Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

Γιώργος Σωτηρέλης : Στις πόσες υποκλοπές καίγεται ο πρωθυπουργός;

Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, γράφει για τις βαρύτατες ευθύνες του πρωθυπουργού στο σκάνδαλο των υποκλοπών και την τακτική της πλήρους συγκάλυψης που ακολούθησε.



Α. Ακούσαμε πολλές φορές, το προηγούμενο διάστημα, το «υποκλοπές τέλος», που είχαν σαλπίσει, σε όλους τους τόνους τα φιλοκυβερνητικά κέντρα. Και υπήρχαν πολλοί που λοιδορούσαν την Πρωτοβουλία μας, γιατί επέμενε να κρατάει, με νύχια και με δόντια, ανοιχτή τη συζήτηση, όχι για αντιπολιτευτικούς λόγους αλλά γιατί θέλαμε να δείξουμε ότι ζούμε ακόμη σε μια χώρα όπου «η Δημοκρατία μετράει».

Αφορά όμως πράγματι το σκάνδαλο των υποκλοπών την Δημοκρατία; Μήπως υπερβάλλουμε; Μήπως δίνουμε υπέρμετρη σημασία σε ένα λάθος, σε μία απλή και μεμονωμένη αστοχία της ΕΥΠ, όπως προσπάθησε τόσο καιρό να μας πείσει η κυβερνητική πλευρά; Και μήπως αυτή η στάση μας τελικά βλάπτει το εθνικό συμφέρον, υπονομεύοντας την κυβερνητική σταθερότητα σε τόσο κρίσιμες εποχές;

Πριν ασχοληθώ με τα πρώτα ερωτήματα, που αποτελούν και το αντικείμενο της εισήγησής μου, δεν αντέχω στον πειρασμό να κάνω ένα σύντομο σχόλιο για το τελευταίο. Η κυβερνητική σταθερότητα, δεν είναι υπέρτατο συνταγματικό αγαθό, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι απολογητές της σημερινής κυβέρνησης, ταυτίζοντάς την μάλιστα επιτηδείως με την πρωθυπουργία Μητσοτάκη. Είναι απλώς μια έμμεση συνταγματική μέριμνα για σχηματισμό βιώσιμων κοινοβουλευτικά κυβερνήσεων, η οποία σταθμίζεται με πραγματικές συνταγματικές αρχές, όπως το κοινοβουλευτικό σύστημα η πολιτική ισότητα και η ισοδυναμία της ψήφου, αλλά και με θεμελιώδεις συνταγματικές αξίες, όπως η υπεράσπιση της ίδιας της Δημοκρατίας.

Β. Ας έρθουμε όμως στα πρώτα ερωτήματα. Κατ’αρχάς, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το τοπίο πλέον είναι εντελώς διαφορετικό, μετά τις τελευταίες ραγδαίες εξελίξεις, τόσο σε σχέση με τα αναπάντητα ερωτήματα της Επιτροπής Pega όσο και σε σχέση με τα πρόσφατα εντυπωσιακά δημοσιεύματα. Είναι δε πλέον οφθαλμοφανές, για κάθε στοιχειωδώς καλόπιστο πολίτη αυτής της χώρας, ότι οι υποθέσεις Ανδρουλάκη και Κουκάκη όχι απλώς δεν είναι ένα μεμονωμένο και συγκυριακό φαινόμενο αλλά αποτελούν, αντίθετα, την κορυφή του παγόβουνου. Οι υποκλοπές ήταν εκτεταμένες, συντονίζονταν από συγκεκριμένα αδίστακτα κρατικά και παρακρατικά κέντρα και στηρίζονταν σε έναν κυνικά σχεδιασμένο συνδυασμό επίσημων και ανεπίσημων μέσων παρακολούθησης. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με κάποιες διάσπαρτες παραβιάσεις του κράτους δικαίου, όπως συνέβη στο παρελθόν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Ο τρόπος με τον οποίο αποφασίσθηκαν και εκτελέστηκαν οι υποκλοπές, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίσθηκε η αποκάλυψή τους αλλά και ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε, στη συνέχεια, η συγκάλυψή τους, θέτουν πράγματι ένα μείζον ζήτημα Δημοκρατίας, που όχι μόνο υπονομεύει τα συνταγματικά κεκτημένα της μεταπολίτευσης αλλά και εκθέτει πολλαπλώς την χώρα μας στο εξωτερικό, όπου μας παραλληλίζουν ολοένα και περισσότερο με την Ουγγαρία και την Πολωνία…

Γ.
Ας γίνω όμως πιο συγκεκριμένος, ξεκινώντας την υπόθεση από την αρχή και επαναλαμβάνοντας κατ’ανάγκην πράγματα γνωστά, πριν φθάσω στα σημερινά δεδομένα.

Ο νυν πρωθυπουργός αποφάσισε, μετά τις τελευταίες εκλογές, να υπαγάγει στην δική του αρμοδιότητα την ΕΥΠ. Είχε δικαίωμα να το κάνει; Ασφαλώς και είχε, δεν είναι άλλωστε ο πρώτος. Εκεί όμως που παρατηρείται ευθύς εξ αρχής ένα σοβαρό πρόβλημα, είναι στο ότι την κατέστησε έτσι οργανικό τμήμα ενός «υπερπρωθυπουργείου», με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «επιτελικό κράτος», που αποσκοπούσε από την πρώτη στιγμή στην σταδιακή υποκατάσταση των αρμοδιοτήτων της κυβέρνησης από ένα στενά ελεγχόμενο από τον ίδιο κέντρο. Δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, στην αλλοίωση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.

Το πρόβλημα δε αυτό αναδείχθηκε ανάγλυφα όταν έγιναν ακόμη σαφέστερες οι συγκεκριμένες προθέσεις του για την ΕΥΠ: επέβαλε στις δύο πλέον κρίσιμες θέσεις, του Διοικητή και του αρμόδιου εισαγγελέα, δύο άκρως αμφιλεγόμενα πρόσωπα, μη διστάζοντας, για μεν τον πρώτο να αλλάξει τον σχετικό νόμο περί των κατάλληλων προσόντων (που δεν τα είχε) για δε την δεύτερη να αγνοήσει τις αντιδράσεις του ίδιου του δικαστικού σώματος, όπως αυτές εκφράσθηκαν από τον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που η ίδια η κυβέρνησή του είχε διορίσει… Και το παζλ έκλεισε με το να διορίσει τον ανηψιό του βοηθό εκπληρώσεως, στα θέματα της ΕΥΠ, καθιστώντας τον έλεγχό της καθαρά οικογενειακή υπόθεση…

Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα, πως μπορεί να κρίνει κανείς το βασικό του επιχείρημα, ότι δεν ήξερε τι γινόταν στην συγκεκριμένη αυτή ΕΥΠ; Είναι δυνατόν –και απευθύνω το ερώτημα σε κάθε νουνεχή άνθρωπο ανεξαρτήτως πολιτικών προτιμήσεων– να στήνεις έναν τέτοιο μηχανισμό με τρόπο ώστε να τον ελέγχεις απόλυτα, με πρόσωπα της δικής σου αποκλειστικά εμπιστοσύνης, και στην συνέχεια να ποιείς την νήσσαν, όταν αποκαλύπτονται τα ανοσιουργήματα αυτού του μηχανισμού; Δείχνει αυτό σοβαρή στάση ενός αξιόπιστου πολιτικού προσώπου;

Δεν είναι όμως μόνον ότι προσβάλλει την νοημοσύνη μας. Είναι και το ότι ο πρωθυπουργός δεν κατανοεί, εν τέλει, το ότι η μόνη περίπτωση να δεχθούμε την ειλικρίνεια των λεγομένων του προϋποθέτει κάτι ακόμη χειρότερο για τον ίδιο: το να δεχθούμε ταυτόχρονα ότι είναι μειωμένου καταλογισμού… Διότι μόνον ένας τέτοιος πρωθυπουργός δεν θα ήξερε…

Δ. Υποστήριξα από την αρχή, αμέσως μόλις ξέσπασε το σκάνδαλο των υποκλοπών, ότι ο πρωθυπουργός έχει βαρύτατη πολιτική ευθύνη γι’αυτές. Προεχόντως γιατί ήταν ο ίδιος που τις σχεδίασε, με πρόσχημα τους λόγος εθνικής ασφάλειας, προκειμένου να μπορεί να ελέγχει πολιτικούς αντιπάλους και ενοχλητικούς δημοσιογράφους (ενδεχομένως δε, αν αποδειχθούν βάσιμα τα νέα δημοσιεύματα, και εσωκομματικούς αντιπάλους, επιχειρηματίες αλλά και δημοσιογράφους που είτε τους εκπροσωπούσαν στα ΜΜΕ που αυτοί κατέχουν είτε θεωρούνταν επικίνδυνοι για το καθεστώς). Ακόμη όμως και αν προς στιγμήν δεχθούμε –έστω με υπόθεση β΄ είδους, του μη πραγματικού– ότι δεν ήξερε τίποτε, εξακολουθεί να φέρει την πολιτική ευθύνη πλήρη και εις ολόκληρον, ως πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, διότι η ευθύνη αυτή είναι αντικειμενική και μη μεταβιβάσιμη.

Τι σημαίνει όμως ανάληψη πολιτικής ευθύνης; Σε όλες τις δημοκρατικές χώρες για ένα τέτοιο σκάνδαλο –που είναι μείζον όχι μόνον στην τωρινή αλλά και στην πρώτη εκδοχή του– δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο εκτός από άμεση παραίτηση του πρωθυπουργού. Όλες οι άλλες εκδοχές, που έχουν υποστηριχθεί, δεν είναι κατά την άποψή μου πειστικές. Εν πρώτοις είναι αδιανόητο ανάληψη πολιτικής ευθύνης να σημαίνει απλώς παραίτηση, δηλαδή κατ’ουσίαν καθαίρεση, κάποιων μετακλητών υπαλλήλων, όπως ισχυρίσθηκε ο πρωθυπουργός. Αλλά και η διεξαγωγή εκλογών, που προτάθηκε σχετικά, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ανάληψη πολιτικής ευθύνης, διότι έτσι οι εκλογές αυτές, που θα διεξαχθούν με την προσχηματική επίκληση ενός εθνικού θέματος, θα εμφανισθούν σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Τέλος και η παραίτηση υπό προϋποθέσεις –δηλαδή μόνο αν αποδειχθούν και άλλες υποκλοπές πλην του Ανδρουλάκη– που υποστηρίχθηκε επίσης από κάποια πλευρά, μάλλον σαν υπεκφυγή μου ακούγεται. Διότι σε αυτή την περίπτωση ανακύπτει μοιραία το ερώτημα: δηλαδή στις πόσες υποκλοπές καίγεται ένας πρωθυπουργός; Θα παίξουμε την κολοκυθιά; Ή πρέπει να περιμένουμε να εξιχνιασθούν και όλες οι άλλες πιθανές παρακολουθήσεις, που ανέκυψαν ήδη, για να τολμήσουμε να ζητήσουμε παραίτηση;

Την παραίτηση βέβαια δεν την επιτάσσει κάποια συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη, για να απαντήσω και σε κάποιες επιστημονικοφανείς ενστάσεις που ακούσθηκαν αυτό το διάστημα. Προκύπτει όμως εμμέσως, πλην σαφέστατα, τόσο από την συνταγματική θεωρία για την πολιτική ευθύνη όσο και από την συνταγματική πράξη των προηγμένων δημοκρατικά χωρών. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην παραίτηση Νίξον, με την οποία ευλόγως παραλληλίζουμε την παραίτηση του πρωθυπουργού και στο δικό μας Watergate. Ας θυμηθούμε και την παραίτηση Μπράντ στην Γερμανία, την παραίτηση Κουρτς στην Αυστρία αλλά και την πρόσφατη παραίτηση Τζόνσον στην Αγγλία, και μάλιστα για θέμα ήσσονος σημασίας.

Κλείνω το θέμα της πολιτικής ευθύνης με δύο τελευταίες επισημάνσεις.

Πρώτον ότι η ανάληψη πολιτικής ευθύνης σημαίνει παραίτηση ατομικά του πρωθυπουργού και άρα δεν έχει, κατ’αρχήν, καμία επίπτωση στην κυβερνητική σταθερότητα. Αρκεί να υποδείξει η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ ένα άλλο πρόσωπο και αυτό θα διορισθεί υποχρεωτικά πρωθυπουργός, μιας και έχει αυτοδυναμία στην Βουλή (άρθρο 38.2 Σ).

Δεύτερον και σπουδαιότερον. Έχω ακούσει πολλές φορές, πριν αναθερμανθεί φυσικά το σκάνδαλο: Μα γιατί επιμένετε στην παραίτηση; Αφού δεν πρόκειται να παραιτηθεί. Αν αυτό είναι το κεντρικό αίτημα και δεν επιτευχθεί η πραγμάτωσή του, απλώς θα ξεφουσκώσει η υπόθεση και θα ξεχαστεί.

Διαφωνώ ριζικά απέναντι σε μια τέτοια προσέγγιση. Το θέμα της παραίτησης είναι μείζον γιατί και το σκάνδαλο είναι μείζον. Δεν μένουμε βέβαια μόνο σε αυτήν, όπως θα αναλύσω παρακάτω. Άλλωστε ο Όμιλος «Αριστόβουλος Μάνεσης», με πρότασή μου, έκανε πρόσφατα εκδήλωση και για τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν από δω και πέρα. Ωστόσο, το να επιμένουμε στην παραίτηση έχει καθοριστική σημασία, ακόμη και αν είναι βέβαιο ότι δεν θα παραιτηθεί (κάτι που πάντως είναι αμφίβολο πλέον, μετά τον ορυμαγδό των αποκαλύψεων και των αντιδράσεων των τελευταίων ημερών). Και τούτο διότι το θέμα της παραίτησης του πρωθυπουργού είναι προεχόντως θέμα θεσμικής αξιοπρέπειας, η απουσία της οποίας οδηγεί αναμφίβολα σε έναν πρωθυπουργό απονομιμοποιημένο, πολιτικά ευάλωτο και διεθνώς εκτεθειμένο. Τέτοιον πρωθυπουργό θέλουμε στις σημερινές συνθήκες;

Αλλά και για τον ίδιο ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι καλύτερο: να παραιτηθεί θαρραλέα από πρωθυπουργός, αφήνοντας περιθώρια και για ένα ενδεχόμενο come back, ή να κρατιέται γατζωμένος στην εξουσία, με κάθε τρόπο και κάθε κόστος, μέχρι να καταλάβει ότι έγινες βάρος για το κόμμα του;

Ε. Επέμεινα στο θέμα της πολιτικής ευθύνης αλλά αυτό δεν σημαίνει, όπως ανέφερα ήδη, ότι ο συνταγματοπολιτικός προβληματισμός για το σκάνδαλο εξαντλείται εκεί.

Κατ’αρχάς, οι παρακολουθήσεις καθεαυτές, πολλώ δε μάλλον αν όντως έχουν το εύρος που αποκαλύπτουν τα δημοσιεύματα, έχουν επιφέρει βαθύτατα τραύματα για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα.

α.
Πρώτον, διότι πίσω από τον ευφημισμό των «νόμιμων επισυνδέσεων» αποκαλύφθηκε ότι η προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 19 του Συντάγματος είναι εξαιρετικά περιορισμένη στην πράξη, παρά το ότι στο θεσμικό οπλοστάσιό του προστέθηκε, με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, και η Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών, δηλ. η ΑΔΑΕ. Από την μια ο πολλαπλασιασμός των νόμιμων –συχνά απλώς νομιμοφανών– παρακολουθήσεων, με την αρμόδια εισαγγελέα στον ρόλο του τροχονόμου, και από την άλλη οι παρακρατικές παρακολουθήσεις, μέσω κακόβουλου λογισμικού, συνθέτουν μια εφιαλτική εικόνα, από την οποία το πολιτικό μας σύστημα πρέπει να μας απαλλάξει ως τάχιστα, με γενναίες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Αναφέρομαι, ιδίως, πέρα από την απαγόρευση της εμπορίας και χρήσης κακόβουλου λογισμικού, πρώτον στην κατάργηση της κατάπτυστης εξαίρεσης των παρακολουθουμένων για λόγους «εθνικής ασφάλειας», ως προς την δυνατότητα να ενημερώνονται εκ των υστέρων και υπό προϋποθέσεις, δεύτερον στην ενίσχυση του ρόλου της δικαστικής εξουσίας, ιδίως ως προς την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και τρίτον στην καθιέρωση αυστηρών πρόσθετων εγγυήσεων, ως προς την άρση του απορρήτου πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων.

β. Το δεύτερο τραύμα έγκειται στο ότι αποδείχθηκε η ανεπάρκεια αλλά και η απροθυμία της δικαστικής εξουσίας αφ’ενός μεν να παράσχει αποτελεσματικές εγγυήσεις –ως κατά το Σύνταγμα αρμόδια– για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών αφ’ετέρου δε να ελέγξει εκ των υστέρων τις παραβιάσεις, με κριτήριο τις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 19 Σ. Οι εισαγγελικές αρχές, ειδικότερα, ήταν έως τώρα σχεδόν απούσες. Ενώ υπάρχουν συγκεκριμένες καταγγελίες και αναμφισβήτητα ποινικά αδικήματα (παρακολουθήσεις, καταστροφή στοιχείων του φακέλου Ανδρουλάκη και άρνηση μαρτυρίας σε αρμόδιες αρχές) αντί να ασκήσουν ποινικές διώξεις, όπως όφειλαν, αρκέσθηκαν απλώς σε μια στενά περιορισμένη και επί της ουσίας μονομερή προκαταρκτική εξέταση, προσανατολισμένη περισσότερο όχι στην αποκάλυψη του σκανδάλου αλλά στο πως φθάσαμε, μέσω διαρροών, στην αποκάλυψη του σκανδάλου… Ελπίζω τουλάχιστον η νέα προκαταρκτική εξέταση, που διατάχθηκε λόγω των πρόσφατων δημοσιευμάτων, να μην είναι τόσο ανεκτική απέναντι στους κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς… Και ελπίζω ακόμη να προχωρήσει επιτέλους ο οφειλόμενος πειθαρχικός έλεγχος στην εισαγγελέα της ΕΥΠ, η στάση της οποίας στο όλο σκάνδαλο ήταν, με μια λέξη, σκανδαλώδης… Τρέμω στην ιδέα ότι η εισαγγελέας αυτή εξακολουθεί να βρίσκεται στην ΕΥΠ και να παριστάνει τον φρουρό των δικαιωμάτων μας….

γ. Το τρίτο τραύμα, αφορά την Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης των Επικοινωνιών. Ενώ ήταν η μόνη που έδειξε διάθεση και συνέπεια, από την αρχή έως το τέλος, ως προς την αποκάλυψη του σκανδάλου, αφ’ενός μεν αντιμετωπίσθηκε σαν ενοχλητικό έντομο αφ’ετέρου δε καταγγέλθηκε, με σκαιά συμπεριφορά και με άσκηση απαράδεκτων πιέσεων απέναντι στον πράγματι αδέκαστο Πρόεδρό της, σαν δήθεν υπηρετούσα πολιτικά συμφέροντα. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση αντιμετώπισε έναν εγγυητικό θεσμό κρίσιμης σημασίας για την προστασία του Απορρήτου με μια τακτική πλήρους απαξίωσης, αδιαφορώντας προκλητικά για το θεσμικό κόστος της στάσης της…

ΣΤ. Πέρα όμως από τα προβλήματα που σχετίζονται με το κράτος δικαίου, το σκάνδαλο των υποκλοπών ανέδειξε και σοβαρές ελλείψεις και υστερήσεις στο πεδίο της λειτουργίας των θεσμών του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.

α. Το πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα, εν προκειμένω, είναι η αδυναμία της Βουλής να προχωρήσει σε βαθύ πολιτικό έλεγχο του σκανδάλου, λόγω της φατριαστικής στάσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Έτσι, τόσο η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας όσο και η Εξεταστική Επιτροπή που συγκροτήθηκε με την πρωτοβουλία –και τις ψήφους– μόνο της Αντιπολίτευσης, βραχυκυκλώθηκαν ως προς την λειτουργία τους. Αφ’ενός μεν λόγω της πεισματικής άρνησης της κυβερνητικής πλειοψηφίας να καλέσει κομβικής σημασίας πρόσωπα για την διαλεύκανση του σκανδάλου και τον καταλογισμό των πολιτικών ευθυνών, του πρωθυπουργού βεβαίως συμπεριλαμβανομένου. Αφ’ετέρου δε λόγω της προθυμίας της ίδιας πλειοψηφίας να διευκολύνει και όσους προσήλθαν, ώστε να κρυφτούν πίσω από ένα άκρως αμφιλεγόμενο –και πάντως ανίσχυρο απέναντι στις ελεγκτικές αρχές– υπηρεσιακό απόρρητο και να αποκρύψουν εν τέλει τα πάντα. Το κατ’εξοχήν λοιπόν όργανο του κράτους για την άσκηση πολιτικού ελέγχου, δηλαδή η Βουλή, στην πράξη υποβαθμίσθηκε πλήρως, μέσω μιας απροκάλυπτα κυνικής και αδίστακτης εξουδετέρωσης όλων των πηγών που θα μπορούσαν να της αποκαλύψουν την αλήθεια…

β. Στην ίδια αυτή λογική, της πλήρους συγκάλυψης, κινήθηκε βέβαια και η τακτική του πρωθυπουργού. Παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις του περί πλήρους διαφάνειας, όταν ήρθε η ώρα αρνήθηκε να άρει το υπηρεσιακό απόρρητο όσων κρύβονταν πίσω από αυτό –παρότι ήταν στην πλήρη διακριτική του ευχέρεια– αρκούμενος σε μια ασαφή πρόσκληση προς τον κ. Ανδρουλάκη να προσέλθει μόνος και χωρίς καμία εγγύηση διαφάνειας, για να ενημερωθεί «διά την υπόθεσίν του». Και τούτο χωρίς να διευκρινισθεί ούτε ποιος θα έκανε την ενημέρωση ούτε αν η ενημέρωση αυτή είναι νόμιμη αλλά ούτε και αν υπήρχε πράγματι ο φάκελος της υπόθεσής του, καθώς διάφορες διαρροές οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι τα σχετικά στοιχεία είχαν καταστραφεί.

γ. Απογοητευτική ήταν η αντιμετώπιση του σκανδάλου και από το ίδιο το κυβερνών κόμμα, το οποίο έλαμψε πράγματι διά της απουσίας του. Όχι ότι τα άλλα κόμματα διεκδικούν εύσημα δημοκρατικής εσωκομματικής λειτουργίας αλλά εν προκειμένω η στάση του κυβερνώντος κόμματος υπερέβη κάθε όριο πολιτικού αναχωρητισμού, τόσο στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής ομάδας όσο και στο επίπεδο του κομματικού μηχανισμού. Έχει ξεσπάσει ένα τέτοιο σκάνδαλο, κατηγορείται ευθέως ο πρωθυπουργός και κανείς δεν διανοήθηκε να ζητήσει μια ουσιαστική και σε βάθος συζήτηση του θέματος στα αρμόδια όργανα. Μια απλή σύγκριση με όσα διημείφθεισαν πρόσφατα στην Αγγλία, για ένα έλασσον σκάνδαλο, αρκεί για να μελαγχολήσει κανείς ως προς την πλήρη αυτοαπαξίωση ενός ιστορικού κόμματος αλλά και –γενικότερα– ενός θεσμού που υποτίθεται ότι πρέπει να διαδραματίζει κομβικό ρόλο για την λειτουργία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.

Κλείνω με ένα τελευταίο αλλά εξαιρετικά κρίσιμο για την Δημοκρατία μας ζήτημα, το οποίο αναδείχθηκε πλήρως και σε όλες του τις διαστάσεις με το ζήτημα των υποκλοπών. Πρόκειται για το ζήτημα της λειτουργίας των ΜΜΕ στην χώρα μας, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων κινείται ανερυθρίαστα –και προδήλως αντισυνταγματικά ως προς την ραδιοτηλεόραση– σε δύο παράλληλους άξονες. Αφ’ενός μιας κραυγαλέα μεροληπτικής στάσης απέναντι στην κυβέρνηση, που συχνά αγγίζει τα όρια της προπαγάνδας, αφ’ετέρου δε της συγκάλυψης κάθε αρνητικού για την κυβέρνηση γεγονότος, που συχνά αγγίζει τα όρια της omertà. Πρόκειται για τα λεγόμενα «καθεστωτικά μέσα», τα οποία, ως γνωστόν, έδωσαν ρεσιτάλ πλουραλιστικής ενημέρωσης για το σκάνδαλο των υποκλοπών, πότε αποσιωπώντας εντελώς το θέμα –και κάθε σχετική δραστηριότητα, ιδίως της Πρωτοβουλίας μας– και πότε κατακεραυνώνοντας όσους το έθεταν, με τα γνωστά κυβερνητικά επιχειρήματα αλλά χωρίς να δημοσιεύουν καν, κατά κανόνα, τις θέσεις αυτών που επέκριναν… Το τελευταίο δε διάστημα, βάλθηκαν να μας πείσουν ότι το σκάνδαλο δεν απασχολεί κανέναν, παρότι ακόμη και οι δημοσκοπήσεις που επικαλούνται (πχ της ΜRΒ) δείχνουν ότι το 38% τις θεωρεί πολύ σημαντικό ζήτημα (θυμίζω απλώς ότι το 38% είναι το όριο, με βάση το ισχύον καλπονοθευτικό σύστημα, για να αναδειχθεί μια κυβέρνηση αυτοδύναμη…).

Ωστόσο, ακόμη και κάποια από τα μέσα αυτά άλλαξαν τελευταία ρότα, ίσως γιατί συνειδητοποίησαν ότι και οι ιδιοκτήτες τους ή οι δημοσιογράφοι τους ενδέχεται να παρακολουθούνταν, από τον άκρως ανασφαλή, όπως φαίνεται, πρωθυπουργό μας. Ακόμη και έτσι, όμως, τα μέσα αυτά δεν εμπνέουν καμία εμπιστοσύνη, ούτε ως προς τα κίνητρά τους ούτε ως προς τους στόχους τους. Οι οβιδιακές μεταμορφώσεις –από το «υποκλοπές τέλος» στο «άπλετο φως»– και η παράδοξη σύνδεση ενός πέναλτυ με τις υποκλοπές, μόνο θυμηδία προκαλούν, προς το παρόν τουλάχιστον...

Οι μόνοι που εμπνέουν εμπιστοσύνη, είναι όσοι υπηρετούν, σε πείσμα των καιρών και των δυσχερειών, την γνήσια ερευνητική δημοσιογραφία. Είναι λίγοι αλλά καταφέρνουν ευτυχώς να αντιστέκονται και να επιμένουν, να παραμένουν όρθιοι σε κάθε Watergate και να σώζουν εν τέλει την τιμή του Τύπου.

Σε εκπροσώπους αυτής της δημοσιογραφίας, ορισμένοι από τους οποίους, μάλιστα, δοκίμασαν στο πετσί τους την μήνιν και τις πιέσεις της κυβέρνησης και των μηχανισμών της, δίνω πλέον την σκυτάλη, με την ευχή και την ελπίδα οι έρευνες και οι προσπάθειές τους, που πρέπει να πολλαπλασιασθούν πλέον με βάση τα νέα δεδομένα, να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με αυτό που επέτυχαν, πριν από πολλά χρόνια, οι εμβληματικοί αμερικανοί συνάδελφοί τους.

*Το κείμενο αυτό είναι επεξεργασμένη μορφή της κεντρικής ομιλίας του γράφοντος στην εκδήλωση που οργάνωσε η «Πρωτοβουλία Ώρα 0 για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου» στο Ινστιτούτο Γκαίτε (7.11.2022), με θέμα: «Ελληνικό Watergate: από την αποκάλυψη στη συγκάλυψη», που έχει αναρτηθεί και στο YouTube της Πρωτοβουλίας.

*Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου