Το πιο αμαρτωλό πεδίο συνάντησης της οικονομικής εξουσίας με την πολιτική είναι η τηλεόραση. Συναλλαγές εκδοτών και πολιτικών υπήρχαν πάντα. Ο εκδότης έκανε χρήση του συνταγματικού του δικαιώματος να τυπώνει ό,τι ήθελε κατά την κρίση του και τα σκυλιά δεμένα. Ο μόνος κριτής του ήταν ο αναγνώστης.
Έτσι γίνεται στη Δημοκρατία. Δεν είναι δουλειά του κράτους να θέτει τους όρους στην έκδοση και κυκλοφορία των
εφημερίδων. Απλώς όσοι κάνουν χρήση της ελευθεροτυπίας οφείλουν να κινούνται στα πλαίσια του νόμου και τίποτε άλλο. Το περιεχόμενο διαμορφώνεται χωρίς κανένα περιορισμό από τους εκδότες και τους δημοσιογράφους- με τους δικούς του κώδικες.
Ανέκαθεν οι εκδότες είχαν τα συμφέροντα τους και είναι λογικό. Αλλιώς γιατί να εκδίδουν εφημερίδες; Συχνά προσέφεραν με το αζημίωτο υπηρεσίες σε ισχυρούς της οικονομίας για λόγους που δεν είχαν σχέση με την ενημέρωση. Αλλά αυτό που όριζε την ισχύ τους ήταν το κοινό, ήτοι οι κυκλοφορίες τους. Το κράτος -ορθώς- δεν είχε δικαίωμα παρέμβασης. Ο κακός Τύπος είναι προτιμότερος από τον ελεγχόμενο.
Στην τηλεόραση όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η εκπομπή προγράμματος προϋποθέτει χρήση συχνότητας, που αποτελεί δημόσια περιουσία. Το δημόσιο πρέπει να ωφελείται από την παραχώρησή της και ταυτόχρονα να προστατεύεται το δημόσιο συμφέρον με τη διασφάλιση πλουραλισμού και της λειτουργία της στο γενικό πλαίσιο που ορίζει η συνταγματική τάξη και η νομοθεσία. Άρα, το κράτος έχει λόγο.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις όφειλαν να παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση του τοπίου, υπέρ της κοινωνίας. Αλλά μόνο σ’ αυτό. Η κυβέρνηση βάζει το πλαίσιο, εγγυάται την εφαρμογή του με αμεροληψία. Εξασφαλίζει διαφάνεια, σαφείς κανόνες και εφαρμογή των νόμων, πληρωμή των φόρων, προστασία του πλουραλιστικού χαρακτήρα της ενημέρωσης, αποτροπή της νόθευσής της δια της οικονομικής ισχύος, εφαρμογή των ευρωπαϊκών αρχών σ’ αυτό το πεδίο.
Μεγαλοπολιτικοί και καναλάρχες
Η άσκηση αυτής της αρμοδιότητας οδήγησε στη συναλλαγή των κυβερνήσεων με τους καναλάρχες, που δεν ήταν άλλοι από τους παλαιούς εκδότες, οι οποίοι κατάλαβαν αυθαιρέτως θέσεις στο τηλεοπτικό φάσμα. Στις αρχές του 1990 η Οικουμενική Κυβέρνηση και η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντί θα θέσουν τους κανόνες λειτουργίας της ιδιωτικής τηλεόρασης και να εγγυηθούν τη λειτουργία τους υπέκυψαν στην παράνομη κατάληψη συχνοτήτων από τους εκδότες και άλλους.
Η τηλεόραση ήταν πάντα αναγκαία για την πολιτική επιβίωση κομμάτων και πολιτικών. Η ιδιωτική τηλεόραση ακόμη περισσότερο. Οι εκδότες της εποχής και οι ισχυροί του χρήματος συνασπίσθηκαν για να θέσουν υπό τον έλεγχο τους την ιδιωτική ραδιοτηλεόραση – την οποία βάφτισαν ‘ελεύθερη’ -ώστε δια της πίεσης που μπορούσαν να ασκήσουν προς την πολιτική εξουσία, να κυριαρχήσουν στην οικονομία, την κοινωνία, αλλά και την πολιτική.
Προωθούσαν οικονομικές επιλογές που τους συνέφεραν, εξασφάλιζαν τη χρηματοδότηση των ίδιων των μέσων τους από το δημόσιο χρήμα και σταδιακά απέκτησαν τον πρώτο λόγο σε όλους τους τομείς της δημίους σφαίρας, αφού στην πραγματικότητα όριζαν τους πολιτικούς συσχετισμούς με τους μηχανισμούς προβολής που διέθεταν.
Οι μεγαλοπολιτικοί από την πλευρά τους, τα κυβερνητικά κόμματα, για να πιέζουν με τη σειρά τους καναλάρχες, για να έχουν ένα χαρτί σ’ αυτή τη διαπραγμάτευση δεν έδιναν οριστικές άδειες. Έτσι όμως νομιμοποίησαν και την αυθαίρετη κατάληψη συχνοτήτων. Οι καταληψίες μπορούσαν ακόμη και να τις πουλήσουν, παρ’ ότι δεν τους ανήκαν.
Στο τέλος ο ένας προσπαθούσε να εκβιάσει τον άλλο και έτσι το καθεστώς της αυθαιρεσίας συνεχίσθηκε για πάνω από τέταρτο του αιώνα. Σ’ αυτό το διάστημα η πολιτική έχασε την αξία της, εξουδετερώθηκε από την οικονομική εξουσία, που έλεγχε την ενημέρωση. Κανείς δεν τόλμησε να βάλει χέρι σ’ αυτό αμαρτωλό καθεστώς. Ορισμένοι πρωθυπουργοί δεν μπορούσαν καν να το διανοηθούν, επειδή όφειλαν στους καναλάρχες την εξουσία τους.
Τα μεγαλύτερα οικονομικά σκάνδαλα, οι πλέον τρομακτικές επιχειρήσεις αναδιανομής του πλούτου υπέρ των ισχυρών -με κορωνίδα το χρηματιστήριο– έγιναν σ’ αυτό το πλαίσιο. Το σύνολο των δημόσιων προμηθειών και κυρίως των κατασκευών, τα κοινοτικά κονδύλια και βέβαια τα κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού για δεκαετίες τελούσαν υπό το καθεστώς που δημιούργησε ο έλεγχος του τηλεοπτικού πεδίου. Ο έλεγχος της πολιτικής από την οικονομική εξουσία.
Οι ‘νταβατζήδες’ νίκησαν τον Καραμανλή
Ο πρώτος και μόνος που θέλησε να αμφισβητήσει αυτό το καθεστώς ήταν ο Κ. Καραμανλής. Ο Κ. Μητσοτάκης είχε συγκρουστεί με τα ΄διαπλεκόμενα συμφέροντα’ , αλλά για άλλους λόγους. ΟΚαραμανλής κατάλαβε ότι για να μπει η χώρα σε ενάρετο κύκλο και να αναπτυχτεί- εκτός από την άσκηση ότι κυριαρχικού δικαιώματος της να κάνει της επιλογές της κατά το συμφέρον της και χωρίς να υπόκειται στις υποδείξεις του αμερικανικού παράγοντα – πρέπει η πολιτική η ζωή να απαλλαγεί από τους ‘νταβατζήδες’.
Την ολιγαρχία που χειραγωγούσε την πολιτική ζωή και δι’ αυτής την οικονομία και την κοινωνία. Καθιστούσε προβληματική την ενημέρωση και αντιστεκόταν σε κάθε απόπειρα αμφισβήτησης της κυριαρχίας της. Απόδειξη ο πόλεμος κατά την Γιάννας Αγγελοπούλου όταν αναμείχτηκε με υγιή τρόπο στο χώρο, χωρίς να διεκδικεί τίποτε από το κράτος και με διαφανή κεφάλαια της οικογένειάς της.
Η πρωτοβουλία του Καραμανλή με τον βασικό μέτοχο, ήταν η πιο κρίσιμη κίνηση εκδημοκρατισμού και εξευρωπαϊσμού. Να μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση να ασκεί την πολική της χωρίς επεμβάσεις. Να κατανέμει το δημόσιο χρήμα με κριτήρια και όχι ανάλογα με τη βούληση όσων ελέγχουν την ενημέρωση. Να γίνει η πολιτική ανεξάρτητη από το χρήμα και την επιρροή των ΜΜΕ που ελέγχει. Να μην είναι οι πολιτικοί υποχείρια κανενός και να μην δέχονται οι πρωθυπουργοί υποδείξεις. Να αποφασίζουν -5-6 νταβατζήδες υπεράνω των κυβερνήσεων που όριζαν ακόμη και υπουργούς. Να υπάρχει διαφάνεια στον μιντιακό χώρο.
Μόνο που το είπε -τηρούμενων των αναλογιών- αντιμετωπίσθηκε από τους ολιγάρχες σαν τον Καποδίστρια από του κοτζαμπάσηδες. Εκτός από τη μετωπική επίθεση που δέχτηκε με αθέμιτα μέσα που προσπαθούσαν να πλήξουν ακόμη και την αξιοπρέπεια του, ήταν αδύνατο να θέσει υπό έλεγχο ένα σάπιο κόμμα, ιδίως όταν του εγκατέστησαν στο μαλακό υπογάστριο και ένα μικρό κόμμα για να τον ‘κοντύνει’ στις εκλογές του 2007. Ουσιαστικά ο Καραμανλής υπονομεύτηκε από μέσα. Η οικονομική εξουσία είχε πλέον τις δικές της κοινοβουλευτικές ομάδες μέσα στα κόμματα.
Βουλευτές και υπουργοί στήριζαν την πολιτική τους επιβίωση σε οικονομικούς παράγοντες και την προβολή τους από τα ΜΜΕ –όταν δεν είχαν και άλλες συναλλαγές μαζί τους. Έπαιρναν οδηγίες από αυτούς και όχι από τους επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας και τους αρχηγούς των κομμάτων- όταν και οι αρχηγοί των κομμάτων δεν είχαν τεθεί ήδη υπό έλεγχο. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
Χωρίς συμμάχους στο πολιτικό σύστημα , ακόμη και μέσα στο κόμμα του, το τέλος του Καραμανλή ήταν προδιαγεγραμμένο. Έδωσε μια μάχη και την έχασε, περικυκλωμένος από όλες τις πλευρές. Ωστόσο ήταν η μοναδική περίοδος αξιοπρέπειας την πολιτικής απέναντι στην οικονομική εξουσία
Με την αποχώρηση του Καραμανλή τα πράγματα επανήλθαν στη συνήθη κατάσταση διαπλοκής. Ακόμη και υπερχρεωμένες επιχειρήσεις διατήρησαν την ισχύ τους στο πολιτικό σύστημα, συνέχισαν το καθεστώς ατιμωρησίας και ανομίας και όριζαν πάντα τη φορά των πραγμάτων και την κατανομή του χρήματος.
Το ΠΑΣΟΚ είχε υποκύψει, η ΝΔ ήταν εξ αρχής στο κόλπο , δεν έμενε παρά η Αριστερά να βάλει τα πράγματα στη θέση της. Έτσι εξελήφθη η εκλογική νίκη Τσίπρα. Πολύ σύντομα όσοι είχαν ελπίσει απογοητεύθηκαν.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
Η νέα κυβέρνηση μιλάει για αναμέτρηση , αλλά δεν προσέρχεται σε αυτή την αναμέτρηση με ανοιχτά χαρτιά. Συνοπτικά μπορεί να πει κανείς ότι η επιδίωξή της είναι να αξιοποιήσει αυτό το πεδίο για λογαριασμό της. Αυτό σημαίνει συναλλαγή με την μισή διαπλοκή και αντικατάσταση της άλλης μισής με άλλης φιλικά προσκείμενους στην ίδια.
Αυτό συνάγεται από τους χειρισμούς που έκανε ως τώρα. Από τη μεθόδευση της εξουδετέρωσης του ΕΡΣ και τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων του στο πρωθυπουργικό γραφείο μέχρι τον ορισμό του αριθμού των αδειών από την ίδια και τη δημοπράτησή τους από την ίδια και όχι από κάποια ανεξάρτητη δημόσια αρχή.
Το ξέφραγο αμπέλι επί των προηγούμενων κυβερνήσεων και η συναλλαγή με συμφέροντα στο χώρο της ενημέρωσης αντικαθίσταται με αυθαιρεσίες και δική της συναλλαγή με άλλα συμφέροντα. Αν κάποιοι καναλάρχες για να μένουν ασύδοτοι έστηναν κόμματα μέσα στα κόμματα -αν όχι και ξεχωριστά κόμματα- η σημερινή κόβει το χώρο της ενημέρωσης στα μέτρα της. Το παιχνίδι δεν άλλαξε. Οι παίκτες αλλάζουν.
Είναι προφανές ότι αρχίζει μια αναμέτρηση που θα παραπέμπει στις μελανότερες στιγμές του ελληνικού πολιτικού βίου. Αλλά η κυβέρνηση έχασε ήδη το τεκμήριο της αθωότητας σ’ αυτή την αναμέτρηση. Οι επιλογές της δεν μπορούν να αντέξουν καν στη νομιμότητα και στο κοινοτικό πλαίσιο.
Αργά ή γρήγορα θα διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να πετύχει τους στόχους της. Γιατί δεν θέλει να ξεκαθαρίσει το τηλεοπτικό τοπίο, όπως λέει. Θέλει να το θέσει υπό τον έλεγχό της. Άδικος κόπος. Στη δεύτερη δεκαετία της τρίτης χιλιετηρίδας αυτά δεν γίνονται. Αν μη τι άλλο γιατί η τηλεόραση ως μέσο επιρροής αρχίζει να χάνει την ισχύ της- για τους λόγους που την έχασαν προηγουμένως οι εφημερίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου