Συνθήκες οικονομικής ασφυξίας έχει
προκαλέσει σε εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά η κρίση, με τα ποσοστά
φτώχειας να αυξάνονται κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια.
Είναι ενδεικτικό πως πάνω από 1.250.000 άτομα έχουν ετήσιο εισόδημα κάτω των 4.000 ευρώ ετησίως, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (χωρίς δουλειά για πάνω από 12 μήνες) αυξήθηκαν από
185,5 χιλιάδες άτομα το 2008 σε 955,6 χιλιάδες το 2013.
Στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος περιέχεται ειδικό κεφάλαιο για τη φτώχεια στην Ελλάδα, στο οποίο σημειώνεται πως κάτω από το όριο της φτώχειας βρίσκεται το 23,1% του πληθυσμού της χώρας, δηλαδή 2.535.700 άτομα ή 914.873 νοικοκυριά. Μάλιστα το 50% των φτωχών έχουν εισόδημα χαμηλότερο από 4.000 ευρώ τον χρόνο.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με στοιχεία του 2012, σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκονται 3.795.100 άτομα ή το 34,6% του συνολικού πληθυσμού. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, με εξαίρεση τη Βουλγαρία (49,3%), τη Ρουμανία (41,7%) και τη Λετονία (36,6%). Διατυπώνεται δε η εκτίμηση πως από το 2010 έως το 2012 σχεδόν διπλασιάστηκαν οι διαστάσεις της φτώχειας σε απόλυτους όρους.
Πιο αναλυτικά, ο πληθυσμός που ζει σε νοικοκυριά στα οποία δεν εργάζεται κανένα μέλος ή εργάζεται λιγότερο από 3 μήνες συνολικά τον χρόνο ανέρχεται σε 1.010.900 άτομα ή σε 16,1% του πληθυσμού ηλικίας 18-59 ετών, ενώ το 2011 και το 2010 ήταν 837.300 και 544.800 άτομα αντίστοιχα.
Ομάδες υψηλού κινδύνου φτώχειας κατά την περίοδο της τρέχουσας κρίσης είναι κυρίως οι άνεργοι (για τους οποίους στην έρευνα του 2012 το ποσοστό σχετικής φτώχειας φθάνει το 45,8%) και ιδίως οι άνεργοι άνδρες (ποσοστό φτώχειας 52,1%, έναντι 38,5% στην έρευνα του 2010), τα μονογονεϊκά νοικοκυριά με τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί (66,0% έναντι 33,4%), τα πολυμελή νοικοκυριά με δύο ενηλίκους και τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά (36,8% έναντι 26,7%), οι μη οικονομικά ενεργοί εκτός των συνταξιούχων (νοικοκυρές κ.λπ., 32,9% έναντι 27,6%), τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία (29,6% έναντι 27,2%), αλλά και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (26,9% έναντι 23,0%) και κυρίως τα παιδιά των μεταναστών (44,4% έναντι 46,4%). Ωστόσο, τα τελευταία έτη στην Ελλάδα η φτώχεια φαίνεται να μετατοπίζεται ταχύτατα από την ομάδα των ηλικιωμένων προς την ομάδα των νεότερων ζευγαριών με παιδιά, αλλά και προς τους νέους εργαζομένους και κυρίως τους ανέργους.
Εκτίμηση
Εκτιμάται δε ότι το τρέχον έτος οι αποδοχές θα περιοριστούν περαιτέρω κατά 1,5% μετά τη συρρίκνωσή τους κατά 6,6% το 2012 και 7,4% πέρυσι.
Από την εξέταση των δεικτών για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης παρατηρείται σημαντική αύξηση της «υλικής στέρησης» βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ικανοποίησης βασικών αναγκών, ανεπαρκείς συνθήκες στέγασης, επιβάρυνση από τις δαπάνες στέγασης, αδυναμία πληρωμής υφιστάμενων δανείων ή αγορών με δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών, χαμηλή/υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής).
Για παράδειγμα, το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες με αποτέλεσμα να στερείται τουλάχιστον τέσσερις από τις εννέα συνολικά διαστάσεις της «υλικής στέρησης» ανέρχεται σε 19,5% το 2012, ενώ το ποσοστό αυτό ήταν 15,2% το 2011 και 11,6% το 2010.
Επιπλέον η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών δεν αφορά μόνο τον φτωχό πληθυσμό, αλλά και σημαντικό μέρος του μη φτωχού πληθυσμού.
karfi
Είναι ενδεικτικό πως πάνω από 1.250.000 άτομα έχουν ετήσιο εισόδημα κάτω των 4.000 ευρώ ετησίως, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (χωρίς δουλειά για πάνω από 12 μήνες) αυξήθηκαν από
185,5 χιλιάδες άτομα το 2008 σε 955,6 χιλιάδες το 2013.
Στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος περιέχεται ειδικό κεφάλαιο για τη φτώχεια στην Ελλάδα, στο οποίο σημειώνεται πως κάτω από το όριο της φτώχειας βρίσκεται το 23,1% του πληθυσμού της χώρας, δηλαδή 2.535.700 άτομα ή 914.873 νοικοκυριά. Μάλιστα το 50% των φτωχών έχουν εισόδημα χαμηλότερο από 4.000 ευρώ τον χρόνο.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με στοιχεία του 2012, σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκονται 3.795.100 άτομα ή το 34,6% του συνολικού πληθυσμού. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, με εξαίρεση τη Βουλγαρία (49,3%), τη Ρουμανία (41,7%) και τη Λετονία (36,6%). Διατυπώνεται δε η εκτίμηση πως από το 2010 έως το 2012 σχεδόν διπλασιάστηκαν οι διαστάσεις της φτώχειας σε απόλυτους όρους.
Πιο αναλυτικά, ο πληθυσμός που ζει σε νοικοκυριά στα οποία δεν εργάζεται κανένα μέλος ή εργάζεται λιγότερο από 3 μήνες συνολικά τον χρόνο ανέρχεται σε 1.010.900 άτομα ή σε 16,1% του πληθυσμού ηλικίας 18-59 ετών, ενώ το 2011 και το 2010 ήταν 837.300 και 544.800 άτομα αντίστοιχα.
Ομάδες υψηλού κινδύνου φτώχειας κατά την περίοδο της τρέχουσας κρίσης είναι κυρίως οι άνεργοι (για τους οποίους στην έρευνα του 2012 το ποσοστό σχετικής φτώχειας φθάνει το 45,8%) και ιδίως οι άνεργοι άνδρες (ποσοστό φτώχειας 52,1%, έναντι 38,5% στην έρευνα του 2010), τα μονογονεϊκά νοικοκυριά με τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί (66,0% έναντι 33,4%), τα πολυμελή νοικοκυριά με δύο ενηλίκους και τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά (36,8% έναντι 26,7%), οι μη οικονομικά ενεργοί εκτός των συνταξιούχων (νοικοκυρές κ.λπ., 32,9% έναντι 27,6%), τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία (29,6% έναντι 27,2%), αλλά και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (26,9% έναντι 23,0%) και κυρίως τα παιδιά των μεταναστών (44,4% έναντι 46,4%). Ωστόσο, τα τελευταία έτη στην Ελλάδα η φτώχεια φαίνεται να μετατοπίζεται ταχύτατα από την ομάδα των ηλικιωμένων προς την ομάδα των νεότερων ζευγαριών με παιδιά, αλλά και προς τους νέους εργαζομένους και κυρίως τους ανέργους.
Εκτίμηση
Εκτιμάται δε ότι το τρέχον έτος οι αποδοχές θα περιοριστούν περαιτέρω κατά 1,5% μετά τη συρρίκνωσή τους κατά 6,6% το 2012 και 7,4% πέρυσι.
Από την εξέταση των δεικτών για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης παρατηρείται σημαντική αύξηση της «υλικής στέρησης» βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ικανοποίησης βασικών αναγκών, ανεπαρκείς συνθήκες στέγασης, επιβάρυνση από τις δαπάνες στέγασης, αδυναμία πληρωμής υφιστάμενων δανείων ή αγορών με δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών, χαμηλή/υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής).
Για παράδειγμα, το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες με αποτέλεσμα να στερείται τουλάχιστον τέσσερις από τις εννέα συνολικά διαστάσεις της «υλικής στέρησης» ανέρχεται σε 19,5% το 2012, ενώ το ποσοστό αυτό ήταν 15,2% το 2011 και 11,6% το 2010.
Επιπλέον η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών δεν αφορά μόνο τον φτωχό πληθυσμό, αλλά και σημαντικό μέρος του μη φτωχού πληθυσμού.
karfi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου