Η κυβερνητική διαχείριση της τελευταίας περιόδου χαρακτηρίστηκε από δύο στοιχεία που προκαλούν εύλογη ανησυχία.Το πρώτο αφορά στη σχέση μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Η βολονταριστική, ας την χαρακτηρίσουμε απλώς έτσι, πρόθεση της κυβέρνησης να εκκαθαρίσει τον δημόσιο βίο από –υπαρκτά ή
ανύπαρκτα- ζητήματα διαφθοράς, δεν μπορεί να φθάνει μέχρι του σημείου, η επαφή της με τη δικαστική εξουσία να υπερβαίνει τα θεσμικώς παραδεδεγμένα. Από τη δική της πλευρά, η δικαιοσύνη οφείλει εκ του Συντάγματος να περιφρουρεί απολύτως την ανεξαρτησία της και να διαλύει με την ανεπίληπτη θεσμική της λειτουργία την αίσθηση ότι η πολιτική εξουσία θα μπορούσε κάποτε να την καταστήσει ευεπίφορη σε κυβερνητικές παρεμβάσεις. Διότι μια τέτοια παρέκβαση δεν τιμά ούτε την εκτελεστική ούτε τη δικαστική εξουσία. Έρχεται δε σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, πάνω στην οποία στηρίζονται οι σύγχρονες δημοκρατίες.
Δεύτερος λόγος ανησυχίας: η αμήχανη στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στην πολιτική που ακολουθεί η Τουρκία στο Αιγαίo. Η στάση αυτή έχει ως αποτέλεσμα μια διαρκή αναβάθμιση της τουρκικής προκλητικότητας, ρηματική και επιχειρησιακή, η οποία θέτει σε αμφισβήτηση το modus vivendi που είχε παγιωθεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά την κρίση των Ιμίων. Κι όχι μόνο αυτό. Δύσκολα αποκρύπτεται ένας εσωτερικός κυβερνητικός διχασμός και μια διαφορά αντίληψης στα μεγάλα κεφάλαια της εξωτερικής μας πολιτικής. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι απλώς πολιτειολογικά και πολιτικά παράδοξο. Πρέπει να μας προβληματίσει και εθνικά.
Χρέος των πατριωτικών και προοδευτικών δυνάμεων του τόπου, των αυθεντικών κι όχι απλώς όσων σπεύδουν να αυτοπροσδιοριστούν ως τέτοιες, είναι να ηγηθούν μιας προσπάθειας που αποσκοπεί:
Πρώτον, στην υπεράσπιση της δημόσιας πίστης των θεσμών. Και η μεν φερεγγυότητα των δικαιοδοτικών οργάνων προκύπτει κυρίως μέσα από τη σύμφωνη με το Σύνταγμα άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, πάντως όχι από τη δήθεν ανταπόκρισή τους προς κάποιο αόριστο και ασαφές «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Η παραμονή όμως της εκτελεστικής εξουσίας και των φορέων της εντός του συνταγματικού πλαισίου, δεν εναπόκειται μόνο στην τήρηση των σχετικών νομικών δεσμεύσεων, αλλά και σε μια διάθεση αυτοπεριορισμού και αυτοσυγκράτησης που πρέπει να διακατέχει τους κυβερνώντες, αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του Πολιτεύματος. Το μέγεθος αυτό πρέπει να ανακτηθεί.
Δεύτερον, είναι επιτακτική ανάγκη να επανέλθουμε σε κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο: στην ύπαρξη μιας και ενιαίας κυβερνητικής γραμμής στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής εθνικής ασφάλειας. Στο επίπεδο αυτό, του υπεύθυνου κυβερνητικού χειρισμού, δεν χωρούν αντιγνωμίες ή τακτικισμοί. Ούτε εξάλλου μπορούν τα ζητήματα αυτά να υποτάσσονται σε στενά νοούμενα κομματικά συμφέροντα, είτε του βασικού κυβερνητικού εταίρου, σε σχέση με την απρόσκοπτη ροή του κυβερνητικού έργου είτε του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου, σε σχέση με την πολιτική και κοινοβουλευτική του επιβίωση.
Οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου οφείλουν να αποδυθούν σε έναν αγώνα διαφύλαξης του κύρους και της αξιοπιστίας των θεσμών. Προοδευτικό είναι, κατά τις περιστάσεις, και ό,τι είναι απλώς θεσμικό.
Γιώργος Ν. Πινακίδης, Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου