Έχω τοποθετηθεί ευθύς εξαρχής στο ζήτημα του οριστικού ονόματος της πΓΔΜ, υπέρ μιας σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό, που θα ισχύει έναντι πάντων (erga omnes), θα είναι δηλαδή μια, η ίδια για εσωτερική και εξωτερική χρήση. Έχω προσπαθήσει να εξηγήσω ότι νομική βάση κατοχυρωτική για την
Ελλάδα, πρέπει να είναι μια διεθνής συμφωνία που θα υποστηριχθεί και από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί το ζήτημα της ονομασίας. Έχω όμως τονίσει ότι δυνάμει της διεθνούς συμφωνίας και ως πράξη συμμόρφωσης προς αυτή πρέπει να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα της πΓΔΜ. Άλλωστε η συγκέντρωση της αυξημένης αναθεωρητικής πλειοψηφίας στη γειτονική μας χώρα, διασφαλίζει την πολιτική, διακοινοτική και πολιτειακή της συνοχή και την περιφερειακή σταθερότητα.
Έχω επίσης θυμίσει πολλές φορές τους τελευταίους μήνες ότι η χώρα μας έχει επισήμως αποδεχθεί συνθέτη ονομασία που περιλαμβάνει τη λέξη Μακεδονία ήδη από τον Απρίλιο του 1993, όταν η τότε κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη αποδέχθηκε την προσωρινή ονομασία πΓΔΜ (που δεν είναι ενιαία λέξη αλλά ακρωνύμιο) με την οποία εντάχθηκε η γειτονική χώρα στον ΟΗΕ, πολλούς διεθνείς οργανισμούς και έλαβε καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη στην ΕΕ χώρας. Θύμισα επίσης ότι μετά το 1993, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, αποδέχθηκαν διεθνώς ως οριστική λύση συνθέτη ονομασία που περιλαμβάνει τη λέξη Μακεδονία με μια σειρά σοβαρών, αυστηρών και εφαρμόσιμων προϋποθέσεων.
Όμως στις 18 Μαΐου στη Βουλή ήμουν ο πρώτος που αντέδρασε στο αδιανόητο ενδεχόμενο η αναζητούμενη σύνθετη ονομασία να είναι «Μακεδονία του Ίλιντεν». Όταν διάβασα τα σχετικά δημοσιεύματα δεν πίστεψα ότι μπορεί έλληνας πρωθυπουργός να είναι τόσο ανιστόρητος ώστε να έχει έστω αρχίσει συζήτηση με τον ομόλογό του της πΓΔΜ για αυτό το όνομα. Αποδείχθηκε δυστυχώς από την καμπύλη που διέγραψαν οι κυβερνητικές δηλώσεις και ανακοινώσεις μέχρι να φτάσουν στην απόρριψη λύσης που δεν θα περιέχει «γεωγραφικό ή χρονικό» προσδιορισμό, ότι πράγματι συζητήθηκε το ενδεχόμενο της «Μακεδονίας του Ίλιντεν». Άλλωστε ο κ. Ζάεφ το ανακοίνωσε και το υπερασπίστηκε δημοσίως δηλώνοντας έτοιμος να το εισηγηθεί στα κόμματα και το Κοινοβούλιο της χώρας του. Από τη δική του οπτική γωνία θα επρόκειτο για εξαιρετική λύση, ισοδύναμη με τη διατύπωση «Δημοκρατία της ιστορικά και ιδεολογικά δικής μας Μακεδονίας».
Είπα στη Βουλή στις 18 Μαΐου ότι το «Μακεδονία του Ίλιντεν» δεν είναι σύνθετη ονομασία, είναι διακήρυξη ιδεολογικής χρήσης της Ιστορίας. Είναι η επιτομή του αλυτρωτισμού. Ο αλυτρωτισμός αυτοπροσώπως. Η θέση αυτή υιοθετήθηκε από το Κίνημα Αλλαγής, τη ΝΔ και αλλά κόμματα της αντιπολίτευσης.
Δεν πρόκειται για εκδήλωση σκλήρυνσης, ούτε για αλλαγή της θέσης μου που διαμορφώνεται με κριτήριο το εθνικό συμφέρον, ανεξαρτήτως κόστους και ανεξαρτήτως των διακυμάνσεων του εθνικολαϊκιστικού τυχοδιωκτισμού του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ ή άλλων υποστηρικτών της κυβέρνησης αυτής που με την παρουσία της βλάπτει τη χώρα.
Δεν είναι όμως τυχαίο ότι εδώ και είκοσι πέντε χρόνια συζητούμε για γεωγραφικό προσδιορισμό (συμπεριλαμβανομένου του Nova που υπάρχει στο τραπέζι από το πακέτο Πινέιρο). Ουδέποτε όλο αυτό το διάστημα ο μεσολαβητής του ΟΗΕ έθεσε, εξ όσων γνωρίζω από τις επαφές μαζί του, ως πιθανή λύση το «Μακεδονία του Ίλιντεν».
Το Ίλιντεν δεν είναι γεωγραφικός ή έστω χρονικός προσδιορισμός. Είναι ιστορική αναφορά σε μια εξέγερση που διακήρυξε στόχους που αφορούν γεωγραφικά πολλές περιοχές της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας και άνοιξε μια πολύπλοκη, ένοπλη και βίαιη εθνοτική σύγκρουση με θέατρο των επιχειρήσεων ακριβώς τις περιοχές αυτές. Η παράλληλη ενδοσλαβική ταυτοτική σύγκρουση μεταξύ Βουλγάρων και «αυτονομιστών Μακεδόνων» δεν μεταβάλλει τις συμπαραδηλώσεις του Ίλιντεν σε σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό και κυρίως ως προς συγκεκριμένες περιοχές που ανήκουν στην ελληνική επικράτεια και είναι αναπόσπαστο τμήμα της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Το επιχείρημα ότι με την αναφορά στο Ίλιντεν η γειτονική μας χώρα εγκαταλείπει την πολιτική του τεχνητού εξαρχαϊσμού και του αισθητικού κιτς με αγάλματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Φιλίππου κ.ο.κ. είναι παντελώς ανιστόρητο και αφελές. Το μακεδονικό ζήτημα, ως σύγκρουση ταυτοτήτων και ως διεκδίκηση κρατικής υπόστασης που οδηγεί σε εθνογένεση, δεν αφορά την αρχαία εποχή, αλλά την περίοδο που αρχίζει τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα υπό συνθήκες Ανατολικού Ζητήματος και φτάνει έως τα μέσα του 20ου αιώνα υπό συνθήκες Ψυχρού Πολέμου.
Στόχος της διαπραγμάτευσης με την πΓΔΜ είναι να βρούμε ολοκληρωμένες, εγγυημένες και εφαρμόσιμες λύσεις που βλέπουν προς το μέλλον και όχι να αναξέσουμε συγκρούσεις του παρελθόντος αποδεχόμενοι την ιδεολογική χρήση της Ιστορίας που είναι συνταγή αποτυχίας.
Η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής προϋποθέτει επαρκή γνώση και αίσθηση της Ιστορίας, ακριβώς για να αποφεύγουμε τις παγίδες της ιδεολογικής της χρήσης.-
Άρθρο στην εφ. ΤΑ ΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου