένα πρωτοφανές δάνειο 240 δισεκατομμυρίων ευρώ, με μια πολύ μεγάλη ονομαστική μείωση του δημοσίου χρέους -που κατείχαν βεβαίως οι ιδιωτικοί φορείς διεθνώς- η οποία ξεπερνά το 65% του ΑΕΠ, τα 130 δισεκατομμύρια, και σε όρους καθαρά της παρούσης αξίας το ποσοστό είναι ακόμη μεγαλύτερο.
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων στηρίζει αναμφίβολα το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα όλα αυτά τα χρόνια με μια έκταση που μπορεί να υπολογισθεί με μέσους όρους γύρω στο ύψος των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, άρα πραγματικά διαμορφώνεται μια δέσμη μέτρων, η οποία είναι εντυπωσιακή.
Αλλά το κόστος είναι επίσης πολύ μεγάλο. Γιατί η καθυστέρηση δημιουργεί πρόσθετο κόστος, παλινωδίες, ανακολουθίες, ενισχύουν το πρόβλημα, το αναπαράγουν. Πρέπει να έχουμε μάθει πολλά τα τελευταία χρόνια όλοι μας στην Ευρώπη για το πώς πρέπει να βελτιώσουμε την αρχιτεκτονική της Ευρώπης. Και αυτή είναι τώρα η μεγάλη συζήτηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, για τα μεγάλα ελλείμματα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, που είναι σίγουρα ελλείμματα θεσμικά, δημοκρατικά, πολιτικά.
Υπάρχει ένα έλλειμμα αντανακλαστικών που πρέπει να καλυφθεί και αυτή είναι η μεγάλη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης και για τη νέα ευρωπαϊκή απήχηση. Έτσι θα αντικρούσουμε τον ευρωσκεπτικισμό, για τον οποίο σας μίλησα προηγουμένως, είτε αυτός είναι ένας ακροδεξιός ευρωσκεπτικισμός πίσω από τον οποίο κρύβεται ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η βία και τέτοια φαινόμενα έχουμε δυστυχώς και στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, είτε είναι ένας κλασικός συντηρητικός ευρωσκεπτικισμός που παραπέμπει σε κλασικές μορφές εθνικής ταυτότητας και πατριωτισμού χωρίς να αντιλαμβάνονται όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, ότι μέσα από τις εθνικές ταυτότητες προκύπτει ως σύνθεση ιστορική η ευρωπαϊκή ταυτότητα και η ευρωπαϊκή ιδέα.
Είτε πρόκειται για έναν ευρωσκεπτικισμό μιας δήθεν ριζοσπαστικής, αλλά κατά βάθος βαθιάς συντηρητικής αριστεράς, που θέλει να διατηρήσει το στάτους κβο και καταφεύγει στο εθνικό κράτος και την αναβίωσή του ως ένα μηχανισμό διαφύλαξης κεκτημένων που δυστυχώς δεν μπορεί να παραμείνουν ως κεκτημένα εάν δεν προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες της διεθνούς οικονομίας και της ευρωπαϊκής οικονομίας. Άρα, πράγματι, πρέπει να δώσουμε μια απάντηση σε αυτές τις ελλείψεις.
Αλλά υπάρχουν και στην άλλη πλευρά του λόφου ελλείψεις στις υποδομές. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, παρ΄ όλα όσα έχουν γίνει τις δεκαετίες από το ’50 έως τώρα, επί τόσα χρόνια, στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η ήπειρος η ίδια, ο χώρος, η γη, έχει πολύ μεγάλες ανάγκες. Ανάγκες για επενδύσεις, για υποδομές, για δίκτυα σε όλους αυτούς τους τομείς που είδαμε προηγουμένως.
Άρα, βλέπετε πόσα πολλά φαινομενικώς ασύμπτωτα, αλλά στην πραγματικότητα διασυνδεδεμένα είναι τα επίπεδα στα οποία πρέπει να κινηθούμε. Από το επίπεδο των ευρωπαϊκών αξιών και των μεγάλων ιστορικών στόχων, μέχρι το επίπεδο των βασικών υποδομών και ενδιαμέσως πρέπει όλο αυτό το οικοδόμημα να συγκροτηθεί, να λειτουργεί, να είναι ορατό, διαφανές, αξιόπιστο, γοητευτικό, να στέλνει μηνύματα στους πολίτες. Διαφορετικά μηνύματα σε κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία ανάλογα με τις ανάγκες της, αλλά στην Ευρώπη τελικά υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής που είναι παρονομαστής των μεγάλων μας αξιών, που μας κρατάνε ενωμένους στην ευρωπαϊκή ιδέα, άρα πρέπει να διασώσουμε τη λάμψη αυτών των βασικών κινήτρων που μας έχουν κάνει Ευρωπαίους πολίτες ταγμένους στο σκοπό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αυτό είναι ένα ζήτημα ταυτόχρονα πολιτιστικό, πολιτικό, αισθητικό, ιδεολογικό, αναπτυξιακό, το οποίο πρέπει να το διαχειριστούμε. Γι’ αυτό όλα όσα λέμε έχουν ενδιαφέρον για όλους τους πολίτες. Πολιτικό ενδιαφέρον τελικά. Μπορούν να τροφοδοτήσουν τη συζήτηση για τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές που έχουμε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ένωσης. Τη συζήτηση για το μέλλον των πόλεων, όπως είναι η Θεσσαλονίκη.
Τη συζήτηση για την υπέρβαση της κρίσης σε εθνικό επίπεδο, όπως είναι η συζήτηση για την εθνική ανασυγκρότηση στην Ελλάδα. Και βέβαια τη συζήτηση για το ευρωπαϊκό μοντέλο ανταγωνιστικότητας, καινοτομίας που θα επιτρέψει την Ευρώπη να είναι πάντα στο κέντρο των εξελίξεων, παρ’ ό,τι μικραίνει πληθυσμιακά, γηράσκει, έχει να ανταγωνιστεί πολύ μεγάλους παίκτες στην παγκόσμια αγορά.
Χαίρομαι λοιπόν γιατί το θέμα του Συνεδρίου εδώ στη Θεσσαλονίκη και η ευκαιρία γενικότερα της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μας επιτρέπει να συζητάμε με έναν τέτοιο σύνθετο τρόπο και να κινούμαστε από το πολύ πρακτικό και συγκεκριμένο επιχειρησιακά και επιχειρηματικά στο πιο αφηρημένο και φιλόδοξο, αλλά ταυτόχρονα κρίσιμο, θεσμικά, πολιτικά, δημοκρατικά.
Αυτό είναι ένα στοιχείο της ευρωπαϊκής γοητείας που δεν το βρίσκει κανείς εύκολα σε άλλες ηπείρους. Κι αυτό πρέπει να το αξιοποιήσουμε στο έπακρο και χαίρομαι γιατί εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουμε, λόγω ιστορίας και πολιτισμού, τις προϋποθέσεις να φιλοξενήσουμε και ταυτόχρονα να τροφοδοτήσουμε μια τέτοια συζήτηση.
Σας ευχαριστώ πολύ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου