Ερευνών της ΓΣΕΒΕΕ.
Ανάχωμα στη φτωχοποίηση αλλά και στην απειλή όξυνσης των ανισοτήτων που μετά την πανδημία έχουν οξυνθεί μπορεί να αποτελέσει η αύξηση του κατώτατου μισθού με βάση όσα αναφέρει το Ινστιτούτο Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ στα συμπεράσματα της έκθεσης που έχει καταθέσει “για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου με εκτιμήσεις για την προσαρμογή του στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες” στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας, στο πλαίσιο σχετικής διαβούλευσης.
Έτσι η ΓΣΕΒΕΕ προτείνει μια αύξηση κατά 8% με 10% όντας στη χωρία εκείνη των κοινωνικών εταίρων που προτείνουν γενναίες αυξήσεις για τον κατώτατο μισθό, όπως η ΓΣΕΕ. Σημειώνεται ότι άλλοι φορείς και κοινωνικοί εταίροι, όπως το ΚΕΠΕ, η ΤτΕ, το ΙΟΒΕ και ο ΣΕΤΕ εμφανίστηκαν πιο συγκρατημένοι στις προτάσεις τους προς την κυβέρνηση. Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΚΕΠΕ έχει κάνει πρόταση για αύξηση 4% στον κατώτατο μισθό, ενώ αύξηση 5% προτείνουν ΤτΕ, ΙΟΒΕ και ΕΣΕΕ.
Με βάση αυτές είναι η κυβέρνηση θα κληθεί να αποφασίσει με τον Πρωθυπουργός και το ΥΠΟΙΚ να έχουν υποσχεθεί γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού για την κάλυψη των απωλειών του πληθωρισμού που για φέτος κινείται στο 5,5%, μετά το μεσοσταθμικό 9,6% πέρυσι. Πιθανότατα δε η νέα αύξηση να συνοδευτεί ενόψει εκλογών με δέσμευση για ετήσιες αυξήσεις τα επόμενα χρόνια, αλλά και με κινήσεις στο μέτωπο του μη μισθολογικού κόστους.
Το τελευταίο, πάντως, στάδιο για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού είναι η εισήγηση του υπουργού εργασίας προς το Υπουργικό Συμβούλιο που θα πρέπει να λάβει χώρα έως και τις 10 Μαρτίου, ώστε από 1η Απριλίου να ισχύσουν οι αυξήσεις.
Πάντως σημειώνεται ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την 12η θέση όσον αφορά το ύψος του ονομαστικού κατώτατου ονομαστικού μεταξύ τον 21 κρατών-μελών της Ε.Ε. (Ιανουάριος 2023), έχοντας υποχωρήσει 1 θέση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (Ιανουάριος 2022).Παράλληλα αντιμετωπίζει οξύ ζήτημα ανισοτήτων αλλά και φτώχειας
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στη μελέτη του το ΙΝΕ ΓΣΕΒΕΕ “η ανεργία στην ελληνική οικονομία το 2022 συνέχισε την πορεία αποκλιμάκωσης που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια, εξακολουθώντας όμως να είναι ιδιαίτερα υψηλή σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας αυξήθηκε το 2022, με τα κοινωνικά επιδόματα να συγκρατούν σημαντικά το πραγματικό της μέγεθος.
Ανάχωμα στη φτωχοποίηση αλλά και στην απειλή όξυνσης των ανισοτήτων που μετά την πανδημία έχουν οξυνθεί μπορεί να αποτελέσει η αύξηση του κατώτατου μισθού με βάση όσα αναφέρει το Ινστιτούτο Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ στα συμπεράσματα της έκθεσης που έχει καταθέσει “για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου με εκτιμήσεις για την προσαρμογή του στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες” στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας, στο πλαίσιο σχετικής διαβούλευσης.
Έτσι η ΓΣΕΒΕΕ προτείνει μια αύξηση κατά 8% με 10% όντας στη χωρία εκείνη των κοινωνικών εταίρων που προτείνουν γενναίες αυξήσεις για τον κατώτατο μισθό, όπως η ΓΣΕΕ. Σημειώνεται ότι άλλοι φορείς και κοινωνικοί εταίροι, όπως το ΚΕΠΕ, η ΤτΕ, το ΙΟΒΕ και ο ΣΕΤΕ εμφανίστηκαν πιο συγκρατημένοι στις προτάσεις τους προς την κυβέρνηση. Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΚΕΠΕ έχει κάνει πρόταση για αύξηση 4% στον κατώτατο μισθό, ενώ αύξηση 5% προτείνουν ΤτΕ, ΙΟΒΕ και ΕΣΕΕ.
Με βάση αυτές είναι η κυβέρνηση θα κληθεί να αποφασίσει με τον Πρωθυπουργός και το ΥΠΟΙΚ να έχουν υποσχεθεί γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού για την κάλυψη των απωλειών του πληθωρισμού που για φέτος κινείται στο 5,5%, μετά το μεσοσταθμικό 9,6% πέρυσι. Πιθανότατα δε η νέα αύξηση να συνοδευτεί ενόψει εκλογών με δέσμευση για ετήσιες αυξήσεις τα επόμενα χρόνια, αλλά και με κινήσεις στο μέτωπο του μη μισθολογικού κόστους.
Το τελευταίο, πάντως, στάδιο για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού είναι η εισήγηση του υπουργού εργασίας προς το Υπουργικό Συμβούλιο που θα πρέπει να λάβει χώρα έως και τις 10 Μαρτίου, ώστε από 1η Απριλίου να ισχύσουν οι αυξήσεις.
Πάντως σημειώνεται ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την 12η θέση όσον αφορά το ύψος του ονομαστικού κατώτατου ονομαστικού μεταξύ τον 21 κρατών-μελών της Ε.Ε. (Ιανουάριος 2023), έχοντας υποχωρήσει 1 θέση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (Ιανουάριος 2022).Παράλληλα αντιμετωπίζει οξύ ζήτημα ανισοτήτων αλλά και φτώχειας
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στη μελέτη του το ΙΝΕ ΓΣΕΒΕΕ “η ανεργία στην ελληνική οικονομία το 2022 συνέχισε την πορεία αποκλιμάκωσης που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια, εξακολουθώντας όμως να είναι ιδιαίτερα υψηλή σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας αυξήθηκε το 2022, με τα κοινωνικά επιδόματα να συγκρατούν σημαντικά το πραγματικό της μέγεθος.
Η αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων που άρχισαν να εμφανίζονται με το ξέσπασμα της πανδημίας συνεχίστηκε και το 2022 με ορατό πλέον τον κίνδυνο να γίνουν εγγενές χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας μετά από μία πορεία σταθερής άμβλυνσής τους από το 2016 έως το 2019” σημειώνει το Ινστιτούτο Ερευνών της ΓΣΕΒΕΕ που τονίζει ότι “κατά τη διάρκεια του 2021 και του 2022 οι περισσότερες χώρες από αυτές που έχουν θεσμοθετημένο κατώτατο μισθό προχώρησαν σε σημαντικές αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς, πάνω από το επίπεδο του πληθωρισμού.
Ο ονομαστικός κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι σημαντικά χαμηλότερος του μέσου όρου των υπολοίπων χωρών ενώ με βάση την αγοραστική του δύναμη, την τοποθετεί σε μία από τις χαμηλότερες θέσεις.”
Ανισότητες
Όπως αναφέρει η μελέτη, “άνοδο εμφάνισαν και όλοι οι δείκτες ανισότητας, όπως αναφέρεται στην πιο πρόσφατη ανακοίνωση (27 Ιουλίου 2022) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, με περίοδο αναφοράς το έτος 2020 (βάσει της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών έτους 2021). Ο δείκτης S80/S20 (που συγκρίνει το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα που κατέχει το 20% των πλουσιότερων ατόμων με αυτό που κατέχει το 20% των φτωχότερων) με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2020, αυξήθηκε κατά 0,6% (σε σχέση με την προηγούμενη αντίστοιχη χρονική περίοδο) και ανέρχεται σε 5,8, δηλαδή, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,8 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
Η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω αυξήθηκε κατά 0,2% και διαμορφώνεται στο 4,2 έναντι 4,0 το προηγούμενο έτος. Αντίστοιχα, η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των ατόμων κάτω των 65 ετών αυξήθηκε κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται στο 6,4 έναντι 5,7 το προηγούμενο έτος.
Όπως αναφέρει η μελέτη, “άνοδο εμφάνισαν και όλοι οι δείκτες ανισότητας, όπως αναφέρεται στην πιο πρόσφατη ανακοίνωση (27 Ιουλίου 2022) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, με περίοδο αναφοράς το έτος 2020 (βάσει της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών έτους 2021). Ο δείκτης S80/S20 (που συγκρίνει το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα που κατέχει το 20% των πλουσιότερων ατόμων με αυτό που κατέχει το 20% των φτωχότερων) με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2020, αυξήθηκε κατά 0,6% (σε σχέση με την προηγούμενη αντίστοιχη χρονική περίοδο) και ανέρχεται σε 5,8, δηλαδή, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,8 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
Η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω αυξήθηκε κατά 0,2% και διαμορφώνεται στο 4,2 έναντι 4,0 το προηγούμενο έτος. Αντίστοιχα, η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των ατόμων κάτω των 65 ετών αυξήθηκε κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται στο 6,4 έναντι 5,7 το προηγούμενο έτος.
Ο συντελεστής Gini (η τιμή του οποίου κυμαίνεται από 0 ή 0%, που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηματική ισότητα έως 1 ή 100% που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηματική ανισότητα) εκτιμήθηκε το 2021 σε 32,4%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,0 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2020. “
Όπως αναφέρει, επίσης, το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, “με βάση την τρέχουσα διάρθρωση της αγοράς της μισθωτής εργασίας η αύξηση του κατώτατου μισθού, θα ωφελήσει περισσότερο τους εργαζόμενους νεότερης ηλικίας ενώ θα επιβαρύνει περισσότερο τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, καθώς και τους κλάδους εκείνους που παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά εργαζομένων που αμείβονται με βάση τον κατώτατο μισθό.” Εκτιμάται, δε, ότι από μια μεταβολή του κατώτατου μισθού θα επηρεαστούν 585.601 εργαζόμενοι ή το 24,7% του συνόλου των μισθωτών.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, ο αριθμός των εργαζομένων που αμείβονταν με βάση τον κατώτατο μισθό το 2022 έχει μειωθεί σε σχέση με το 2021 κατά 9,4% και τούτο παρά την συνολική αύξηση 9,5% που εφαρμόστηκε το 2022.
Ο μέσος μηνιαίος μισθός των εργαζομένων που αμείβονταν με βάση τον κατώτατο μισθό το 2022 μετά από επεξεργασία των στοιχείων από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ ανέρχεται στα 583,3 ευρώ και συμπεριλαμβάνει τόσο τους πλήρως απασχολούμενους όσο και τους μερικής/ εκ περιτροπής. Μάλιστα σε σχέση με το 2021 παρουσιάζει αύξηση 17,3%, η οποία οφείλεται στην αύξηση των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης.
Τα χαρακτηριστικά του ως άνω αριθμού εργαζομένων με βάση το φύλο, την ηλικία, το καθεστώς εργασίας και το μέγεθος των επιχειρήσεων που απασχολούνται είναι τα ακόλουθα.
Το 51,6% των μισθωτών που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι άνδρες, ενώ το 48,4% γυναίκες. Ο μέσος μισθός των ανδρών ανέρχεται στα 591,8 ευρώ ενώ των γυναικών στα 574,3 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών μειώθηκε το 2022 σε σύγκριση με το 2021 αλλά και με τα προηγούμενα έτη. Ειδικότερα και σε σχέση με το 2021 ο μέσος μηνιαίος μισθός των ανδρών αυξήθηκε κατά 16,8% ενώ των γυναικών κατά 18%. Όσον αφορά την ηλικία των μισθωτών που αμείβονται με βάση τον κατώτατο μισθό το μεγαλύτερο μέρος ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 25 έως 34 ετών, δηλαδή σε εκείνους που εισήλθαν στην αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια της δεκαετούς χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Όπως αναφέρει, επίσης, το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, “με βάση την τρέχουσα διάρθρωση της αγοράς της μισθωτής εργασίας η αύξηση του κατώτατου μισθού, θα ωφελήσει περισσότερο τους εργαζόμενους νεότερης ηλικίας ενώ θα επιβαρύνει περισσότερο τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, καθώς και τους κλάδους εκείνους που παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά εργαζομένων που αμείβονται με βάση τον κατώτατο μισθό.” Εκτιμάται, δε, ότι από μια μεταβολή του κατώτατου μισθού θα επηρεαστούν 585.601 εργαζόμενοι ή το 24,7% του συνόλου των μισθωτών.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, ο αριθμός των εργαζομένων που αμείβονταν με βάση τον κατώτατο μισθό το 2022 έχει μειωθεί σε σχέση με το 2021 κατά 9,4% και τούτο παρά την συνολική αύξηση 9,5% που εφαρμόστηκε το 2022.
Ο μέσος μηνιαίος μισθός των εργαζομένων που αμείβονταν με βάση τον κατώτατο μισθό το 2022 μετά από επεξεργασία των στοιχείων από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ ανέρχεται στα 583,3 ευρώ και συμπεριλαμβάνει τόσο τους πλήρως απασχολούμενους όσο και τους μερικής/ εκ περιτροπής. Μάλιστα σε σχέση με το 2021 παρουσιάζει αύξηση 17,3%, η οποία οφείλεται στην αύξηση των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης.
Τα χαρακτηριστικά του ως άνω αριθμού εργαζομένων με βάση το φύλο, την ηλικία, το καθεστώς εργασίας και το μέγεθος των επιχειρήσεων που απασχολούνται είναι τα ακόλουθα.
Το 51,6% των μισθωτών που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι άνδρες, ενώ το 48,4% γυναίκες. Ο μέσος μισθός των ανδρών ανέρχεται στα 591,8 ευρώ ενώ των γυναικών στα 574,3 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών μειώθηκε το 2022 σε σύγκριση με το 2021 αλλά και με τα προηγούμενα έτη. Ειδικότερα και σε σχέση με το 2021 ο μέσος μηνιαίος μισθός των ανδρών αυξήθηκε κατά 16,8% ενώ των γυναικών κατά 18%. Όσον αφορά την ηλικία των μισθωτών που αμείβονται με βάση τον κατώτατο μισθό το μεγαλύτερο μέρος ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 25 έως 34 ετών, δηλαδή σε εκείνους που εισήλθαν στην αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια της δεκαετούς χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Οι νέοι
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τον κατώτατο μισθό αμείβεται και το 55,9% επί του συνόλου των εργαζομένων της ηλικιακής ομάδας 15 έως 24 ετών, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας.
Γεωγραφία των μισθών
Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή των εργαζομένων που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού το μεγαλύτερο μέρος αυτών εργάζεται στην περιφέρεια Αττικής (45,3%) και ακολουθεί η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (17,5%).
Σε σχέση με το καθεστώς απασχόλησης και μετά από επεξεργασία των στοιχείων του ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ προκύπτει ότι το 55% των εργαζομένων που θα επηρεαστούν από μια μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι πλήρως απασχολούμενοι, ενώ το 41% είναι με καθεστώς μερικής και το 4% με εκ περιτροπής. Επισημαίνεται ότι από το 2016 και μετά, που έχει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ διαθέσιμα στοιχεία από το ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ, είναι η πρώτη φορά που η πλειονότητα των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι πλήρους απασχόλησης. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι πλήρως απασχολούμενοι που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού αντιστοιχούν στο 18,7% του συνόλου των μισθωτών με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Μάλιστα κρίνεται από την έκθεση, ως αρκετά σημαντικό ποσοστό.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τον κατώτατο μισθό αμείβεται και το 55,9% επί του συνόλου των εργαζομένων της ηλικιακής ομάδας 15 έως 24 ετών, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας.
Γεωγραφία των μισθών
Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή των εργαζομένων που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού το μεγαλύτερο μέρος αυτών εργάζεται στην περιφέρεια Αττικής (45,3%) και ακολουθεί η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (17,5%).
Σε σχέση με το καθεστώς απασχόλησης και μετά από επεξεργασία των στοιχείων του ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ προκύπτει ότι το 55% των εργαζομένων που θα επηρεαστούν από μια μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι πλήρως απασχολούμενοι, ενώ το 41% είναι με καθεστώς μερικής και το 4% με εκ περιτροπής. Επισημαίνεται ότι από το 2016 και μετά, που έχει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ διαθέσιμα στοιχεία από το ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ, είναι η πρώτη φορά που η πλειονότητα των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι πλήρους απασχόλησης. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι πλήρως απασχολούμενοι που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού αντιστοιχούν στο 18,7% του συνόλου των μισθωτών με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Μάλιστα κρίνεται από την έκθεση, ως αρκετά σημαντικό ποσοστό.
Μερική απασχόληση
Από την άλλη μεριά το ποσοστό των εργαζομένων με καθεστώς μερικής απασχόλησης που θα επηρεαστεί από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού αντιστοιχεί στο 41,5% του συνόλου των εργαζομένων μερικής.
Από την άλλη μεριά το ποσοστό των εργαζομένων με καθεστώς μερικής απασχόλησης που θα επηρεαστεί από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού αντιστοιχεί στο 41,5% του συνόλου των εργαζομένων μερικής.
Επάρκεια τροφής
Να σημειωθεί ότι με βάση τη μελέτη του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, “αν και μονοψήφιο, σημαντικό είναι το ποσοστό των πολιτών που δηλώνουν ανεπάρκεια τροφής. Με βάση την πιο πρόσφατη ανακοίνωση της Στατιστικής Αρχής (5 Οκτωβρίου 2022, που προερχόταν από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών έτους 2021 με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2020) το 6% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ το 1,5% του πληθυσμού δήλωσε ότι αντιμετώπιζε μόνο σοβαρή ανεπάρκεια τροφής. Τα δύο προηγούμενα έτη, 2020 και 2019, μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής δήλωσε το 6,1% και 8% του πληθυσμού αντίστοιχα και σοβαρή ανεπάρκεια δήλωσε το 1,6% και 1,5% αντίστοιχα.
Με βάση τις επιμέρους συνιστώσες της κλίμακας ανεπάρκειας τροφής (FIES) του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας στην πιο πρόσφατη έρευνα, το 11,9% του πληθυσμού ανησύχησε ότι δεν θα έχει αρκετή τροφή για να καλύψει τις ανάγκες του, το 11,4% του πληθυσμού δεν είχε τη δυνατότητα να τραφεί με υγιεινή και θρεπτική τροφή, το 6,2% του πληθυσμού αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, το 6,2% επίσης έφαγε λιγότερο απ’ όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, κοκ.”
Να σημειωθεί ότι με βάση τη μελέτη του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, “αν και μονοψήφιο, σημαντικό είναι το ποσοστό των πολιτών που δηλώνουν ανεπάρκεια τροφής. Με βάση την πιο πρόσφατη ανακοίνωση της Στατιστικής Αρχής (5 Οκτωβρίου 2022, που προερχόταν από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών έτους 2021 με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2020) το 6% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ το 1,5% του πληθυσμού δήλωσε ότι αντιμετώπιζε μόνο σοβαρή ανεπάρκεια τροφής. Τα δύο προηγούμενα έτη, 2020 και 2019, μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής δήλωσε το 6,1% και 8% του πληθυσμού αντίστοιχα και σοβαρή ανεπάρκεια δήλωσε το 1,6% και 1,5% αντίστοιχα.
Με βάση τις επιμέρους συνιστώσες της κλίμακας ανεπάρκειας τροφής (FIES) του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας στην πιο πρόσφατη έρευνα, το 11,9% του πληθυσμού ανησύχησε ότι δεν θα έχει αρκετή τροφή για να καλύψει τις ανάγκες του, το 11,4% του πληθυσμού δεν είχε τη δυνατότητα να τραφεί με υγιεινή και θρεπτική τροφή, το 6,2% του πληθυσμού αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, το 6,2% επίσης έφαγε λιγότερο απ’ όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, κοκ.”
Κίνδυνος φτώχειας
Επίσης σημειώνεται ότι “βάσει της πιο πρόσφατης ανακοίνωσης της Στατιστικής Αρχής (27 Ιουλίου 2022), με περίοδο αναφοράς το έτος 2020, ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε. Συγκεκριμένα, ανήλθε στο 28,3% του πληθυσμού της χώρας (2.971.000 άτομα) παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο κατά 0,9% ποσοστιαίες μονάδες.
Επίσης σημειώνεται ότι “βάσει της πιο πρόσφατης ανακοίνωσης της Στατιστικής Αρχής (27 Ιουλίου 2022), με περίοδο αναφοράς το έτος 2020, ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε. Συγκεκριμένα, ανήλθε στο 28,3% του πληθυσμού της χώρας (2.971.000 άτομα) παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο κατά 0,9% ποσοστιαίες μονάδες.
Η αύξηση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό οφείλεται στην αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας (από 11,8% το 2020 σε 13,6% το 2021) και του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας από 17,7% το έτος 2020 σε 19,6% το έτος 2021.
Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.251 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.028 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.752 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών όλης της χώρας εκτιμήθηκε σε 17.089 ευρώ.
Το έτος 2021 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2020), το 19,6% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας σημειώνοντας αύξηση κατά 1,9%. Ο δείκτης αυτός που κατά το έτος 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το έτος 2012 όπου εκτιμήθηκε στο 23,1% ενώ άρχισε να μειώνεται από το έτος 2014.
Το έτος 2021 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2020), το 19,6% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας σημειώνοντας αύξηση κατά 1,9%. Ο δείκτης αυτός που κατά το έτος 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το έτος 2012 όπου εκτιμήθηκε στο 23,1% ενώ άρχισε να μειώνεται από το έτος 2014.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 765.372 σε σύνολο 4.108.895 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 2.054.015 στο σύνολο των 10.498.099 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.
Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 23,7% σημειώνοντας άνοδο κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 20,6% (18,4% το 2020) και 13,5% (13,0% το 2020), αντίστοιχα. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 48,2%.
Όταν όμως περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μειώνεται στο 24,7%”.
Όταν όμως περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μειώνεται στο 24,7%”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου