Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

Μήνυμα Τσίπρα για τα 50 χρόνια μεταπολίτευσης: Μείναμε αλλά δεν γίναμε Ευρώπη – Επιτεύγματα, χαμένες ευκαιρίες και… αποτίμηση του 2015 – 2019

Το μεγάλο επίτευγμα της Μεταπολίτευσης, ο ρόλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η μεγάλη πολιτική αλλαγή του ‘81 που η χώρα άφησε οριστικά πίσω της το σκοτεινό εμφυλιοπολεμικό παρελθόν, η μεγάλη χαμένη ευκαιρία της οικονομίας, η αλλαγή της φυσιογνωμίας των μεγάλων κομμάτων που οδήγησε εν τέλει στην χρεοκοπία αλλά και όλα όσα διαδραματίστηκαν το κρίσιμο διάστημα του 2015 μέχρι και την έξοδο από τα μνημόνια από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι τα κεντρικά σημεία στο εκτενές άρθρο του Αλέξη Τσίπρα για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την Μεταπολίτευση.


«Η αλήθεια, λοιπόν, δεν είναι ότι οι αξίες της Μεταπολίτευσης οδήγησαν στη χρεοκοπία. Το αντίθετο: Στη χρεοκοπία οδηγηθήκαμε εξαιτίας της σταδιακής εγκατάλειψης των αξιών της Μεταπολίτευσης. Οι αιτίες της κρίσης έγκεινται στο γεγονός ότι, με ευθύνη κυρίως των δύο κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα τα 45 από τα 50 αυτά χρόνια και καθ’ όλη τη διάρκεια πριν τη κρίση, οικοδομήθηκε ένα κράτος πελατειακό, πλαδαρό, σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένο και κυρίως αναποτελεσματικό» επισημαίνει χαρακτηριστικά.


Στο άρθρο που δημοσιεύθηκε στην σελίδα του Ινστιτούτου Αλέξη Τσίπρα με τίτλο «Μισός αιώνας Μεταπολίτευση – Επιτεύγματα και χαμένες ευκαιρίες» ο πρώην πρωθυπουργός προσεγγίζει με αυτοκριτική διάθεση τις ευθύνες της πρώτης κυβέρνησης της αριστεράς αλλά και τα επιτεύγματά της. Ταυτόχρονα ασκεί σκληρή κριτική στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για την «μαύρη κηλίδα της Δημοκρατίας» που αφήνει στην Μεταπολίτευση, τις υποκλοπές. «Ο μεγάλος ασθενής τη περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι η οικονομία αλλά η θεσμική λειτουργία της Δημοκρατίας» σημειώνει χαρακτηριστικά στο άρθρο ο Αλέξης Τσίπρας.

«Μια από της σημαντικότερες στιγμές της μεταπολίτευσης, η ένταξη στην Ενωμένη Ευρώπη, παραμένει μετέωρη: Είμαστε στην Ευρώπη, αλλά απομακρυνόμαστε από το σκληρό της πυρήνα. Μείναμε, αλλά δεν γίναμε Ευρώπη» υπογραμμίζει ο Αλέξης Τσίπρας θέτοντας ταυτόχρονα το νέο εθνικό συλλογικό στόχο.


«Πεποίθηση μου είναι» αναφέρει χαρακτηριστικά στον επίλογο «πως ο στόχος της πραγματικής σύγκλισης, τόσο στην οικονομία και το κατά κεφαλήν εισόδημα, όσο και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο της ευνομούμενης θεσμικής λειτουργίας, με ισχυρά θεσμικά αντίβαρα στην εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, αποτελούν τα βασικότερα προτάγματα της επόμενης δεκαετίας. Τον νέο συλλογικό, εθνικό μας στόχο.

Και παραπέμποντας στη συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων κλείνει ως εξής: «Η επίτευξη αυτού του στόχου όμως, προϋποθέτει την ανάκτηση της ισορροπίας του πολιτικού συστήματος, την ανάκτηση των προσδοκιών των πολιτών, την απόκρουση του ακροδεξιού λαϊκισμού, και κυρίως την ανάκτηση της πίστης και της ελπίδας ότι συλλογικά μπορούμε να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο αύριο για τη χώρα και κυρίως για τις επόμενες γενιές που θα ζήσουν σε αυτήν».

Οι «παιδικές ασθένειες» και οι υπερβολές του ΣΥΡΙΖΑ το 2015


Σε ό,τι αφορά την διακυβέρνηση υπό την ηγεσία του από το 2015 και μετά, είναι ουκ ολίγες οι αυτοκριτικές αναφορές όπως αυτή για τις «παιδικές ασθένειες» που κουβαλούσε ο ΣΥΡΙΖΑ οι οποίες «δεν ήταν ο καλύτερος πολιτικός σύμβουλος». «Η πολλές φορές υπερβολική ρητορική, η επιλογή να μπει ο πήχης ψηλά, δίνοντας την εντύπωση μιας περίπου εύκολης λύσης στα σύνθετα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα, η εδραία τότε πεποίθηση ότι το δίκιο της Ελλάδας είναι τόσο εξόφθαλμο ώστε δεν μπορεί παρά να επικρατήσει, οδήγησαν σε κινήσεις που αποδείχτηκαν τουλάχιστον αναποτελεσματικές, και σε κάποιο βαθμό παρόξυναν την απροκάλυπτη εχθρότητα της συντηρητικής Ευρώπης για την Ελλάδα και τη νέα της κυβέρνηση» υπογραμμίζει. Και τονίζει πως «το μάθημα από το πρώτο εξάμηνο ήταν σκληρό. Οι καλές προθέσεις και η αποφασιστικότητα από μόνες τους δεν αρκούν, οφείλουν να συνοδεύονται από το ρεαλισμό και τη σωστή εκτίμηση του συσχετισμού των δυνάμεων προκειμένου να αποδώσουν».

«Το 2015, η Αριστερά μέσω του ΣΥΡΙΖΑ» αναφέρει, «ήρθε για πρώτη φορά στη διακυβέρνηση της χώρας με ένα αφήγημα απελευθερωτικό, λυτρωτικό κατά κάποιο τρόπο, για την έξοδο από την κρίση, που ήταν όμως από κάποιες απόψεις απλοϊκό και έμοιαζε να υποβαθμίζει τις πραγματικές ευθύνες και αιτίες της κρίσης. Ένα αφήγημα που επέρριπτε τις ευθύνες περισσότερο στους Ευρωπαίους εταίρους και λιγότερο στις ελληνικές κυβερνήσεις».


Από την άλλη όμως, συνεχίζει «ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και αν την πρώτη περίοδο δεν διέθετε εμπειρία στην άσκηση εξουσίας, ενώ στο εσωτερικό του υπήρχαν και δυνάμεις που ανοιχτά ζητούσαν τη ρήξη με την ΕΕ και το ευρώ ή φλέρταραν με τη ρητορική του λαϊκισμού, εν τέλει αποτέλεσε τη διέξοδο για τη διατήρηση της χώρας στα πλαίσια της δημοκρατικής κανονικότητας. Μετέτρεψε σε πολιτικό ρεύμα τη λαϊκή οργή και αγανάκτηση που διαφορετικά θα παρέμεναν «τυφλές» και το πιθανότερο είναι να είχαμε οδηγηθεί στην επέλαση ενός ακραίου κύματος αντιπολιτικής, με τη σφραγίδα του εθνικισμού και του ακροδεξιού αντιευρωπαϊσμού».


«Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, με όλες τις υπερβολές του εκείνη την εποχή, το πλεόνασμα ενθουσιασμού και το έλλειμα ρεαλισμού, αλλά και με τη γρήγορη και βίαιη ωρίμανσή του, μετέπειτα, υπήρξε το αναγκαίο δημοκρατικό ανάχωμα στο κύμα της ακροδεξιάς και της αντιπολιτικής» γράφει ο Αλέξης Τσίπρας. «Απέτρεψε μια κοινωνική και πολιτική τραγωδία με ανυπολόγιστες συνέπειες. Και στο τέλος της ημέρας, το μεγάλο κατόρθωμά του είναι η έξοδος από την κρίση με την ελληνική κοινωνία όχι μόνο όρθια αλλά και σχεδόν στο σύνολό της πια συνειδητοποιημένη ότι η πιθανότητα μιας άτακτης χρεοκοπίας δεν ήταν ένα κόλπο ή μια μπλόφα, αλλά υπαρκτό εναλλακτικό σχέδιο των πιο συντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη, που για τους δικούς τους λόγους είχαν ρίξει όλο τους το πολιτικό βάρος στη περίπτωση της Ελλάδας».

Το δημοψήφισμα και η «κωλοτούμπα» που έφεραν τον σωτήριο συμβιβασμό

Ειδικότερα, όσον αφορά τις συνθήκες περί το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, αναφέρει:

«Η κορύφωση της κρίσης με το δημοψήφισμα τον Ιούλη του 15 δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου δραματοποίηση, που έδωσε όμως τη δυνατότητα σε όλες τις πλευρές να κάνουν ένα βήμα πίσω. Στην ηγεσία της ΕΕ να αναμετρηθεί με τις ηθικές και πολιτικές της ευθύνες από μια πιθανή άτακτη χρεοκοπία χώρας του ευρώ και από την -για πρώτη φορά- αμφισβήτηση στην πράξη της συνοχής της ευρωζώνης. 

Αυτή η κορύφωση έκανε τελικά εφικτό να αμβλυνθούν οι αντιρρήσεις σειράς χωρών και να τεθεί επιτέλους πάνω στο τραπέζι ένα πρόγραμμα με επαρκή χρηματοδότηση, αρχή μέση και τέλος. Ένα πρόγραμμα που μπορούσε να καλύψει όλες τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, κυρίως όμως ένα πρόγραμμα με ορίζοντα την αναγκαία αναδιάρθρωση του χρέους που ήταν το κλειδί για την επάνοδο της Ελλάδας στις αγορές. Και βεβαίως ένα πρόγραμμα με μία διαφορετική λογική, με ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, που έφερνε πρώτα τις μεταρρυθμίσεις και μετά τη προσαρμογή.



Από την άλλη, και για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ «δεν ήταν καθόλου εύκολο να αποδεχτεί πριν τη κορύφωση του δημοψηφίσματος μια πολιτική έστω και ηπιότερης δημοσιονομικής προσαρμογής. Όσο όμως δεν υπήρχε καν στο τραπέζι διάδρομος εξόδου, έστω και δύσκολος, έστω και ανηφορικός, ήταν απολύτως παράλογος ο όποιος συμβιβασμός. Γιατί θα ήταν δίχως αντίκρισμα, δίχως διέξοδο. Αυτό για πρώτη φορά άλλαξε μετά τις δραματικές εξελίξεις του Ιούλη. Με δυο λόγια, αυτό που κάποιοι ονόμασαν υποτιμητικά “κωλοτούμπα”, ήταν τελικά ο δύσκολος ελιγμός που απομάκρυνε όμως το καράβι από τα βράχια ή ακριβέστερα, ήταν η σωτηρία της χώρας από την άτακτη χρεοκοπία. Και αν δεν υπήρχαν δυνάμεις στη πλευρά των δανειστών με πολιτικές εμμονές, που επιχείρησαν πολλές φορές να τορπιλίσουν τόσο την προοπτική συμφωνίας, τον Ιούλη του 15, όσο και την επιτυχή υλοποίηση του προγράμματος από το 15 μέχρι το 18, σίγουρα η έξοδος από τη κρίση θα γινόταν με πολύ λιγότερες αναταράξεις και κοινωνικές συνέπειες».

Τα μεγάλα επιτεύγματα

Σε κάθε περίπτωση, καταλήγει ο Αλέξης Τσίπρας αποτιμώντας θετικά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ «η καθαρή έξοδος από τα μνημόνια, η επιστροφή στην ανάπτυξη και η βιώσιμη ρύθμιση του χρέους, είναι η μεγάλη επιτυχία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Μια επιτυχία που στη θέση της θα ήταν μια τραγωδία χωρίς το συμβιβασμό μετά το δημοψήφισμα. Μια επιτυχία που δεν ήταν καθόλου αυτονόητο ότι θα επιτευχθεί, αν στα τρία χρόνια που ακολούθησαν δεν υπήρχε απόλυτη στοχοπροσήλωση και υψηλό αίσθημα εθνικής ευθύνης. Αν δηλαδή η εθνική ευθύνη δεν υπερτερούσε πάντα, σε όλες τις δύσκολες αποφάσεις, από το φόβο του πολιτικού κόστους. 

Στάση που αποτυπώθηκε άλλωστε και στο έτερο μεγάλο επίτευγμα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, στη Συμφωνία των Πρεσπών, με την οποία διευθετήθηκε με αμοιβαία αποδεκτό τρόπο, μια μεγάλη και χρόνια διαφορά με τους βόρειους γείτονές μας. Μια Συμφωνία που με βάση τις εξελίξεις στο Ουκρανικό είναι βέβαιο ότι απέτρεψε ισχυρότατες πιέσεις και δυσμενείς εξελίξεις για τη χώρα μας, πιθανότητα την ίδια την ένταξη των γειτόνων μας στο ΝΑΤΟ με την τότε συνταγματική τους ονομασία, δηλαδή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Και που στις μέρες μας, μετά την επικράτηση των ακραίων εθνικιστών στη Βόρεια Μακεδονία, ακόμη και οι εν Ελλάδι επικριτές της, αναγκάζονται να υιοθετήσουν την ορθότητά της, αφού πια διαρκώς επικαλούνται την αναγκαιότητα της εφαρμογής της».

Ολόκληρο το άρθρο ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου