Η αναζήτηση εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου είναι το Αγιο Δισκοπότηρο της δημόσιας συζήτησης. Ολοι το αναζητούν, παρότι οι πραγματικές ενδείξεις ύπαρξής του είναι εξαιρετικά φευγαλέες. Είναι εύκολο να ειρωνευτείς το ανεύρετο αναπτυξιακό σχέδιο της χώρας. Για μερικούς, ο όρος παραπέμπει στα πεντάχρονα σοβιετικά πλάνα, οπότε η συζήτηση έχει προφανώς δυναμιτιστεί πριν καν ξεκινήσει. Αλλοι ανατρέχουν στην προφητεία του Χάγιεκ πως κάθε παρεμβατισμός οδηγεί νομοτελειακά στον ολοκληρωτισμό – προφητεία που
πάντως δεν επιβεβαιώθηκε. Το ’70 και το ’80 ο παρεμβατισμός ούτως ή άλλως παρήκμασε. Η ευρωπαϊκή ενιαία αγορά και οι τερατογενέσεις του πελατειακά εμφορούμενου κρατικού παρεμβατισμού στην Ελλάδα τον έθεσαν για καλά στο περιθώριο.Εχει επομένως νόημα σήμερα η αναβίωση της αναζήτησης εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου; Απολύτως ναι, για μια σειρά λόγων.
Πρώτον, η λογική «ο ιδιωτικός τομέας γνωρίζει καλύτερα» έφτασε στα όριά της με το κραχ του 2009. Παγκοσμίως αναδείχθηκαν οι αδυναμίες των αρρύθμιστων αγορών. Στην Ελλάδα, όπως και στον ευρωπαϊκό Νότο, αποδείχθηκε ότι η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος των οικονομικών δρώντων δεν είναι ταυτόσημη με την προαγωγή της συλλογικής ωφέλειας, και η αλματώδης αύξηση πλούτου και ευημερίας δεν είναι συνώνυμη με την ισορροπημένη και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Η «φούσκα» του υπερδανεισμού ήταν ένα θηριώδες δάνειο της δεκαετίας του 2000 από τη δεκαετία του 2010. Τώρα η κατανάλωση της προηγούμενης δεκαετίας αποπληρώνεται με ύφεση, φτωχοποίηση και ανεργία. Χωρίς «σινιάλα» και δημόσιες παρεμβάσεις, ο ιδιωτικός τομέας ακολούθησε πράγματι το συμφέρον του και προτίμησε τις γρήγορες χρηματοοικονομικές αποδόσεις από τις υπομονετικές επενδύσεις. Αλλοτε βιομήχανοι μετατράπηκαν σε τζογαδόρους του χρηματιστηρίου, σε «ραντιέρηδες» και επενδυτές του real estate, πόροι μετακινήθηκαν μαζικά από τους εμπορεύσιμους στους προστατευμένους τομείς, που ζούσαν από τις κρατικές συμβάσεις και τη «φούσκα» της κατανάλωσης. Μέχρι που από τα χρυσά κουτάλια του 2007 περάσαμε στο πικρό ψωμί του 2010.
Δεύτερον, η αρχιτεκτονική της Ευρώπης και της παγκοσμιοποίησης είναι ασύμμετρη. Δημιουργεί ένα ανοιχτό πλαίσιο, στο οποίο τα εθνικά «μοντέλα» καπιταλισμού αφήνονται ελεύθερα να ανταγωνιστούν για τους καλύτερους συνδυασμούς θεσμικών διευθετήσεων, πόρων και συγκριτικών πλεονεκτημάτων, που μπορούν να οδηγήσουν τις χώρες στη διατηρήσιμη ευημερία. Καθεμία διαμορφώνει τον δικό της συνδυασμό. Η ελληνική οικονομία συνιστά περίπτωση αναπτυξιακού μετεωρισμού: είναι χαμηλής τεχνολογικής ποιότητας για να ανταγωνιστεί στο πεδίο της υψηλής προστιθέμενης αξίας, πολύ ακριβή για να ανταγωνιστεί στο χαμηλό κόστος, πολύ εσωστρεφής για να μπορέσει να αυξήσει την ευημερία χωρίς εξωτερικό δανεισμό.
Τρίτον, καμία χώρα δεν μπορεί να βγει από μια Μεγάλη Υφεση και μια ανεργία του 28% χωρίς συντονισμένες, σχεδιασμένες πρωτοβουλίες. Εθνικές και ευρωπαϊκές, αλλά πρώτιστα εθνικές.
Προφανώς, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί σήμερα να επιβάλει στον ιδιωτικό τομέα συγκεκριμένες δραστηριότητες και να του απαγορεύσει άλλες. Μπορεί όμως να διαμορφώσει ένα διαχρονικά συνεπές πλαίσιο κινήτρων και αντικινήτρων, μέσα από το πλήθος εργαλείων πολιτικής που διαθέτει. Μπορεί να στοχεύσει τους περιορισμένους πόρους σε παραγωγικές χρήσεις. Μπορεί να μεγιστοποιήσει την αξιοποίησή τους με καλύτερη κρατική αποτελεσματικότητα. Μπορεί να άρει την αντιφατικότητα και τον παραλογισμό. Παράδειγμα: το καλοκαίρι η κυβέρνηση επέλεξε να υπηρετήσει τη νέα «Μεγάλη Ιδέα» της μείωσης του ΦΠΑ στην εστίαση, κατεξοχήν μη εμπορεύσιμο κλάδο, ενώ υπερφορολογεί τις ελάχιστες εξωστρεφείς επιχειρήσεις που επιβιώνουν, παρακρατεί τον ΦΠΑ των εξαγωγέων ή περικόπτει για πολλοστή φορά τις δημόσιες επενδύσεις. Ομως, εθνικό σχέδιο ανάπτυξης σημαίνει κατ’ ελάχιστον τη μετάβαση από τη βραχυπρόθεσμη εισπρακτική στη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή λογική ενίσχυσης των παραγωγικών δυνάμεων. Την έχουμε; Μάλλον όχι.
Ξέρουμε από πού να αρχίσουμε. Οι υπάρχουσες μελέτες (McKinsey, ΙΟΒΕ, ΚΕΠΕ) υποδεικνύουν μια σειρά συγκεκριμένων κλάδων που εμφανίζουν συγκριτικά πλεονεκτήματα και είναι εξωστρεφείς. Ξέρουμε επίσης τι να αποφύγουμε. Αναπτυξιακό σχέδιο δεν σημαίνει απαραίτητα παρεμβάσεις και λεπτορύθμιση. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να σημαίνει ότι το κράτος θα αποσύρεται.
Αλλά σε κάθε περίπτωση σημαίνει μακρόπνοο σχεδιασμό, που θα ξεπερνά τον ορίζοντα εξαμήνου. Εργαλεία που να μεταφράζουν στόχους σε παρεμβάσεις. Οριζόντιο συντονισμό των παρεμβάσεων: της διαρθρωτικής, βιομηχανικής πολιτικής και της στόχευσης των ευρωπαϊκών κονδυλίων, με τις άλλες πολιτικές, φορολογική, χρηματοπιστωτική, μεταφορών και υποδομών, ενέργειας, εργασίας, εκπαίδευσης, έρευνας και κατάρτισης. Χρειάζεται ακόμα διαχρονική σταθερότητα, ασφάλεια και σταθερούς κανόνες του παιχνιδιού. Πώς να υπάρξουν αυτά όταν το κράτος σε τρία χρόνια έχει ψηφίσει αμέτρητους φορολογικούς νόμους; Πώς να υπάρξουν όταν ο κύριος παράγοντας συνέπειας στην εφαρμογή πολιτικής είναι οι τρίμηνες υποχρεώσεις του Μνημονίου; Πώς να υπάρξουν όταν όλα τα κόμματα πραγματοποιούν ρητορικές γονυκλισίες στην «ανάπτυξη», αλλά κανένα ελάχιστο συνεννόησης δεν έχει προκύψει για μια μίνιμουμ έστω εθνική συμφωνία;
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεύτερον, η αρχιτεκτονική της Ευρώπης και της παγκοσμιοποίησης είναι ασύμμετρη. Δημιουργεί ένα ανοιχτό πλαίσιο, στο οποίο τα εθνικά «μοντέλα» καπιταλισμού αφήνονται ελεύθερα να ανταγωνιστούν για τους καλύτερους συνδυασμούς θεσμικών διευθετήσεων, πόρων και συγκριτικών πλεονεκτημάτων, που μπορούν να οδηγήσουν τις χώρες στη διατηρήσιμη ευημερία. Καθεμία διαμορφώνει τον δικό της συνδυασμό. Η ελληνική οικονομία συνιστά περίπτωση αναπτυξιακού μετεωρισμού: είναι χαμηλής τεχνολογικής ποιότητας για να ανταγωνιστεί στο πεδίο της υψηλής προστιθέμενης αξίας, πολύ ακριβή για να ανταγωνιστεί στο χαμηλό κόστος, πολύ εσωστρεφής για να μπορέσει να αυξήσει την ευημερία χωρίς εξωτερικό δανεισμό.
Τρίτον, καμία χώρα δεν μπορεί να βγει από μια Μεγάλη Υφεση και μια ανεργία του 28% χωρίς συντονισμένες, σχεδιασμένες πρωτοβουλίες. Εθνικές και ευρωπαϊκές, αλλά πρώτιστα εθνικές.
Προφανώς, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί σήμερα να επιβάλει στον ιδιωτικό τομέα συγκεκριμένες δραστηριότητες και να του απαγορεύσει άλλες. Μπορεί όμως να διαμορφώσει ένα διαχρονικά συνεπές πλαίσιο κινήτρων και αντικινήτρων, μέσα από το πλήθος εργαλείων πολιτικής που διαθέτει. Μπορεί να στοχεύσει τους περιορισμένους πόρους σε παραγωγικές χρήσεις. Μπορεί να μεγιστοποιήσει την αξιοποίησή τους με καλύτερη κρατική αποτελεσματικότητα. Μπορεί να άρει την αντιφατικότητα και τον παραλογισμό. Παράδειγμα: το καλοκαίρι η κυβέρνηση επέλεξε να υπηρετήσει τη νέα «Μεγάλη Ιδέα» της μείωσης του ΦΠΑ στην εστίαση, κατεξοχήν μη εμπορεύσιμο κλάδο, ενώ υπερφορολογεί τις ελάχιστες εξωστρεφείς επιχειρήσεις που επιβιώνουν, παρακρατεί τον ΦΠΑ των εξαγωγέων ή περικόπτει για πολλοστή φορά τις δημόσιες επενδύσεις. Ομως, εθνικό σχέδιο ανάπτυξης σημαίνει κατ’ ελάχιστον τη μετάβαση από τη βραχυπρόθεσμη εισπρακτική στη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή λογική ενίσχυσης των παραγωγικών δυνάμεων. Την έχουμε; Μάλλον όχι.
Ξέρουμε από πού να αρχίσουμε. Οι υπάρχουσες μελέτες (McKinsey, ΙΟΒΕ, ΚΕΠΕ) υποδεικνύουν μια σειρά συγκεκριμένων κλάδων που εμφανίζουν συγκριτικά πλεονεκτήματα και είναι εξωστρεφείς. Ξέρουμε επίσης τι να αποφύγουμε. Αναπτυξιακό σχέδιο δεν σημαίνει απαραίτητα παρεμβάσεις και λεπτορύθμιση. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να σημαίνει ότι το κράτος θα αποσύρεται.
Αλλά σε κάθε περίπτωση σημαίνει μακρόπνοο σχεδιασμό, που θα ξεπερνά τον ορίζοντα εξαμήνου. Εργαλεία που να μεταφράζουν στόχους σε παρεμβάσεις. Οριζόντιο συντονισμό των παρεμβάσεων: της διαρθρωτικής, βιομηχανικής πολιτικής και της στόχευσης των ευρωπαϊκών κονδυλίων, με τις άλλες πολιτικές, φορολογική, χρηματοπιστωτική, μεταφορών και υποδομών, ενέργειας, εργασίας, εκπαίδευσης, έρευνας και κατάρτισης. Χρειάζεται ακόμα διαχρονική σταθερότητα, ασφάλεια και σταθερούς κανόνες του παιχνιδιού. Πώς να υπάρξουν αυτά όταν το κράτος σε τρία χρόνια έχει ψηφίσει αμέτρητους φορολογικούς νόμους; Πώς να υπάρξουν όταν ο κύριος παράγοντας συνέπειας στην εφαρμογή πολιτικής είναι οι τρίμηνες υποχρεώσεις του Μνημονίου; Πώς να υπάρξουν όταν όλα τα κόμματα πραγματοποιούν ρητορικές γονυκλισίες στην «ανάπτυξη», αλλά κανένα ελάχιστο συνεννόησης δεν έχει προκύψει για μια μίνιμουμ έστω εθνική συμφωνία;
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 29-12-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου