«Σήμερα, 30 χρόνια μετά τη μεταρρύθμιση του 1982 ήρθε η στιγμή για μια νέα ριζική αλλαγή που αλλάζει το σημερινό μοντέλο και ανταποκρίνεται στις προκλήσεις και της ανάγκες της χώρας και της εποχής», αναφέρει σε άρθρο της στα «Νέα» η υπουργός Παιδείας, Άννα Διαμαντοπούλου, με αφορμή την έναρξη της συζήτησης στη Βουλή του νόμου-πλαισίου για τα ΑΕΙ.
Η κ. Διαμαντοπούλου σημειώνει στο άρθρο της:
«Τίποτα αληθινά μεγάλο και σημαντικό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να ταραχθούν λιμνάζοντα νερά. Αλλωστε, η συζήτηση για την ανώτατη εκπαίδευση πυροδοτεί σε όλες τις χώρες και τις εποχές έντονες ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις και η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά τη μεταρρύθμιση του 1982 ήρθε η στιγμή για μια νέα ριζική αλλαγή που αλλάζει το σημερινό μοντέλο και ανταποκρίνεται στις προκλήσεις και τις ανάγκες της χώρας και της εποχής.
Η μεταρρύθμιση έχει μια ευρεία οπτική γωνία, ώστε να εκφράζει το πάνδημο αίτημα για ένα νέο πανεπιστήμιο. Το ΑΕΙ είναι ίδρυμα και όχι σωματείο, και είναι ταγμένο στην υπηρεσία του λαού και του δημοσίου συμφέροντος της χώρας. Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, κατά κανόνα τα λαμπρά μυαλά της χώρας, είναι δημόσιοι λειτουργοί και το πλαίσιο εντός του οποίου υπηρετούν την επιστήμη και τη χώρα κατοχυρώνει μεν το αυτοδιοίκητο, αλλά θεσπίζεται από την πολιτεία ως έκφραση του συλλογικού συμφέροντος.
Το πανεπιστήμιο, το πλέον σημαντικό ίδρυμα σε κάθε χώρα, ανήκει στο σύνολο του ελληνικού λαού, ο οποίος το χρηματοδοτεί και εμπιστεύεται σε αυτό τα παιδιά του αλλά και το μέλλον της χώρας. Ολοι πρέπει να συμφωνούμε σε αυτό, μέσα ή έξω από το πανεπιστήμιο. Σε αυτές λοιπόν τις ανάγκες πρέπει να απαντήσει η μεταρρύθμιση πατώντας πάνω στα σημαντικά, θετικά στοιχεία των ελληνικών πανεπιστημίων και του εξαιρετικού ανθρώπινου δυναμικού τους και λαμβάνοντας υπόψη παθογένειες, τις οποίες οφείλει να υπερβεί για να απελευθερώσει δυνάμεις.
Θα ήθελα λοιπόν ενόψει της συζήτησης στη Βουλή να φωτίσω κάποια από τα σημεία που λίγο ή πολύ απασχόλησαν το δημόσιο διάλογο:
Η πεποίθηση ότι οι δυνάμεις της κοινωνίας πρέπει να συμμετέχουν στα πανεπιστήμια δημιουργώντας μια σχέση ώσμωσης και λογοδοσίας έχει οδηγήσει σε θεσμοθέτηση των Συμβουλίων σε 23 από τις 27 χώρες της ΕΕ. Αυτό επιχειρούμε και στην Ελλάδα. Προτείνεται λοιπόν ένα όργανο, το Συμβούλιο του Ιδρύματος, στο οποίο η πλειοψηφία είναι εκλεγμένοι καθηγητές από το σύνολο των καθηγητών και ένας φοιτητής εκλεγμένος από το σύνολο των φοιτητών. Καθήκον αυτών είναι να επιλέξουν σημαντικές και εξέχουσες προσωπικότητες της χώρας ως μέλη του Συμβουλίου.
Τα ΑΕΙ θα αξιολογηθούν αυτόματα από την κοινή γνώμη για την ποιότητα και το κύρος των εξωτερικών μελών που θα επιλεγούν, και κυρίως θα αποδεχθούν την τιμητική αυτή πρόταση. Το Συμβούλιο έχει τον καθοριστικό ρόλο στην εκλογή του πρύτανη και του κοσμήτορα, ενώ αναδεικνύεται η ατομική ευθύνη στη λήψη αποφάσεων στα ΑΕΙ. Οι καλές ή κακές επιλογές θα έχουν ονοματεπώνυμο στο οποίο άτομα ή συλλογικά όργανα θα αναφέρονται. Η ευθύνη δεν μπορεί να αποκρύπτεται πίσω από κακώς νοούμενες συλλογικότητες.
Οι αλλαγές είναι ριζοσπαστικές για τη σημερινή πραγματικότητα. Δεν εμπλέκονται κόμματα, παρατάξεις και αντίπαλα ψηφοδέλτια.
Η πρώτη βασική τομή λοιπόν είναι ότι το πανεπιστήμιο ανοίγει τις πύλες του σε δυνάμεις της κοινωνίας, της οικονομίας και της διανόησης, διατηρώντας απολύτως το αυτοδιοίκητό του.
Η δεύτερη βασική τομή αφορά ριζικές αλλαγές στα προγράμματα σπουδών με στόχο τη βελτίωση της ποιότητάς τους ώστε να οδηγούν σε πτυχία με αντίκρυσμα. Πέρα από την αξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών που ήταν μια σημαντική τομή του προηγούμενου νομοθετικού πλαισίου, εισάγεται η πιστοποίηση κάθε προγράμματος ώστε να ανταποκριθεί σε διεθνή επίπεδα ποιότητας. Η πιστοποίηση γίνεται από ομάδα εμπειρογνωμόνων, όπου εκτός από μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας συμμετέχουν και επιστημονικοί φορείς με δεσμευτικά για το πρόγραμμα αποτελέσματα.
Οι φοιτητές, εκτός από το πτυχίο του τμήματος μπορούν να πάρουν μαθήματα από αλλά τμήματα, σχολές αλλά και πανεπιστήμια, τα οποία αναφέρονται ρητά στο πτυχίο τους. Με τη θεσμοθέτηση του πλαισίου των ακαδημαϊκών μονάδων δίνεται η δυνατότητα για εσωτερική κινητικότητα μεταξύ των ελληνικών πανεπιστημίων και όχι μόνο των εξωτερικών.Καταργείται το άσυλο όπως το γνωρίζαμε. Αυτή είναι η τρίτη βασική τομή. Το καθεστώς ασάφειας πάνω στο οποίο οι βάνδαλοι της δημόσιας περιουσίας και της πραγματικής ελευθερίας της διακίνησης ιδεών έβρισκαν χώρο για να δρουν, τελειώνει οριστικά.
Η τέταρτη βασική τομή εισάγει την αξιολόγηση με κριτήρια και επιπτώσεις. Η αξιολόγηση και λογοδοσία αφορά κάθετα και οριζόντια το σύνολο των λειτουργιών και των προσώπων. Αξιολογείται το ίδρυμα , το πρόγραμμα σπουδών, ο καθηγητής κάθε πενταετία και ο φοιτητής με νέο οριοθετημένο πλαίσιο που θέτει όρους, όρια και προϋποθέσεις για την παρακολούθηση, τη συμμετοχή και τις εξετάσεις.
Πέμπτη βασική τομή: η δημόσια χρηματοδότηση γίνεται με εισήγηση της ανεξάρτητης Αρχής και ένα μέρος της εξαρτάται από την επίτευξη των στόχων που τίθενται. Τα ΑΕΙ θα έχουν πλέον επίσης τη δυνατότητα να αξιοποιούν την περιουσία τους και να χρησιμοποιούν δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους μέσα από ένα ΝΠΙΔ το οποίο έχει ως στόχο να γίνει ένα ευέλικτο εργαλείο για την υποστήριξη του ερευνητικού και επιστημονικού έργου και των συντελεστών.
Η έκτη βασική τομή αφορά τον οργανισμό του ιδρύματος. Το εσωτερικό δηλαδή «Σύνταγμα» που μεταφέρει από το υπουργείο στο ίδρυμα όλες τις βασικές αρμοδιότητες για την ανάπτυξή του. Δίνεται σε κάθε ίδρυμα η δυνατότητα να ορίσει την ταυτότητα και τις προτεραιότητές του. Ας σημειωθεί ότι σήμερα ένα μεγάλο πανεπιστήμιο και ένα μικρό ΤΕΙ ή το αντίστροφο διοικούνται με τους ίδιους κανόνες δημιουργώντας μια αδιέξοδη ομοιοτυπία. Επίσης τα ιδρύματα θα κριθούν και θα ορίσουν το μέλλον τους με βάση τις επιλογές που θα κάνουν στον οργανισμό: από τη διάρθρωση των σχολών έως τις προϋποθέσεις επιλογής του ανθρώπινου δυναμικού, τα έτη φοίτησης και τις προτεραιότητες του ερευνητικού έργου, το κάθε ίδρυμα ορίζει τις επιλογές του και αξιολογείται και χρηματοδοτείται γι' αυτές.
Η συζήτηση διεξήχθη επί έναν χρόνο σε πολλά επίπεδα, με πολλούς και διαφορετικούς συνομιλητές. Κάποιοι εξ αυτών αποδεικνύουν ότι θεωρούν μια κουλτούρα σύγκρουσης περισσότερο σημαντική από την αλήθεια και την ορθότητα των επιχειρημάτων. Ετσι, όταν ενσωματώνονται προτάσεις: «κάνουμε πίσω», όταν δεν γίνονται αποδεκτές: «υπάρχει αυταρχισμός!».
Πιστεύω βαθιά στην ανάγκη συναινέσεων για την ψήφιση και υλοποίηση αυτής της μεταρρύθμισης και θα το επιχειρήσω μέχρι τη στιγμή της ψηφοφορίας στη Βουλή. Ξέρω επίσης ότι συναίνεση σημαίνει σύνθεση και αποδοχή προτάσεων του άλλου, όχι όμως μονομερώς από την πλευρά της κυβέρνησης. Από την αρχή σε αυτούς τους 12 μήνες υπήρξα σαφής, ότι τα σημεία της συναίνεσης δεν θα αλλοιώσουν τον βασικό στρατηγικό στόχο: ανώτατα ιδρύματα ανοιχτά στην κοινωνία και τον κόσμο, όπου η δημοκρατία και η αξιοκρατία, η συμμετοχή και η αριστεία, η αυτοδιοίκηση και η λογοδοσία επανακτούν το νόημά τους και δημιουργούν το πανεπιστημιακό ήθος που έχει ανάγκη η χώρα σαν φάρο.
Τέλος θεωρώ σημαντικό πρόβλημα τη μη συμμετοχή στον διάλογο της ΕΦΕΕ και της ΕΣΕΕ λόγω της αδυναμίας συγκρότησής τους. Το αμέσως επόμενο διάστημα να ανοίξει επιτέλους η συζήτηση για την αναδιάρθρωση και τη λειτουργία του φοιτητικού κινήματος, το οποίο σήμερα δεν έχει ενιαία έκφραση και δυνατότητα συμμετοχής σε εθνικά και ευρωπαϊκά όργανα. Η συγκροτημένη και με βάση το συμφέρον της νεολαίας παρουσία του φοιτητικού κινήματος είναι μεγάλη ανάγκη για το πανεπιστήμιο και τη χώρα».
TA NEA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου