Η σημερινή συγκυρία για την επίλυση του μακεδονικού ζητήματος είναι ιστορικά η πλέον θετική. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένους λόγους:
1. Υπάρχει πίεση και άμεσο συμφέρον από τους ισχυρούς του δυτικού κόσμου
να αναχαιτίσουν την επιρροή της Ρωσίας στα Δυτικά Βαλκάνια, στα οποία συνυπάρχουν η ένταση μεταξύ Κοσόβου και Σερβίας, οι αναταραχές στους αλβανικούς πληθυσμούς, η δραστηριοποίηση ακραίων ισλαμιστικών στοιχείων και η αύξηση της διεθνούς φύσεως εγκληματικότητας.
2. Στη γειτονική μας χώρα εξελέγη ύστερα από πολλά χρόνια μια κυβέρνηση έτοιμη και πρόθυμη να προχωρήσει στην επίλυση του ζητήματος σε συνεργασία με τον διεθνή παράγοντα και την ελληνική κυβέρνηση.
3. Στην Ελλάδα μετά 25 χρόνια κομματικών περιπετειών, η συντριπτική πλειονότητα των κομμάτων της Βουλής έχει αποδεχθεί ως βάση τη σύνθετη ονομασία με ταυτόχρονα πολιτική αποτροπή του αλυτρωτισμού (εθνότητα, γλώσσα κ.λπ.) με πολιτειακά θεσμικό τρόπο.
Σημαντικά ζητήματα παραμένουν η μη προετοιμασία της κοινής γνώμης και η κατανόηση της έννοιας του εθνικού συμφέροντος και όχι απλά της διακήρυξης του εθνικού δικαίου. Σε κάθε ιστορική συγκυρία η ευθύνη ανήκει στον κυβερνήτη - πρωθυπουργό της χώρας. Αυτός, έχοντας συναίσθηση του εθνικού συμφέροντος, όπως αυτό προκύπτει από την επίλυση ενός εθνικού εκκρεμούς ζητήματος, έχει την ευθύνη να διαμορφώσει την πολιτική που το υπηρετεί. Να συγκροτήσει δηλαδή εθνικό αφήγημα, να επιτύχει τις μεγαλύτερες δυνατές συμμαχίες και να ενημερώσει τον λαό. Ας φανταστούμε, λοιπόν, πώς θα ήμασταν σήμερα αν ο κυβερνήτης οργάνωνε με τον άλλο τρόπο τη διαχείριση του ζητήματος:
Ας σκεφτούμε τον πρωθυπουργό να απευθύνει διάγγελμα για το μακεδονικό ζήτημα στην αρχή της διαπραγμάτευσης, με στόχο την εθνική συσπείρωση όλων των κομμάτων. Δηλαδή να αποτίσει φόρο τιμής στον Ανδρέα Παπανδρέου και στο ΠΑΣΟΚ για την ενδιάμεση συμφωνία του 1995, η οποία έδωσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούμαστε σήμερα, να αποτίσει φόρο τιμής στον Κώστα Καραμανλή και στη Ν.Δ. για την εθνική συνεννόηση που επετεύχθη πριν από το Βουκουρέστι το 2008 και αποτελεί πολιτικό κεκτημένο. Σε αυτό το πνεύμα να καλούσε αμέσως τους αρχηγούς των κομμάτων να παρουσιάσει τα εθνικά δεδομένα και την αρχική θέση διαπραγμάτευσης του υπουργείου Εξωτερικών. Να οργάνωνε μία ομάδα με εκπροσώπους-εμπειρογνώμονες όλων των αρχηγών των κομμάτων, η οποία θα παρακολουθούσε και θα ενημερωνόταν για τις εξελίξεις. Και βέβαια, να επένδυε την ικανότητα της επικοινωνιακής ομάδας του Μαξίμου στην παρουσίαση ενός βίντεο για τα εθνικά οφέλη από την επίλυση του ζητήματος, αναδεικνύοντας την ανάγκη εθνικής λαϊκής ενότητας. Αντί για όλα τα παραπάνω, στα οποία πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να αντισταθούν οι πολιτικοί αρχηγοί, έκανε ακριβώς τα αντίθετα.
Απαξίωσε και επιτέθηκε από την πρώτη στιγμή στο «παλαιό» πολιτικό σύστημα και φυσικά στους ηγέτες του, θεωρώντας τους υπευθύνους για τη δημιουργία του προβλήματος. Δημιούργησε, λοιπόν, με το καλημέρα σας στα κόμματα την ανάγκη άμυνας απέναντι στο δικό τους κεκτημένο και στους ψηφοφόρους τους. Εβαλε αμέσως μπροστά ένα σχέδιο αλλαγής του πολιτικού σκηνικού, θεωρώντας το μακεδονικό ζήτημα ως καταλύτη ρευστοποίησης των υπαρχόντων κομματικών σχηματισμών. Το σχέδιο και προπαγανδίζεται από τα συγκεκριμένα μέσα και παρουσιάστηκε από τον πρόεδρο της Βουλής. Ο σχεδιασμός ήταν πολλαπλός: η διάσπαση της Ν.Δ., ο εγκλωβισμός του Κινήματος Αλλαγής ως μεσοπρόθεσμο σχέδιο για την επόμενη διακυβέρνηση, η σταδιακή απομάκρυνση από τους ΑΝΕΛ και βέβαια η επικοινωνιακή υποβάθμιση των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων της αξιολόγησης (πλειστηριασμοί κ.λπ.).
Ετσι φτάσαμε σήμερα η συζήτηση για το εθνικό διακύβευμα να έχει εξελιχθεί σε μια κομματική μάχη όλων εναντίον όλων για το διακύβευμα των εκλογών. Η δε ιδεολογικοποίηση της δημόσιας συζήτησης σε λαϊκιστές – εθνικιστές και εκσυγχρονιστές, σε δεξιούς και αριστερούς, σε βόρειους και νότιους δημιουργεί και πάλι τον κίνδυνο ενός νέου διχασμού, ο οποίος αναδιατάσσει τις δυνάμεις του ΝΑΙ και του ΟΧΙ (κάτι που δεν είχε προβλέψει ο αρχικός σχεδιασμός) και βέβαια επαναφέρει τον κίνδυνο πολιτικής αστάθειας. Πριν από χρόνια όσοι μιλούσαν για τον κίνδυνο «παρασιτικής κατάρρευσης» της χώρας έμπαιναν στο περιθώριο. Η κατάρρευση επήλθε!
Ας σκεφτούμε καλά πως υπάρχουν έντονες ανησυχίες για εθνική κατάρρευση μέσω απόπειρας ενός εθνικού ακρωτηριασμού. Ο κίνδυνος δεν είναι από τον αδύναμο Βορρά όπου τα ζητήματα πρέπει να επιλυθούν, αλλά από την Ανατολή. Ας σκεφτούμε όλοι καλά τι σημαίνει για την Ελλάδα σ’ αυτή την περίοδο εθνικό μέτωπο διασπασμένο και λαός διχασμένος και ο κυβερνήτης ας αναλογιστεί την ιστορική του ευθύνη.
* Η κ. Αννα Διαμαντοπούλου είναι πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, πρ. Επίτροπος Ε.Ε. και πρ. υπουργός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου