Η συζήτηση στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το ενδεχόμενο να αποκλειστεί η Ελλάδα από τη Συνθήκη Σέγκεν , ή έστω να ανασταλεί η συμμετοχή της για ένα διάστημα, έφερε ξανά στο προσκήνιο-αν και δεν είχε φύγει ποτέ τον τελευταίο χρόνο- το διπλό πρόβλημα στις σχέσεις της χώρας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς που δημιούργησε εξ αρχής η κυβέρνηση Τσίπρα:
τηνέλλειψη εμπιστοσύνης και το έλλειμμα διακυβέρνησης.
Από τη μια πλευρά υπάρχει η δυσπιστία στις Βρυξέλλες και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι εταίροι δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση και γι’ αυτό συχνά της ζητούν περισσότερα από όσα περιμένουν να κάνει. Στην έλλειψη εμπιστοσύνης δεν συνέβαλε μόνο το σοκ Βαρουφάκη , -όταν οι υπουργοί Οικονομικών ήταν υποχρεωμένοι να ακούνε αρλουμπολογίες από έναν σαλεμένο νάρκισσο, μέχρι να καταλάβουν ότι ήταν δασκαλεμένος και να του κλείσουν την πόρτα στο Γιούρογκρουπ.
Συνέβαλε ακόμη περισσότερο η “βαλκάνια αυθάδεια” του ίδιου του Πρωθυπουργού ο oποίος προσπάθησε επανειλημμένα να κάνει τον Κουταλιανό στους άλλους ηγέτες – όταν δεν απειλούσε τη Μέρκελ ότι αυτός κι ο Ιγκλέσιας θα τινάξουν την “δική της” Ευρώπη στον αέρα και θα επιβάλουν τη “δική τους”. Δεν είναι τυχαίο ότι η Γερμανίδα καγκελάριος δεν ασχολείται πλέον μαζί του και τον πάσαρε τον Ολάντ, που βρήκε τρόπο να παραστήσει τον συγκυβερνήτη της Ευρώπης – με το αζημίωτο βέβαια.
Το κλίμα δυσπιστίας είναι διάχυτο και πέρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με εξαίρεση τις ΗΠΑ. Η Ουάσινγκτον προσφέρει μια περίεργη- για υποτιθέμενο αριστερό κόμμα- στήριξη στην κυβέρνηση Τσίπρα και αυτός το ανταποδίδει με δουλικότητα σχεδόν, φτάνοντας να τοποθετεί τις σχέσεις με τους Αμερικανούς πάνω από τις σχέσεις με τους Ευρωπαίους- παρ’ ότι οι δεύτεροι βάζουν τα λεφτά.
Αυτό τον απομονώνει ακόμη περισσότερο στην Ευρώπη και πολλοί αρχίζουν ήδη να υποψιάζονται ότι προσπαθεί να πετύχει ότι δεν κατάφερε ο Γ. Παπανδρέου: να προκαλέσει κρίση στις ελληνοκοινοιτικές σχέσεις και να αφήσει την Ελλάδα στο έλεος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή.
Η πρόχειρη διακυβέρνηση
Από τη άλλη πλευρά το πρόβλημα με την Ευρώπη ενισχύεται από τον απίστευτα επιδερμικό και πρόχειρο τρόπο με τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας αντιλαμβάνεται και ασκεί την πολιτική σε όλα τα πεδία: από την οικονομία και την εξωτερική πολιτική, ως τους ευρωπαϊκούς κανόνες και την επικοινωνία μεταξύ των κοινοτικών παραγόντων και την ελληνική πολιτική ηγεσία. Έφτασε ως το σημείο να ειρωνευτεί τους Ευρωπαίους: ‘ Είχατε συνηθίσει με αυτούς που δεν τηρούσαν τις υποσχέσεις τους, εγώ λέω να τις τηρήσω”. Πόσο τις τήρησε φαίνεται… .
Αυτά συμπληρώνονται με το απίστευτο έλλειμμα διακυβέρνησης που διακρίνει την κυβέρνησή και τους απελπιστικά ακατάλληλους επικεφαλής των υπουργείων. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δυσκολεύονται να συνεννοηθούν μαζί τους και γι’ αυτό η ελληνική παρουσία στα συμβούλια και τις διαδικασίες άλλων επίπεδων είναι περιθωριακή- όταν δεν είναι και γραφική.
Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας και το κονκλάβιο με το οποίο παίρνει τις αποφάσεις – δηλαδή ο σκληρός πυρήνας ενός κόμματος που δεν έχει την Ευρώπη στο DNA του – προσπαθεί να ιδεολογικοποιήσει την απόσταση που τον χωρίζει από την Ευρώπη και για να μετατρέψει το μειονέκτημα στο εξωτερικό σε πλεονέκτημα στο εσωτερικό.
Οι δήθεν “αιρετικές” τοποθετήσεις του σε θέματα που είναι απολύτως σαφή στις Συνθήκες, οι μεγαλοστομίες ότι ‘θα αλλάξει την Ευρώπη’ και οι βαλκάνιοι σχολιασμοί της κυβερνητικής εκπροσώπου, διαδέχονται τις ύβρεις και τις αντιευρωπαϊκές κραυγές των μελών της προηγουμένη κυβέρνησης του, που έδιναν την εντύπωση ότι η σημερινή πολιτική εκπροσώπηση ης Ελλάδας αποδίδεται με το στίχο του Σαββόπουλου : “Μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική’.
Αυτή η συμπεριφορά μεγαλώνει το χάσμα με την Ευρώπη και καθιστά την Ελλάδα εκ των πραγμάτων αχρείαστο αν όχι επιζήμιο μέλος- όχι μόνο για το ευρώ και τη Σέγκεν. Η προσπάθεια του Πρωθυπουργού να καλύψει το πρόβλημα καταφεύγοντας σε ένα συνδυασμό “εθνικού τσαμπουκά” και “αριστερής αντίστασης” με “κόκκινες γραμμές” δεν αποδίδει. Αν δεν υπήρχε η αγωνία της Ευρώπης για το δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία, για το αποτέλεσμα των προσεχών προεδρικών εκλογών τη Γαλλία, αλλά και τα ερωτήματα για την ενδεχόμενη κρυφή ατζέντα της Ιταλίας για αποχώρηση από τη ευρωζώνη, η αντιμετώπιση της Ελλάδας θα ήταν ήδη διαφορετική.
Σ’ αυτό το πλαίσιο έφυγε από το τραπέζι το Grexit, που διαμόρφωνε ένα διαπραγματευτικό πεδίο, και μπαίνει η αδιαφορία. Σε λίγο δεν θα ασχολείται κανείς. Θα κατεβαίνουν τα ακουστικά κάθε φορά που μιλάει Έλληνας και η χώρα θα ωθείται στο περιθώριο και την υποβάθμιση. Μέχρι που η ιδέα Σόιμπλε ‘βγείτε, συμμορφωθείτε και επιστρέψτε’, να καταστεί εθνικός στόχος, όπως έγραψε πρόσφατα στο ΑΠ ο Αλέκος Παπαδόπουλος.
Χωρίς αντιπολίτευση
Αυτή η εικόνα παρακμής ακόμη και του λαϊκισμού που αναδεικνύεται τους τελευταίους μήνες στο κυβερνητικό στρατόπεδο και στο πολιτικό επίπεδο, ενδεχομένως, θα εκδηλωθεί με την διεύρυνση του άξονα Τσίπρα –Καμμένου με τη συμμετοχή και του Λεβέντη- διευκολύνεται από την απουσία αντιπολίτευσης. Τα μικρά κόμματα που κινούνται στο χώρο της καταρρακωμένης Κεντροαριστεράς έχουν πρόβλημα ηγεσίας. Οι σημερινοί επικεφαλής τους απλώς προσπαθούν να κάνουν σπουδαίες δηλώσεις για να φαίνονται οι ίδιοι σπουδαίοι.
Αλλά το μεγάλο πρόβλημα είναι ο μεγάλος ασθενής: η ΝΔ η οποία αυτοανατινάζεται με τέσσερις υποψηφίους για την ηγεσία. Μόνο ο ένας έχει προφίλ συμβατό με αρχηγό ευρωπαϊκού κόμματος και πρωθυπουργό ευρωπαϊκής χώρας, αλλά τον κυνηγάει το οικογενειακό παρελθόν και …μέρος της οικογένειάς του. Με τους άλλους τρεις η χώρα θα γίνει πιο βαλκάνια.
Εκείνοι που ως πρόσφατα φιλοδοξούσαν να γίνουν αρχηγοί της ΝΔ έκαναν στην άκρη για ακατανόητους λόγους. Έτσι η έφεση Σαμαρά να δημιουργεί προβλήματα εκεί που δεν υπάρχουν, διαμορφώνει προϋποθέσεις διάσπασης -εκ παραλλήλου με την έφεση Γεωργιάδη να αυτοπροβάλλεται ως ηγέτης Δεξιάς που διαμορφώνει καταστάσεις γελοιοποίησης.
Υπό την ευπρεπή και απελπισμένη σιωπή του Καραμανλή, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αυτοκαταργείται ως δεύτερος πυλώνας του πολιτικού συστήματος -άρα και ως εναλλακτική λύση- και αφήνει όλο το γήπεδο στον Τσίπρα και τους συμμάχους του. Δηλαδή η ΝΔ όπως κατάντησε πλέον διευκολύνει την κυβέρνηση και να χάνει έδαφος στην Ευρώπη και να αποδεικνύεται ακατάλληλη στο εσωτερικό. Ή ακόμη και να εκδηλώνει διαθέσεις ροπής προς τον κοινοβουλευτικό αυταρχισμό. Όχι μόνο με τις μεθόδους διακυβέρνησης που καταλύουν τη Βουλή, αλλά και με καθεστωτικές ιδέες σαν αυτή της δήλωσης των οικογενειακών κοσμημάτων που θα δίνει στο κράτος το πρόσχημα να μπαίνει στα σπίτια.
Όλα αυτά δεν έχουν σχέση με την Γ” Ελληνική Δημοκρατία που εγκαθίδρυσε το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, ο νεώτερος Καραμανλής θα πρέπει να σκεφθεί αν θα παραμείνει θεατής εξελίξεων που δεν διαλύουν απλώς ένα κόμμα το οποίο έτσι κι αλλιώς για διάλυση είναι.
Ο καθηγητής Καρυώτης
Υ.Γ.: Στο θέμα “Ελλάδα : χώρα χωρίς εξωτερικής πολιτική, ο καθηγητής Θόδωρος Καρυώτης, παρατήρησε ότι δεν υπήρχε αναφορά στην παράλειψη του Πρωθυπουργού να αναφερθεί στο θέμα της ΑΟΖ κατά την πρόσφατη επίσκεψη του στην Τουρκία και το Ισραήλ.
Προφανώς έχει δίκιο. Άλλωστε ο ίδιος ως “πατέρας της ελληνικής ΑΟΖ” έχει επισημάνει πολλές φορές ότι ακόμη και ο όρος απουσιάζει από το λεξιλόγιο της κυβέρνησης. Στους κόλπους της υπάρχουν ακόμη και πρόσωπα που θεωρούν ότι η ΑΟΖ… δεν ανακηρύσσεται μονομερώς. Όταν παγκοσμίως εντελώς το αντίθετο συμβαίνει.
anoixto parathyro
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου