Προβληματισμένος για τα πραγματικά περιθώρια ελιγμών και αλλαγής
πολιτικής που έχει απέναντι στους δανειστές γύρισε από τη Φρανκφούρτη
και τη συνάντησή του με τον επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
Μάριο Ντράγκι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας.
Ενημερώνοντας σχετικά την Πολιτική Γραμματεία του κόμματός
του την περασμένη Πέμπτη ήταν ιδιαίτερα φειδωλός και συγκρατημένος ως προς τις προσδοκίες που μπορεί να έχει μια αριστερή κυβέρνηση την επομένη των εκλογών. Στο στενό επιτελείο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης όλοι αντιλήφθηκαν ότι τίποτα δεν θα είναι εύκολο, ούτε αυτονόητο στην περίπτωση που αριστερό κόμμα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, και πως το ευρωπαϊκό πεδίο παραμένει εξαιρετικά κακοτράχαλο και αφιλόξενο για οποιονδήποτε επιθυμεί να αλλάξει τις επιβεβλημένες συνταγές αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά και οποιαδήποτε διεθνή επαφή, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κατάλαβε ότι στην Ευρώπη δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα αν πρώτα δεν συμφωνήσει το ισχυρό δίδυμο του Βερολίνου, που συγκροτούν η κυρία Ανγκελα Μέρκελ και ο κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε – εκτός κι αν συγκρουστεί μαζί τους.
Διπλός στόχος
Το αιφνιδιαστικό ταξίδι του κ. Τσίπρα στη Μέκκα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος αποτέλεσε μεγάλη εμπειρία για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και είχε διπλή στόχευση:
■ Πρώτον, να στείλει μήνυμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να αποτελέσει απειλή για την Ευρώπη και το ευρώ. Οτι έχει κάθε καλή διάθεση να συζητήσει ψύχραιμα και θεσμικά με τα όργανα της Ενωσης για το ελληνικό πρόβλημα. Πρόκειται δηλαδή για μια αποσαφήνιση και υπογράμμιση της ευρωπαϊκής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία ανταποκρίθηκε πρόθυμα και με περισσή ευγένεια ο κ. Μάριο Ντράγκι.
Αυτό όμως ήταν το εύκολο σκέλος της επίσκεψης. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει διατεθειμένος να συνεννοηθεί με τους δανειστές, οι τελευταίοι, ή τουλάχιστον οι θεσμικοί εκπρόσωποί τους, δεν έχουν λόγο να απορρίψουν μια κίνηση καλής θέλησης.
■ Το δεύτερο μέρος όμως της επίσκεψης, αυτό που αφορούσε στην ουσία των συζητήσεων, αποδείχτηκε πιο δύσκολο. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Τσίπρας με τους συνεργάτες του παρουσίασαν στον κ. Ντράγκι τις απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ για το τεράστιο ανθρωπιστικό πρόβλημα που προκαλούν στην Ελλάδα η κρίση και οι πολιτικές που έχουν επιλεγεί έως τώρα. Επίσης, του παρουσίασαν ορισμένες ιδέες και ενέργειες που θα μπορούσε να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, όπως και γενικότερα την ύφεση. Ουσιαστικά, λοιπόν, εμφάνισαν στον κ. Ντράγκι ορισμένες πολιτικές και μέτρα που θα ήθελε να ακολουθήσει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και οι οποίες σε έναν βαθμό θα ήταν απέναντι στο μνημόνιο και «αντισυμβατικές», αλλά εντός του κανονιστικού πλαισίου της ΕΚΤ (ομόλογα ειδικού σκοπού κ.λπ.), ώστε να εξασφαλίσει κονδύλια για κοινωνικές και αναπτυξιακές πολιτικές.
Επιχείρησαν δηλαδή να διερευνήσουν τις προθέσεις της ΕΚΤ στην περίπτωση που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν τηρήσει επακριβώς τα μνημόνια, αλλά διαμορφώσει ένα άλλο μίγμα πολιτικής, που πάντως δεν θα τορπιλίζει ευθέως τις νόρμες για δημοσιονομική εξυγίανση και περιορισμό των ελλειμμάτων. Αλλωστε, σε μεγάλο βαθμό, η μέχρι τώρα αντιμετώπιση του «ελληνικού προβλήματος» στηρίχθηκε σε «αντισυμβατικά» και κατ’ εξαίρεση μέσα, τα οποία εφαρμόστηκαν μόνο για την Ελλάδα και όχι για άλλες χώρες που βρέθηκαν σε κρίση (Ιταλία, Ισπανία κ.λπ.).
«Ολα είναι θέμα Βερολίνου»
Η στάση και οι απαντήσεις του κ. Ντράγκι απέναντι σε όλα αυτά ήταν μεν προσεκτικές και ευγενικές, αλλά είχαν την εξής λογική: ότι πρόκειται κυρίως για θέματα που σχετίζονται με την πολιτική διαπραγμάτευση των εμπλεκόμενων πλευρών και τις πολιτικές αποφάσεις που θα ληφθούν, άρα τον πρώτο λόγο τον έχουν οι κυβερνήσεις. Οτι όλα δηλαδή είναι θέμα, όπως άφησε να διαφανεί ο κ. Ντράγκι, πολιτικής βούλησης του Βερολίνου και του κ. Σόιμπλε, που έχει το γενικό πρόσταγμα στον χειρισμό της οικονομικής κρίσης.
Ακόμη κι όταν τέθηκε το θέμα με την κυπριακή κρίση προ δεκαπενταμήνου, με τον κ. Τσίπρα να βολιδοσκοπεί τις προθέσεις της ΕΚΤ, αν δηλαδή μπορεί να προχωρήσει και στην περίπτωση της Ελλάδας σε διακοπή της ρευστότητας προς το τραπεζικό σύστημα, η απάντηση που έδωσε ο κ. Ντράγκι ήταν της άποψης «τίποτα δεν αποκλείεται»!
Σε κανένα σημείο της συζήτησης ο Ιταλός τραπεζίτης δεν έδωσε την αίσθηση ότι μπορεί να διαφοροποιηθεί στο παραμικρό από τις υποδείξεις της κυρίας Μέρκελ και του κ. Σόιμπλε, όπως ίσως ήλπιζαν οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί να συμβεί σε περίπτωση που εκδηλωθεί κρίση στις σχέσεις της Αθήνας με την τρόικα εξαιτίας μη εφαρμογής ακραίων πολιτικών του μνημονίου.
Στην Κουμουνδούρου εκτιμούν ότι, για λόγους προστασίας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, ο κ. Ντράγκι μπορεί να διαφοροποιηθεί από το Βερολίνο σε περίπτωση που ζητηθεί η τιμωρία της Ελλάδας αν μια αριστερή κυβέρνηση αποφασίσει να αμφισβητήσει το μνημόνιο, υιοθετήσει άλλες πολιτικές για να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση και ζητήσει επαναδιαπραγμάτευση των συμφωνηθέντων. Ωστόσο, αυτό που εισέπραξαν καταρχήν από τον κεντρικό τραπεζίτη ήταν ότι μάλλον αυτή η διαφοροποίηση είναι δύσκολο να υπάρξει.
Υπό αυτό το πρίσμα, λένε τώρα ψύχραιμοι παρατηρητές των κινήσεων που κάνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, και σε περίπτωση που ορθωθεί τείχος και από το Βερολίνο και από τη Φρανκφούρτη, είναι πολύ πιθανό ο κ. Τσίπρας, αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία, να βρεθεί στο δίλημμα «είτε να γίνει Σαμαράς, είτε να γίνει Λαφαζάνης». Δηλαδή ή θα ευθυγραμμιστεί με τις απαιτήσεις της τρόικας στην εφαρμογή του μνημονίου -διατηρώντας μόνο τη δυνατότητα να αλλάξει πράγματα στο εσωτερικό, όπως η ανακατανομή των φορολογικών βαρών- ή θα οδηγηθεί στην άγρια σύγκρουση με τους δανειστές και το μερκελικό κατεστημένο στην Ευρώπη.
Παρά ταύτα, στην Κουμουνδούρου δεν δείχνουν απογοητευμένοι. Ευελπιστούν ότι η δυναμική που θα δημιουργηθεί από μια εκλογική νίκη και συγκρότηση αριστερής κυβέρνησης θα επαναπροσδιορίσει τη στάση όλων στην Ευρώπη και οι σημερινοί ανυποχώρητοι παράγοντες θα δεχτούν να πάνε ένα βήμα πίσω, ιδίως τώρα που το ίδιο κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να αποτραπεί μια γενικευμένη κρίση με επίκεντρο και πάλι το ενιαίο νόμισμα.
Σε κάθε περίπτωση πιστεύουν ότι και οι Ευρωπαίοι θεσμικοί παράγοντες αποδέχονται την ανάγκη συνεννόησης με τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως δείχνει και η πρόσκληση που απηύθυνε ο κ. Ντράγκι στον κ. Τσίπρα στη συγκεκριμένη συγκυρία, παρότι δεν ήταν υποχρεωμένος να το πράξει. Στην Κουμουνδούρου θεωρούν θετικό αυτό το γεγονός από μόνο του και επισημαίνουν ότι έχει διαμορφωθεί πλέον ένα άλλο επίπεδο επικοινωνίας, που ουσιαστικά προετοιμάζει την αυριανή μέρα μιας αριστερής διακυβέρνησης.
Δεν βλέπει 180 βουλευτές ο ΣΥΡΙΖΑ
Βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται η σημερινή κυβέρνηση να συγκεντρώσει τον μαγικό αριθμό των 180 βουλευτών για την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας και να αποφευχθούν έτσι οι πρόωρες εκλογές αρχίζουν να έχουν στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, και γι’ αυτό βλέπουν κάλπες εντός του φθινοπώρου. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Τσίπρας φέρεται σχεδόν σίγουρος ότι ο κ. Φώτης Κουβέλης δεν θα αποδεχτεί τυχόν πρόταση από τους κυρίους Αντώνη Σαμαρά και Ευάγγελο Βενιζέλο με δεδομένη την αρνητική στάση του ΣΥΡΙΖΑ, και άρα καθίσταται απίθανο να προκύψει κάποια υποψηφιότητα που να μπορεί να συγκεντρώσει την αναγκαία ευρεία συναίνεση.
Η εικόνα που έχουν οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι πολλοί από τους 22 ανεξάρτητους βουλευτές ήταν αρνητικοί σε βολιδοσκοπήσεις που δέχτηκαν από το κυβερνητικό στρατόπεδο, ενώ υπάρχει και διχασμός εντός της ΔΗΜ.ΑΡ. ακόμη και για την περίπτωση που υποδειχθεί ο κ. Κουβέλης ως υποψήφιος από τους κυρίους Σαμαρά και Βενιζέλο.
Η Κουμουνδούρου εκτιμά ότι αν η κυβέρνηση δεν έχει «κλειδώσει» έως τον Σεπτέμβριο τους 180 βουλευτές για την προεδρική εκλογή, τότε θα αποφασίσει μόνη της πρόωρη προσφυγή στις κάλπες για να προλάβει κοινωνικές αντιδράσεις που προφανώς θα εκδηλωθούν αργότερα λόγω των σκληρών μέτρων, τα οποία ήδη προβλέπονται από τα μνημόνια (μειώσεις συντάξεων, ομαδικές απολύσεις κ.λπ.).
Πηγή: protothema.gr
Ενημερώνοντας σχετικά την Πολιτική Γραμματεία του κόμματός
του την περασμένη Πέμπτη ήταν ιδιαίτερα φειδωλός και συγκρατημένος ως προς τις προσδοκίες που μπορεί να έχει μια αριστερή κυβέρνηση την επομένη των εκλογών. Στο στενό επιτελείο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης όλοι αντιλήφθηκαν ότι τίποτα δεν θα είναι εύκολο, ούτε αυτονόητο στην περίπτωση που αριστερό κόμμα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, και πως το ευρωπαϊκό πεδίο παραμένει εξαιρετικά κακοτράχαλο και αφιλόξενο για οποιονδήποτε επιθυμεί να αλλάξει τις επιβεβλημένες συνταγές αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά και οποιαδήποτε διεθνή επαφή, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κατάλαβε ότι στην Ευρώπη δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα αν πρώτα δεν συμφωνήσει το ισχυρό δίδυμο του Βερολίνου, που συγκροτούν η κυρία Ανγκελα Μέρκελ και ο κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε – εκτός κι αν συγκρουστεί μαζί τους.
Διπλός στόχος
Το αιφνιδιαστικό ταξίδι του κ. Τσίπρα στη Μέκκα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος αποτέλεσε μεγάλη εμπειρία για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και είχε διπλή στόχευση:
■ Πρώτον, να στείλει μήνυμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να αποτελέσει απειλή για την Ευρώπη και το ευρώ. Οτι έχει κάθε καλή διάθεση να συζητήσει ψύχραιμα και θεσμικά με τα όργανα της Ενωσης για το ελληνικό πρόβλημα. Πρόκειται δηλαδή για μια αποσαφήνιση και υπογράμμιση της ευρωπαϊκής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία ανταποκρίθηκε πρόθυμα και με περισσή ευγένεια ο κ. Μάριο Ντράγκι.
Αυτό όμως ήταν το εύκολο σκέλος της επίσκεψης. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει διατεθειμένος να συνεννοηθεί με τους δανειστές, οι τελευταίοι, ή τουλάχιστον οι θεσμικοί εκπρόσωποί τους, δεν έχουν λόγο να απορρίψουν μια κίνηση καλής θέλησης.
■ Το δεύτερο μέρος όμως της επίσκεψης, αυτό που αφορούσε στην ουσία των συζητήσεων, αποδείχτηκε πιο δύσκολο. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Τσίπρας με τους συνεργάτες του παρουσίασαν στον κ. Ντράγκι τις απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ για το τεράστιο ανθρωπιστικό πρόβλημα που προκαλούν στην Ελλάδα η κρίση και οι πολιτικές που έχουν επιλεγεί έως τώρα. Επίσης, του παρουσίασαν ορισμένες ιδέες και ενέργειες που θα μπορούσε να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, όπως και γενικότερα την ύφεση. Ουσιαστικά, λοιπόν, εμφάνισαν στον κ. Ντράγκι ορισμένες πολιτικές και μέτρα που θα ήθελε να ακολουθήσει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και οι οποίες σε έναν βαθμό θα ήταν απέναντι στο μνημόνιο και «αντισυμβατικές», αλλά εντός του κανονιστικού πλαισίου της ΕΚΤ (ομόλογα ειδικού σκοπού κ.λπ.), ώστε να εξασφαλίσει κονδύλια για κοινωνικές και αναπτυξιακές πολιτικές.
Επιχείρησαν δηλαδή να διερευνήσουν τις προθέσεις της ΕΚΤ στην περίπτωση που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν τηρήσει επακριβώς τα μνημόνια, αλλά διαμορφώσει ένα άλλο μίγμα πολιτικής, που πάντως δεν θα τορπιλίζει ευθέως τις νόρμες για δημοσιονομική εξυγίανση και περιορισμό των ελλειμμάτων. Αλλωστε, σε μεγάλο βαθμό, η μέχρι τώρα αντιμετώπιση του «ελληνικού προβλήματος» στηρίχθηκε σε «αντισυμβατικά» και κατ’ εξαίρεση μέσα, τα οποία εφαρμόστηκαν μόνο για την Ελλάδα και όχι για άλλες χώρες που βρέθηκαν σε κρίση (Ιταλία, Ισπανία κ.λπ.).
«Ολα είναι θέμα Βερολίνου»
Η στάση και οι απαντήσεις του κ. Ντράγκι απέναντι σε όλα αυτά ήταν μεν προσεκτικές και ευγενικές, αλλά είχαν την εξής λογική: ότι πρόκειται κυρίως για θέματα που σχετίζονται με την πολιτική διαπραγμάτευση των εμπλεκόμενων πλευρών και τις πολιτικές αποφάσεις που θα ληφθούν, άρα τον πρώτο λόγο τον έχουν οι κυβερνήσεις. Οτι όλα δηλαδή είναι θέμα, όπως άφησε να διαφανεί ο κ. Ντράγκι, πολιτικής βούλησης του Βερολίνου και του κ. Σόιμπλε, που έχει το γενικό πρόσταγμα στον χειρισμό της οικονομικής κρίσης.
Ακόμη κι όταν τέθηκε το θέμα με την κυπριακή κρίση προ δεκαπενταμήνου, με τον κ. Τσίπρα να βολιδοσκοπεί τις προθέσεις της ΕΚΤ, αν δηλαδή μπορεί να προχωρήσει και στην περίπτωση της Ελλάδας σε διακοπή της ρευστότητας προς το τραπεζικό σύστημα, η απάντηση που έδωσε ο κ. Ντράγκι ήταν της άποψης «τίποτα δεν αποκλείεται»!
Σε κανένα σημείο της συζήτησης ο Ιταλός τραπεζίτης δεν έδωσε την αίσθηση ότι μπορεί να διαφοροποιηθεί στο παραμικρό από τις υποδείξεις της κυρίας Μέρκελ και του κ. Σόιμπλε, όπως ίσως ήλπιζαν οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί να συμβεί σε περίπτωση που εκδηλωθεί κρίση στις σχέσεις της Αθήνας με την τρόικα εξαιτίας μη εφαρμογής ακραίων πολιτικών του μνημονίου.
Στην Κουμουνδούρου εκτιμούν ότι, για λόγους προστασίας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, ο κ. Ντράγκι μπορεί να διαφοροποιηθεί από το Βερολίνο σε περίπτωση που ζητηθεί η τιμωρία της Ελλάδας αν μια αριστερή κυβέρνηση αποφασίσει να αμφισβητήσει το μνημόνιο, υιοθετήσει άλλες πολιτικές για να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση και ζητήσει επαναδιαπραγμάτευση των συμφωνηθέντων. Ωστόσο, αυτό που εισέπραξαν καταρχήν από τον κεντρικό τραπεζίτη ήταν ότι μάλλον αυτή η διαφοροποίηση είναι δύσκολο να υπάρξει.
Υπό αυτό το πρίσμα, λένε τώρα ψύχραιμοι παρατηρητές των κινήσεων που κάνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, και σε περίπτωση που ορθωθεί τείχος και από το Βερολίνο και από τη Φρανκφούρτη, είναι πολύ πιθανό ο κ. Τσίπρας, αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία, να βρεθεί στο δίλημμα «είτε να γίνει Σαμαράς, είτε να γίνει Λαφαζάνης». Δηλαδή ή θα ευθυγραμμιστεί με τις απαιτήσεις της τρόικας στην εφαρμογή του μνημονίου -διατηρώντας μόνο τη δυνατότητα να αλλάξει πράγματα στο εσωτερικό, όπως η ανακατανομή των φορολογικών βαρών- ή θα οδηγηθεί στην άγρια σύγκρουση με τους δανειστές και το μερκελικό κατεστημένο στην Ευρώπη.
Παρά ταύτα, στην Κουμουνδούρου δεν δείχνουν απογοητευμένοι. Ευελπιστούν ότι η δυναμική που θα δημιουργηθεί από μια εκλογική νίκη και συγκρότηση αριστερής κυβέρνησης θα επαναπροσδιορίσει τη στάση όλων στην Ευρώπη και οι σημερινοί ανυποχώρητοι παράγοντες θα δεχτούν να πάνε ένα βήμα πίσω, ιδίως τώρα που το ίδιο κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να αποτραπεί μια γενικευμένη κρίση με επίκεντρο και πάλι το ενιαίο νόμισμα.
Σε κάθε περίπτωση πιστεύουν ότι και οι Ευρωπαίοι θεσμικοί παράγοντες αποδέχονται την ανάγκη συνεννόησης με τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως δείχνει και η πρόσκληση που απηύθυνε ο κ. Ντράγκι στον κ. Τσίπρα στη συγκεκριμένη συγκυρία, παρότι δεν ήταν υποχρεωμένος να το πράξει. Στην Κουμουνδούρου θεωρούν θετικό αυτό το γεγονός από μόνο του και επισημαίνουν ότι έχει διαμορφωθεί πλέον ένα άλλο επίπεδο επικοινωνίας, που ουσιαστικά προετοιμάζει την αυριανή μέρα μιας αριστερής διακυβέρνησης.
Δεν βλέπει 180 βουλευτές ο ΣΥΡΙΖΑ
Βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται η σημερινή κυβέρνηση να συγκεντρώσει τον μαγικό αριθμό των 180 βουλευτών για την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας και να αποφευχθούν έτσι οι πρόωρες εκλογές αρχίζουν να έχουν στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, και γι’ αυτό βλέπουν κάλπες εντός του φθινοπώρου. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Τσίπρας φέρεται σχεδόν σίγουρος ότι ο κ. Φώτης Κουβέλης δεν θα αποδεχτεί τυχόν πρόταση από τους κυρίους Αντώνη Σαμαρά και Ευάγγελο Βενιζέλο με δεδομένη την αρνητική στάση του ΣΥΡΙΖΑ, και άρα καθίσταται απίθανο να προκύψει κάποια υποψηφιότητα που να μπορεί να συγκεντρώσει την αναγκαία ευρεία συναίνεση.
Η εικόνα που έχουν οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι πολλοί από τους 22 ανεξάρτητους βουλευτές ήταν αρνητικοί σε βολιδοσκοπήσεις που δέχτηκαν από το κυβερνητικό στρατόπεδο, ενώ υπάρχει και διχασμός εντός της ΔΗΜ.ΑΡ. ακόμη και για την περίπτωση που υποδειχθεί ο κ. Κουβέλης ως υποψήφιος από τους κυρίους Σαμαρά και Βενιζέλο.
Η Κουμουνδούρου εκτιμά ότι αν η κυβέρνηση δεν έχει «κλειδώσει» έως τον Σεπτέμβριο τους 180 βουλευτές για την προεδρική εκλογή, τότε θα αποφασίσει μόνη της πρόωρη προσφυγή στις κάλπες για να προλάβει κοινωνικές αντιδράσεις που προφανώς θα εκδηλωθούν αργότερα λόγω των σκληρών μέτρων, τα οποία ήδη προβλέπονται από τα μνημόνια (μειώσεις συντάξεων, ομαδικές απολύσεις κ.λπ.).
Πηγή: protothema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου