Ελπίδα σε χιλιάδες εγκύους γεννά η ανακάλυψη μιας μεθόδου η οποία προβλέπει με ακρίβεια ποιες κυήσεις παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο αποβολής. Στατιστικά, μία στις τέσσερις εγκυμοσύνες δεν έχει αίσιο τέλος και για τον λόγο αυτό η επιστημονική κοινότητα προσπαθεί εδώ και χρόνια να βρει τρόπο να καθορίσει τον βαθμό επικινδυνότητας κάθε εγκυμοσύνης, ώστε να λάβει και τα απαραίτητα μέτρα.
Πρόσφατη μελέτη όμως Σουηδών επιστημόνων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει τρόπος να βοηθηθούν εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον κόσμο, αφού παρακολούθησαν μεταξύ 2009 και 2010, 112 γυναίκες με συμπτώματα επαπειλούμενης αποβολής, οι οποίες, όταν τα πρωτοεκδήλωσαν, διένυαν την 6η έως 10η εβδομάδα της κυήσεως.
Κάθε εθελόντρια συμμετείχε στη μελέτη επί 5 εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων υποβαλλόταν σε υπερηχογραφήματα, εβδομαδιαία καταγραφή του πόνου και της αιμορραγίας και εβδομαδιαία μέτρηση των επιπέδων δύο ορμονών στο αίμα της: της προγεστερόνης και της ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης (hCG).
Άλλες από τις εθελόντριες τελικά απέβαλαν και άλλες όχι.
Αφού οι ερευνητές ανέλυσαν τα στοιχεία από τις πρώτες εγκύους που εντάχθηκαν στη μελέτη τους, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως έξι παράγοντες ήταν αυτοί που επηρέαζαν περισσότερο τον κίνδυνο αποβολής:
-Το ιστορικό υπογονιμότητας
-Τα επίπεδα των δύο ορμονών
-Το μήκος του εμβρύου, η σοβαρότητα της αιμορραγίας και η ηλικία του εμβρύου.
Μεμονωμένοι, οι παράγοντες αυτοί δεν μπορούσαν να προβλέψουν με ακρίβεια τον κίνδυνο αποβολής, αλλά, όταν οι ερευνητές συνδύασαν δύο από αυτούς -τη σοβαρότητα της αιμορραγίας και τα επίπεδα της hCG - δημιούργησαν έναν Δείκτη Βιωσιμότητας της Κυήσεως (PVI), ο οποίος στις επόμενες εθελόντριες προέβλεψε με πολύ μεγάλη ακρίβεια ποιες κινδύνευαν στ’ αλήθεια να χάσουν τα μωρά τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η δρ Άνταμ, ο PVI προέβλεψε με ακρίβεια 94% ποιες κυήσεις θα ολοκληρώνονταν και με ακρίβεια 77% ποιες θα κατέληγαν σε αποβολή.
Κάθε εθελόντρια συμμετείχε στη μελέτη επί 5 εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων υποβαλλόταν σε υπερηχογραφήματα, εβδομαδιαία καταγραφή του πόνου και της αιμορραγίας και εβδομαδιαία μέτρηση των επιπέδων δύο ορμονών στο αίμα της: της προγεστερόνης και της ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης (hCG).
Άλλες από τις εθελόντριες τελικά απέβαλαν και άλλες όχι.
Αφού οι ερευνητές ανέλυσαν τα στοιχεία από τις πρώτες εγκύους που εντάχθηκαν στη μελέτη τους, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως έξι παράγοντες ήταν αυτοί που επηρέαζαν περισσότερο τον κίνδυνο αποβολής:
-Το ιστορικό υπογονιμότητας
-Τα επίπεδα των δύο ορμονών
-Το μήκος του εμβρύου, η σοβαρότητα της αιμορραγίας και η ηλικία του εμβρύου.
Μεμονωμένοι, οι παράγοντες αυτοί δεν μπορούσαν να προβλέψουν με ακρίβεια τον κίνδυνο αποβολής, αλλά, όταν οι ερευνητές συνδύασαν δύο από αυτούς -τη σοβαρότητα της αιμορραγίας και τα επίπεδα της hCG - δημιούργησαν έναν Δείκτη Βιωσιμότητας της Κυήσεως (PVI), ο οποίος στις επόμενες εθελόντριες προέβλεψε με πολύ μεγάλη ακρίβεια ποιες κινδύνευαν στ’ αλήθεια να χάσουν τα μωρά τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η δρ Άνταμ, ο PVI προέβλεψε με ακρίβεια 94% ποιες κυήσεις θα ολοκληρώνονταν και με ακρίβεια 77% ποιες θα κατέληγαν σε αποβολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου