Στην επιρροή που άσκησε και ασκεί η οικονομική κρίση στην ίδια τη φύση του κράτους στην Ευρώπη και συνακόλουθα στη διεργασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι αφιερωμένη εκτενής επιστημονική μελέτη του Ευάγγελου Βενιζέλου που δημοσιεύεται από το Center for European Policy Studies
(CEPS) των Βρυξελλών υπό τον τίτλο«State Transformation and the European Integration Project: Lessons from the financial crisis and the Greek paradigm».
Η ελληνική εμπειρία τροφοδοτεί με παραδείγματα την ανάλυση που αναφέρεται όμως ευρύτερα στην δοκιμασία του ευρωπαϊκού φαινομένου λόγω της κρίσης.
Θεμέλιο της ανάλυσης του Ευάγγελου Βενιζέλου είναι ο χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως μιας διαρκούς διακυβερνητικής ( διακρατικής ) διαπραγμάτευσης στην οποία, παρά τις εναλλαγές των κυβερνήσεων, κυριαρχούν πάγιες εθνικές στρατηγικές των κρατών - μελών.
Παρότι το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βασίζεται στη θεσμική ισοτιμία των κρατών - μελών υπάρχουν, διατηρούνται και λόγω της κρίσης οξύνονται οι πραγματικές ανισότητες μεταξύ των κρατών – μελών. Η συγκρότηση της ευρωζώνης και η εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος «κλείδωσε» πολλές από τις ανισότητες αυτές. Η οικονομική κρίση, που εκδηλώθηκε ως κρίση δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική από το 2008 και μετά, οδήγησε αρχικά στην εφαρμογή ad hoc προγραμμάτων στήριξης και στη συνέχεια, στην εισαγωγή νέων μηχανισμών οικονομικής διακυβέρνησης που προφανώς ενισχύουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση και ιδίως την ενοποίηση της ευρωζώνης, παραλλήλως όμως αναδεικνύουν νέες σημαντικές ανισότητες μεταξύ των κρατών – μελών με κορυφαία τη διάκριση μεταξύ«δημοσιονομικά ενάρετων» κρατών που δανείζουν και«δημοσιονομικά άσωτων» κρατών που δανείζονται.
Η αλλοίωση που υφίσταται η κρατική κυριαρχία φαίνεται ανάγλυφα στην εξέλιξη του δημόσιου ( κυρίαρχου ) χρέους και στην σχέση κράτους και αγορών, ιδίως όταν λόγω της κρίσης ένα κράτος αποκλείεται από τις αγορές. Η κρατική κυριαρχία υφίσταται όμως την αλλοίωση αυτή και εκ μόνου του γεγονότος ότι το κράτος τελεί υπό τη διαρκή αξιολόγηση των αγορών προκειμένου να παραμείνει σε αυτές και προκειμένου να διαμορφωθούν οι καλύτεροι δυνατοί όροι πρόσβασης σε αυτές.
Όλες αυτές οι εξελίξεις από το 2008 έως σήμερα επηρέασαν βαθύτατα και τη σχέση των εθνικών συνταγμάτων των κρατών - μελών με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο, όπως φαίνεται στην εξέλιξη της νομολογίας του ΔΕΕ αλλά και των συνταγματικών ή ανωτάτων δικαστηρίων των κρατών - μελών. Αυτών που υπήχθησαν σε προγράμματα ( Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία ), αλλά και αυτών που λόγω μεγέθους κλήθηκαν να διαχειριστούν την ευρύτερη κρίση της ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και το ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο της.
Η νομολογία αντιμετώπισε τα θέματα αυτά συμβατικά και αμήχανα καθώς τα εθνικά συντάγματα δεν περιλαμβάνουν ειδικές ρυθμίσεις για τις έκτακτες οικονομικές περιστάσεις και χωρίς ο δικαστής να έχει την πλήρη εικόνα των διλημμάτων και των κινδύνων που κλήθηκαν να σταθμίσουν κυβερνήσεις και κοινοβούλια. Ως εκ τούτου η νομολογία δεν απάντησε ποτέ ευθέως στο τι θα συνέβαινε σε περίπτωση ασύντακτης χρεοκοπίας, αντί πχ της περικοπής μισθών και συντάξεων ή της αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης. Αυτό που οΕυ. Βενιζέλος ονομάζει «συνταγματικό δίκαιο της ασύντακτης χρεοκοπίας» και δεν φαίνεται να απασχολεί τη νομολογία ήταν όμως η μόνη εναλλακτική επιλογή στα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις ασυγκρίτως βαρύτερες από την υπαγωγή σε προγράμματα στήριξης.
Υπό την έννοια αυτή η ελληνική εμπειρία του τρίτου μνημονίου του Ιουλίου - Αυγούστου 2015 λειτουργεί ως απόδειξη του ότι δεν υπήρχε πραγματικά άλλη λύση και φωτίζει αναδρομικά την περίοδο 2010 - 2014.
Η κρίση επηρεάζει βεβαίως και τους πολιτικούς συσχετισμούς τόσο σε εθνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με την ενίσχυση αφενός μεν των ακροδεξιών αφετέρου δε των αριστερών ριζοσπαστικών ευρωσκεπτικιστικών ρευμάτων. Η πιο σημαντική όμως ιδεολογικοπολιτική εξέλιξη είναι η αδυναμία της Ευρωπαϊκής «κυβερνητικής» σοσιαλδημοκρατίας να διατυπώσει μια συνεκτική προοδευτική πρόταση που υπερβαίνει την κρίση διατηρώντας αλώβητο το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, το ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής αλλά και το επίπεδο ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι τα σοσιαλδημοκρατικά (σοσιαλιστικά, εργατικά, δημοκρατικά κ.ο.κ.) κόμματα που μετέχουν σε αυτοδύναμες ή συμμαχικές κυβέρνησης διαχειρίζονται πρωτίστως εθνικές στρατηγικές προτεραιότητες και όχι ιδεολογικές προτιμήσεις ή ευαισθησίες.
Για τον ίδιο λόγο - αντίστροφα τη φορά αυτή -στο επίπεδο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας δεν φαίνεται να επηρεάζονται οι συσχετισμοί λόγω κρίσης καθώς κυριαρχούν βαθύτερες εθνικές στρατηγικές που ακολουθούν το μακρύ ιστορικό χρόνο. Την περίοδο συνεπώς από το 2008 έως σήμερα δεν μεταβλήθηκε η ευρωπαϊκή στρατηγική στάση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Ο ρόλος της ΕΕ στο πεδίο αυτό ούτε αναβαθμίστηκε αλλά ούτε και υποβαθμίστηκε.
Το καταληκτικό ερώτημα της ανάλυσης του Ευάγγελου Βενιζέλου, είναι αν μετά την εμπειρία της οικονομικής κρίσης το εθνικό κράτος λειτουργεί ως φρένο ή ως κινητήρας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που ήταν και είναι πρωτίστως διακρατική διεργασία. Η ανάλυση καταλήγει στην υπόθεση εργασίας ότι ναι μεν το κράτος διεθνοποιείται, ιδιωτικοποιείται και αποπολιτικοποιείται, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση ως θεσμική οντότητα αποκτά σχεδόν ταυτόχρονα τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά. Από την άποψη αυτή, προκειμένου η ΕΕ να υπερβεί φαινόμενα κοινά και για το κρατικό και για το ευρωπαϊκό φαινόμενο, έχει ανάγκη από μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες που μπορεί να αναληφθούν μόνο από τα κράτη - μέλη και τις κυβερνήσεις τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου