Η
Ελλάδα για πρώτη φορά βρίσκεται αντιμέτωπη με την μεγαλύτερη και
βαθύτερη ύφεση που γνώρισε σε συνθήκες ειρήνης. Στα έξι χρόνια η
σωρευτική απώλεια πλησιάζει το 25%.
Η
πρωτοφανής αυτή απώλεια εισοδήματος συνοδεύτηκε από αύξηση της ανεργίας
στο επίπεδο του 27% ενώ η νεανική ανεργία έχει ξεπεράσει το 60%.
Έχει
διατυπωθεί ή άποψη ότι για την βαθειά και παρατεταμένη ύφεση ευθύνεται η
βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή που ακολούθησε η Ελλάδα μετά την
υπογραφή του Μνημονίου.
Η
βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή επηρέασε την διάρκεια και το βάθος της
ύφεσης γιατί ξεκίνησε όταν η ελληνική οικονομία ήταν ήδη σε ύφεση.
Να
επισημάνω ότι όταν σχεδιαζόταν το πρόγραμμα δεν ήταν γνωστό το βάθος
της ύφεσης ούτε το τελικό μέγεθος του δημοσιονομικού ελλείμματος του
2009.
Τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής έχουν μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας όταν εφαρμόζονται σε συνθήκες ύφεσης.
Πολλοί οικονομολόγοι υπερασπίστηκαν την άποψη ότι η λύση στην ύφεση είναι η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
Αυτό
προϋποθέτει ότι η χώρα έχει πρόσβαση στις αγορές δυνατότητα που η
Ελλάδα στερήθηκε μετά τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό του 2009.
Τα μηνύματα ότι η πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη έκαναν την εμφάνιση τους αμέσως μετά τo ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης με την αύξηση του περιθωρίου επιτοκίου.
Τότε
ενεργοποιήθηκε η Ε.Ε. καθώς το κόστος πρόσβασης στις αγορές όλων των
χωρών του Νότου αυξήθηκε απότομα χωρίς όμως να αναληφθούν κάποιες
πρωτοβουλίες για το πώς θα αποτραπεί μελλοντικά αυτό το ενδεχόμενο.
Τελικά το 2010 το κόστος δανεισμού ανέβηκε σε επίπεδα μη αποδεκτά.
Από
την στιγμή που η χώρα δεν είχε τους αναγκαίους πόρους η πολιτική της
γρήγορης προσαρμογής που ακολούθησε μετά την υπογραφή της συμφωνίας με
τους θεσμικούς πιστωτές υπαγορεύτηκε από τους περιορισμένους πόρους που
συνόδευαν το πρώτο πρόγραμμα δηλαδή τα 110 δις ευρώ.
Αυτή την άποψη την υποστηρίζουν σήμερα και εκπρόσωποι των θεσμών που έχουν προχωρήσει σε μια αξιολόγηση του πρώτου προγράμματος.
Θα
κάνω μια επιπλέον επισήμανση υποστηρίζοντας ότι στο σύνολό τους οι
μακροοικονομικές παραδοχές του προγράμματος –όπως οι προβλέψεις για το
ΑΕΠ, πληθωρισμό, έλλειμμα, έσοδα αποκρατικοποιήσεων – μάλλον
προσαρμόστηκαν ώστε να είναι συμβατές με το χρηματοδοτικό πλαίσιο.
Παραμένει
όμως αναπάντητο το ερώτημα γιατί η έντονη δημοσιονομική επέκταση του
2008 και 2009 δεν οδήγησε σε ανάσχεση της ύφεσης αλλά προκάλεσε το
ακριβώς αντίθετο δηλαδή το βάθεμα της ύφεσης;
Η ύφεση από το 2010 και μετά ενισχύθηκε
α)
από την υψηλή αβεβαιότητα που προκλήθηκε από συνεχείς δηλώσεις σχετικά
με πιθανότητα χρεοκοπίας της χώρας αλλά και την πιθανή έξοδό της από την
ΟΝΕ, αλλά και την έλλειψη πολιτικής συναίνεσης καθώς το σύνολο των
πολιτικών κομμάτων της ΝΔ συμπεριλαμβανομένης αντιστρατεύτηκαν στην
στρατηγική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Στρατηγική την οποία σήμερα η ΝΔ
την έχει αποδεχτεί απόλυτα.
Τέλος
η ύφεση ενισχύθηκε και από την πιστωτική συρρίκνωση αποτέλεσμα της
πολιτικής απομόχλευσης που ακολούθησαν οι τράπεζες το διάστημα αυτό.
Η δημοσιονομική προσαρμογή το 2010 ήταν αναγκαία.
Το
μεγαλύτερο τμήμα του πρωτογενούς ελλείμματος του 2009 χρονιά
πρωτοφανούς δημοσιονομικού εκτροχιασμού ήταν διαρθρωτικό και όχι
κυκλικό.
Η δύσκολη δημοσιονομική προσαρμογή στη τριετία 2010-2012 οδήγησε σε μηδενισμό του διαρθρωτικού πρωτογενούς ελλείμματος.
Έτσι,
πριν από τις εκλογές αλλά και μετά τις εκλογές του 2012 το ΠΑΣΟΚ
υποστήριξε ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε από εδώ και πέρα να
συνεχιστεί πιο ήπια.
Αυτή η προσέγγιση υπαγόρευσε και την διεκδίκηση ενσωμάτωσης στο 2ο πρόγραμμα της «ρήτρας ύφεσης».
Παρά όμως το γεγονός ότι και οι θεσμοί αξιολόγησαν ως λανθασμένη την ταχεία προσαρμογή του 1ου
προγράμματος, και αναγνώρισαν τη χρήση λανθασμένων δημοσιονομικών
πολλαπλασιαστών –αν τελικά χρησιμοποιούσαμε τους σωστούς θα
χρειαζόμασταν πολύ περισσότερα μέτρα- η παραδοχή αυτή εκ μέρους των
θεσμών δεν εξασφάλισε κάποιο όφελος στη χώρα.
Διότι
η κυβέρνηση που συγκροτήθηκε μετά τις εκλογές του 2012 στην προσπάθεια
της να επαναφέρει σε τροχιά το πρόγραμμα το οποίο είχε εκτροχιαστεί ως
αποτέλεσμα των δύο αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων υποχώρησε στις
απαιτήσεις της Τρόικας και δέχτηκε να επαναληφθεί η αδυναμία του πρώτου
προγράμματος.
Έτσι,
η χώρα δεσμεύτηκε για την εφαρμογή ενός εμποσθοβαρούς προγράμματος και
πήρε μέτρα ύψους 14 δις μεικτά για το 2013 την ώρα που η ύφεση ήταν ήδη
στο -6,4%!
Σήμερα
η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από πιθανές αποκλίσεις το 2013-2014 και
το δημοσιονομικό κενό της διετίας 2015-2016 και πως αυτό θα καλυφθεί.
Υποστηρίζω ότι η διαρθρωτική προσαρμογή του ελλείμματος ολοκληρώθηκε.
Είναι
γεγονός ότι το χρέος της χώρας πρέπει να μειωθεί πολύ περισσότερο για
να ανασάνουν η οικονομία και οι πολίτες και να απομακρυνθεί οριστικά η
αβεβαιότητα ως προς την δυνατότητα εξυπηρέτησης του.
Σήμερα
έχουμε θέσει ως στόχο την επίτευξη πλεονάσματος στο πρωτογενές ισοζύγιο
γενικής κυβέρνησης για να εξασφαλίσουμε τις θετικές για το χρέος
αποφάσεις των Ευρωπαϊκών θεσμών.
Καλώ
την κυβέρνηση να προετοιμαστεί κατάλληλα σε όλα τα επίπεδα και να μην
επαναπαυτεί στις εκτιμήσεις για ευμενή αλλαγή στάσης της Γερμανίας ως
προς το ζήτημα αυτό μετά τις εκλογές.
Γιατί
είναι πολύ πιθανό μετά τις εκλογές να δούμε μια σκλήρυνση της στάσης
της Γερμανίας όσο η Ελλάδα δεν ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις που
ανέλαβε.
Η προσπάθεια πλέον για έξοδο της χώρας από τη κρίση πρέπει να γίνει μέσω της ανάπτυξης.
Έτσι θα ολοκληρωθεί η δημοσιονομική προσαρμογή και θα αντιμετωπιστεί το τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας.
Β. Τώρα Ανάπτυξη αλλά Ποια;
Σήμερα όλοι συμφωνούμε ότι η ανάπτυξη αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την έξοδο από την πολλαπλή κρίση.
Το
ερώτημα είναι αν συμφωνούμε στο ποια ανάπτυξη επιθυμούμε. Γιατί η
ανάπτυξη της προηγούμενης δεκαπενταετίας που στηρίχτηκε στην ιδιωτική
και δημόσια κατανάλωση κυρίως και χρηματοδοτήθηκε από τον δημόσιο και
ιδιωτικό δανεισμό δεν ήταν διατηρήσιμη και οδήγησε στη σημερινή κρίση.
Θεωρώ
ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελληνικής οικονομίας ήταν η αδυναμία της
μετά την εκδήλωση της παγκοσμιοποίησης και ειδικότερα μετά την ένταξη
στην ΟΝΕ να ενσωματωθεί αποτελεσματικά στον παγκόσμιο καταμερισμό της
εργασίας.
Από την ημέρα ένταξης στην ΟΝΕ, η ελληνική οικονομία άρχισε χρόνο με τον χρόνο να χάνει έδαφος σε όρους ανταγωνιστικότητας.
Αυτό
υπήρξε το αποτέλεσμα της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος αλλά και
των επιχειρηματιών να κατανοήσουν τους νέους όρους του παιχνιδιού.
Έτσι
η οικονομία απόκτησε ένα διογκωμένο μη παραγωγικό και μη ανταγωνιστικό
τμήμα στον οποίο μεταφέρθηκαν ανθρώπινοι και υλικοί πόροι από το τμήμα
της οικονομίας που ήταν εκτεθειμένο στον διεθνή ανταγωνισμό, το οποίο
σταδιακά αποδυναμώθηκε σε σημαντικό βαθμό.
Η
εικόνα αυτή αποτυπωνόταν καθαρά στην πορεία του ισοζυγίου τρεχουσών
συναλλαγών το οποίο από την επομένη της ένταξης στην ΟΝΕ διευρύνονταν
συνεχώς μέχρι που έφτασε στο πρωτοφανές μέγεθος του 15% το 2008 χωρίς να
ληφθεί κανένα μέτρο για να αντιμετωπιστεί.
Το
κρίσιμο ερώτημα σήμερα είναι αν μπορεί η Ελληνική οικονομία να οδηγηθεί
σε ένα μονοπάτι σταθερής και διατηρήσιμης ανάπτυξης που θα της
επιτρέψει να ενταχθεί στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας
αποτελεσματικά.
Αυτό προϋποθέτει ότι η χώρα θα προχωρήσει σε μια διαδικασία μετασχηματισμού της παραγωγικής της βάσης.
Στο
τέλος της διαδρομής θα έχει ενισχύσει το παραγωγικό, ανταγωνιστικό και
εξωστρεφές τμήμα της οικονομίας και θα έχει συρρικνώσει το μη
παραγωγικό.
Η
διαδικασία αυτή δεν είναι μηχανική ούτε γίνεται αυτόματα. Περνάει μέσα
από τη θέσπιση κινήτρων και αντικινήτρων που επιβάλλουν και καθορίζουν
συμπεριφορές και επιλογές.
Επομένως,
πρωτοβουλίες που αφορούν το φορολογικό πλαίσιο, ο σχεδιασμός για την
αξιοποίηση των πόρων του νέου κοινοτικού πλαισίου, το πρόγραμμα των
ιδιωτικοποιήσεων, οι μηχανισμοί προσέλκυσης εγχώριων και ξένων
επενδύσεων αλλά και η αναδιάταξη του τραπεζικού τοπίου θα πρέπει να
υπηρετούν αυτό το γενικό στόχο.
Η
χώρα αλλάζει πολύ τακτικά φορολογικό σύστημα αλλά και πολιτική
φιλοσοφία. Δυστυχώς δεν έχει ξεκινήσει ακόμη η εκπόνηση του Εθνικού
Φορολογικού Συστήματος που έχει ανάγκη η χώρα.
Πιστεύω
ότι έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία η σταθερότητα και η διαφάνεια του
φορολογικού πλαισίου παρά το μείγμα και το ύψος των φορολογικών
συντελεστών.
Διαφωνώ
απόλυτα με τις προτάσεις για χαμηλούς και επίπεδους φορολογικούς
συντελεστές όπως επίσης και με υπερβολικά υψηλούς που υπηρετούν μια
λανθασμένη αντίληψη να τιμωρηθεί η επιχειρηματικότητα.
Ο μετασχηματισμός της οικονομίας απαιτεί επενδύσεις. Η χώρα από το 2007 αποεπενδύει.
Χρειάζεται
να κάνουμε μια χρήσιμη και ειλικρινή δημόσια συζήτηση, από πού θα
προκύψουν τα ποσά που απαιτούνται, για να μπορέσει η οικονομία να
επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Γιατί
υπάρχει μια αντίληψη ότι το κράτος θα τα δώσει. Μα το κράτος δεν έχει
τα ποσά αυτά. Τα κεφάλαια αυτά θα πρέπει να προέλθουν κυρίως από ιδιώτες
Έλληνες και ξένους επενδυτές. Αυτό προϋποθέτει πολιτική σταθερότητα και
εξάλειψη της αβεβαιότητας.
Επομένως
θα πρέπει να δούμε αν και πως οι αποκρατικοποιήσεις ή τα κίνητρα για
την προσέλκυση των επενδύσεων μπορούν να συμβάλλουν προς την κατεύθυνση
αυτή.
Έχει
διατυπωθεί από ξένους οικονομολόγους η άποψη ότι δεν πρέπει να
στοχεύουμε στην προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό γιατί έτσι θα
αυξηθεί ακόμη περισσότερο ο εξωτερικός δανεισμός της χώρας και οι
υποχρεώσεις για την εξυπηρέτηση του.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη η Ελληνική οικονομία θα πρέπει να στηριχτεί στους δικούς της πόρους για επενδύσεις.
Πόσο
εφικτό όμως είναι αυτό το σενάριο σε ένα περιβάλλον πτωτικής ζήτησης
για αγαθά και υπηρεσίες, υψηλών πραγματικών επιτοκίων και πιστωτικής
συρρίκνωσης;
Αυτό
αναδεικνύει το τεράστιο έλλειμμα στο σχεδιασμό της ευρωζώνης. Σε αυτές
τις συνθήκες καθίσταται αναγκαία η συζήτηση για την εκπόνηση σε
ευρωπαϊκό επίπεδο ενός νέου σχεδίου Μάρσαλ για τις χώρες σε κρίση.
Προϋπόθεση για την ανασύνταξη της οικονομίας είναι η αποτελεσματική λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.
Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών σταδιακά θα συμβάλλει στην επιστροφή καταθέσεων.
Στόχος οι τράπεζες να επιστρέψουν στην διατραπεζική αγορά και να απεξαρτηθούν από την παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ.
Επιδίωξή τους να μειώσουν το κόστος δανεισμού τους και να βελτιώσουν τα οικονομικά τους αποτελέσματα.
Η
μεγάλη πρόκληση στις νέες συνθήκες είναι η επίτευξη των αντικρουόμενων
φαινομενικά στόχων: όπως η ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος, μέσω
συντηρητικών χρηματοδοτήσεων και αυξημένων προβλέψεων επισφαλειών, με
την ανάγκη χρηματοδότησης νέων δραστηριοτήτων της οικονομίας.
Ζητούμενο είναι πώς θα στραφούν οι τράπεζες στην χρηματοδότηση των ανταγωνιστικών τομέων της οικονομίας.
Άρα, πως θα απεγκλωβιστούν από σχέσεις του παρελθόντος που αποτελούν σημαντικό τμήμα του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου τους.
Η
χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να χάνει πόρους. Είναι αναγκαία η
ενεργητική διαχείριση των στοιχείων ενεργητικού των υπό εκκαθάριση
τραπεζών.
Με τη δημιουργία μιας κοινής bad bank που θα διαχειρίζεται το σύνολο των στοιχείων αυτών.
Στόχος η μέγιστη δυνατή εισπραξιμότητα αυτών των στοιχείων του ενεργητικού και η ελάφρυνση του Έλληνα φορολογούμενου.
Παρά
τις πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι
προοπτικές για εκτεταμένη χορήγηση δανείων από το τραπεζικό σύστημα στο
άμεσο μέλλον θα είναι περιορισμένες.
Αντιμέτωπη
με αυτή την προοπτική η Τρόικα υποστηρίζει ότι στην Ελλάδα πρέπει να
επιδιωχτεί ανάπτυξη όχι με διεθνή τραπεζικό δανεισμό αλλά με ίδιους
πόρους των επιχειρήσεων.
Ανάπτυξη σε συνθήκες πιστωτικής συρρίκνωσης είναι γνωστή στην βιβλιογραφία ως ανάπτυξη του Φοίνικα.
Αλλά όπως όλοι ξέρουμε ο Φοίνικας ήταν και θα παραμένει φανταστικό «ον».
Τα
τονίζω σήμερα αυτά για να μην επαναληφθεί μετά από ένα χρόνο η
αυτοκριτική από τους θεσμούς ότι ήταν κακή η εκτίμηση μας για ανάπτυξη
χωρίς πιστωτική επέκταση.
Οι
διαρθρωτικές αλλαγές είναι αναγκαίες γιατί θα διευκολύνουν τον
μετασχηματισμό τη οικονομίας. αλλά δεν οδηγούν από μόνες τους στην έξοδο
από την ύφεση.
Το
κόστος της προσαρμογής της χώρας διογκώθηκε σε όρους εισοδήματος και
ανεργίας γιατί οι τιμές δεν προσαρμόστηκαν προς τα κάτω.
Έχει
ιδιαίτερη σημασία για την μελλοντική πορεία της οικονομίας να
αντιμετωπίσουμε τους παράγοντες, που εμπόδισαν την μείωση των τιμών.
Ήταν λάθος η έναρξη των μεταρρυθμίσεων από την αγορά εργασίας και όχι από την αγορά αγαθών και υπηρεσιών.
Η
χώρα προχώρησε σε πολλές και ουσιαστικές μεταβολές στην αγορά εργασίας
για να ενισχύσει τις δυνατότητες δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Εδώ βέβαια ανακύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα. Γιατί, παρά την μεγάλη μείωση μισθών έως σήμερα η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται;
Οι 1,5 εκ. άνεργοι δεν δημιουργήθηκαν μόνο κατά τη διάρκεια της ύφεσης αλλά προϋπήρχαν.
Απλά
ήταν “καλυμμένοι”, είτε άμεσα από το ελληνικό δημόσιο είτε έμμεσα από
τη «ζήτηση» που τροφοδοτούσε ο υπερτροφικός κρατικός τομέας αλλά και το
εξαρτώμενο από τις συναλλαγές του με το δημόσιο, τμήμα του ιδιωτικού
τομέα.
Η ανάπτυξη θα οδηγήσει σε νέες θέσεις εργασίας αλλά αυτή είναι μια δύσκολη και μακροχρόνια διαδικασία.
Αν
υποθέσουμε ότι τα επόμενα χρόνια δημιουργούνται 50.000 νέες θέσεις
εργασίας, κατά μέσο όρο το χρόνο, απαιτείται μια εικοσαετία για να
επιστρέψουμε στα ποσοστά ανεργίας πριν από την κρίση.
Αυτό
ισοδυναμεί με εθνική καταστροφή. Δεν μπορεί η κοινωνία να αντέξει τόσο
υψηλά επίπεδα ανεργίας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Γ. Επίλογος
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο για την οριστική της έξοδο από την βαθύτερη κρίση που γνώρισε ποτέ.
Η
Ελλάδα με μεγάλο κόστος ανέλαβε με μεγάλη καθυστέρηση να δρομολογήσει
αναγκαίες αλλαγές για να διασφαλίσει την παραμονή της στο ευρώ αλλά και
την έξοδο της από την κρίση.
Σήμερα,
μπορούμε να κοιτάξουμε πίσω και να πούμε ότι πολλά από όσα έγιναν τα
τελευταία τρία χρόνια θα μπορούσαν να είχαν γίνει διαφορετικά,
παραγνωρίζοντας πόσο δύσκολες ήταν οι συνθήκες όταν ξέσπασε η κρίση και
πόσο ανέτοιμη ήταν η Ευρώπη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια κρίση
σαν και αυτή και πόσο στενά ήταν τα χρονικά όρια για την δημιουργία του
Ελληνικού μηχανισμού.
Έχουμε
πολύ δρόμο ακόμη μέχρι η Ελλάδα και η Ευρώπη να ξεπεράσουν αυτή την
κρίση. Η ταχύτητα στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ενοποίησης δεν
είναι αυτή που είχε ανάγκη η Ευρώπη.
Οι
ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα οι ισχυρές να κατανοήσουν ότι η ευρωζώνη
ως έχει δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί αποτελεσματικά ειδικά όσο
κλονίζεται από την ύφεση.
Μόνη διέξοδος το βήμα προς τα εμπρός προς την περαιτέρω πολιτική και οικονομική συνεργασία.
Σε
εμάς ανήκει η ευθύνη να μετασχηματίσουμε την οικονομία μας,
διασφαλίζοντας ότι θα ευνοεί την δημιουργία ανταγωνιστικών επιχειρήσεων,
θέσεων εργασίας και ικανοποιητικών εισοδημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου