Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

ΟΜΙΛΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΣΤΟ GREECE INVESTMENT FORUM: MOVING FORWARD ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ INTERNATIONAL HERALD TRIBUNE





http://newpost.gr/post/161206/diafonei-anoikta-o-venizelos-me-tis-allages-poy-proteinei-i-troika-sta-ergasiaka/Αυτό που συμβαίνει τα τρία τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια οξεία δημοσιονομική και χρηματοοικονομική κρίση. Κάτι  πολύ περισσότερο από μια κρίση του μοντέλου ανάπτυξης των σαράντα τελευταίων ετών.

Η πατρίδα μας κλήθηκε ξαφνικά και ενώ ήταν τελείως απροετοίμαστη, να αντιμετωπίσει μια συνολική διαρθρωτική κρίση, την ταυτόχρονη κρίση  όλων των συστημάτων που συγκροτούν το κράτος, την κοινωνία, την οικονομία
.

Αναφέρομαι στη δημοσιονομική διαχείριση, το φορολογικό σύστημα, τη δημόσια διοίκηση, τον  ευρύτερο δημόσιο τομέα, το τραπεζικό και γενικότερα το χρηματοοικονομικό σύστημα, την λειτουργία της αγοράς και  τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, το συμφυρμό μιας ατελούς επιχειρηματικότητας και των οικονομικών λειτουργιών του κράτους, το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, το σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας, τις  προνοιακές  δομές και όλες τις  επιμέρους λειτουργίες του κοινωνικού κράτους, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τα αναπτυξιακά αντανακλαστικά των τοπικών κοινωνιών, τα συνδικάτα και τους αγροτικούς  συνεταιρισμούς, την αγορά εργασίας, τη  συλλογική αυτονομία  και το  διάλογο των κοινωνικών εταίρων, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και το  δημόσιο  λόγο των διανοουμένων, το σύστημα επικοινωνίας και ενημέρωσης  κ.ο.κ.

Πρωτίστως βεβαίως αναφέρομαι στο πολιτικό σύστημα της χώρας, όχι μόνο στα κόμματα και  το πολιτικό προσωπικό, αλλά και στο ίδιο το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά και του κράτους δικαίου η ποιότητα των οποίων εξαρτάται από το πώς λειτουργεί η Δικαιοσύνη.

Ταυτοχρόνως, η Ελλάδα κλήθηκε να  ξαναγνωριστεί με τους εταίρους της μέσα στη ζώνη του ευρώ που δέκα χρόνια μετά την ένταξη της χώρας μας «ανακάλυψαν» ότι αυτή είναι μια ειδική ή μοναδική περίπτωση κράτους-μέλους με πολύ υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, μη διαχειρίσιμο χρέος και μειωμένη ανταγωνιστικότητα που αποτυπώνεται στο μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Τα τελευταία τρία χρόνια είναι σχεδόν όλοι πεπεισμένοι διεθνώς ότι αυτά προέκυψαν και οι εταίροι μας  τα πληροφορήθηκαν το 2009.

Δεν είναι όμως έτσι. Η  τότε ελληνική κυβέρνηση το αργότερο το 2008, όταν όλα όσα αφορούσαν την  παγκόσμια κρίση είχαν γίνει γνωστά σε όλους, έπρεπε να κηρύξει εθνικό συναγερμό και να λάβει τα αναγκαία μέτρα που τότε θα ήσαν ήπια και ανεκτά. Ούτε όμως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι εταίροι μας μας προειδοποίησαν εγκαίρως  με την ένταση και την αμεσότητα με την όποια μιλούν τώρα για την Ελλάδα, στέλνοντας διαρκώς αρνητικά ή στην καλύτερη περίπτωση  αμφίσημα μηνύματα που  ανακυκλώνουν την αβεβαιότητα.

Στις αρχές του 2010 υπήρχε κρίση ελλείμματος, κρίση χρέους και δανεισμού, κρίση νευρικότητας δημοσιονομικής, χρηματοοικονομικής και  πολιτικής, αίσθηση υπαρξιακού κινδύνου. Και στην Ευρωζώνη υπήρχε έλλειμμα αποφασιστικότητας, διορατικότητας  και μηχανισμών.

Θα έρθει  η ώρα της αποτίμησης για την περίοδο εκείνη, που αρχίζει κατά τη γνώμη μου στις αρχές του 2008 και φτάνει το Μάιο του 2010. Είναι όμως προφανές ότι τα θεμελιώδη προβλήματα ως προς τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την κρίση και αντιδρά ο σκληρός πυρήνας κρατών και θεσμών που διοικεί ουσιαστικά την ευρωζώνη εξακολουθούν να είναι πάντα τα ίδια. Το βλέπουμε μπροστά μας και τώρα,  τρία χρόνια αργότερα, παρότι μεσολάβησε η μεγάλη συμφωνία του περασμένου  Φεβρουαρίου.

Αν το κριτήριο είναι τι θα προκαλούσε λιγότερες συνέπειες από πλευράς ύφεσης, ανεργίας, μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, προστασίας των καταθέσεων και των ακινήτων περιουσιών και γενικότερα του ζωής των Ελλήνων, η απάντηση είναι σχετικά εύκολη και εξαιρετικά δυσάρεστη. Η χώρα είχε περιέλθει σε μια κατάσταση που την ανάγκαζε  να κινηθεί με βάση την αρχή «το μη χείρον βέλτιστον». Μια μονομερής παύση πληρωμών και  μια μονομερής αναδιάρθρωση του χρέους θα είχε συνέπειες χειρότερες συνολικά από ένα ατελές πρόγραμμα στήριξης με προφανώς υπεραισιόδοξες παραδοχές και σχεδιαστικά προβλήματα οφειλόμενα στις εμμονές των θεσμικών εταίρων μας, ενώ εμείς ως χώρα είχαμε φτάσει ταμειακά σε οριακό σημείο και αγωνιούσαμε.

Μια άμεση ισοσκέλιση  της πρωτογενούς διαχείρισης στα τέλη του 2009 ή τις αρχές του 2010 θα ήταν περισσότερο επώδυνη από τη μυωπική υποχρέωση που μας επέβαλαν να μειώσουμε τόσο γρήγορα το έλλειμμα χωρίς παρέμβαση στο χρέος εφαρμόζοντας μια  επιβεβλημένη  προκυκλική πολιτική μείωσης ελλειμμάτων παράλληλα με πολυετή σωρευτική ύφεση που γινόταν πάντα βαθύτερη της προβλεπόμενης.

Οι ιδέες κυβερνούν το κόσμο και τόσο στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης όσο και στις λεγόμενες αγορές κυριαρχεί μια αντίληψη που καταλήγει σε προκυκλικές πολιτικές για τις χώρες που δεν εφάρμοσαν εγκαίρως αντικυκλικές πολιτικές μείωσης των ελλειμμάτων την περίοδο των υψηλών θετικών ρυθμών ανάπτυξης.

Υποστήριξη, προσαρμογή και τιμωρία κάπου δυστυχώς συμπλέκονται .

Αυτό που προσπάθησα και προσωπικά να κάνω μετά τον Ιούνιο του 2011 αποτυπώνεται στο δεύτερο πρόγραμμα και στις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ πρώτου και δεύτερου προγράμματος: πολύ  μεγαλύτερο δάνειο, για πολύ μεγαλύτερο χρόνο, με πολύ μικρότερα επιτόκια μαζί με δραστική εθελοντική μείωση του χρέους και πρόβλεψη για διασφάλιση της βιωσιμότητας του.

Όμως, πρέπει να είμαστε όλοι ειλικρινείς και δίκαιοι. Παρότι οι προσωπικές μου απόψεις ήταν σε κρίσιμα σημεία διαφορετικές από αυτά που έγιναν το πρώτο εξάμηνο του 2010, χωρίς το πρώτο πρόγραμμα, παρά τα μεγάλα σχεδιαστικά του προβλήματα, δεν ξέρω αν θα είχαμε φτάσει στο δεύτερο.

Βασικό δε στοιχείο του δεύτερου προγράμματος είναι το ότι προβλέπει το ίδιο μηχανισμούς βελτίωσης και συμπλήρωσης -όπως η ρήτρα παράτασης σε περίπτωση βαθύτερης ύφεσης-  που επιτρέπουν στην Ελλάδα να ολοκληρώσει ομαλά την δημοσιονομική και διαρθρωτική προσαρμογή και να ξαναβγεί στις αγορές ως κανονικό ξανά κράτος μέλος της ευρωζώνης.

Το θέμα είναι η υπάρχουσα δανειακή σύμβαση να αναθεωρηθεί προς το καλύτερο ή έστω να εφαρμοστεί. Όχι όμως να αναθεωρηθεί προς το χειρότερο.

Δυστυχώς, η εμμονή για εκλογές αμέσως μετά τη σύναψη της δεύτερης σύμβασης που έθεσε τη χώρα σε προεκλογική τροχιά από το Νοέμβριο του 2011 και η διεξαγωγή δυο αλλεπάλληλων εκλογών, σε συνδυασμό με την μόνιμη αποτυχία των μακροοικονομικών προβλέψεων της τρόικας ως προς  την ύφεση, είχε ως αποτέλεσμα να διεκδικούμε επί μήνες τώρα την επόμενη δόση των 31.5 δισ. ευρώ (ενώ μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου πήραμε 75 δισ. ευρώ) και ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο εξόδου από τη κρίση, δηλαδή τα ήδη προβλεπόμενα στην δεύτερη και ισχύουσα δανειακή σύμβαση.

Είχα θέσει προεκλογικά το ζήτημα της αναθεώρηση της σύμβασης και της παράτασης της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής, γιατί αυτά προβλέπονται ρητά στην Σύμβαση σε περίπτωση βαθύτερης ύφεσης.

Είχα θέσει προεκλογικά την ανάγκη διορθωτικών παρεμβάσεων ώστε να διασφαλισθεί και πάλι η βιωσιμότητα του χρέους που επιτεύχθηκε το Φεβρουάριο-Μάρτιο, αλλά υπομονεύθηκε στη συνέχεια από τη βαθύτερη της προσληφθείσας ύφεση, χωρίς να προκαλούνται ζητήματα με το γερμανικό ή οποιοδήποτε άλλο κοινοβούλιο και χωρίς πρόσθετο δάνειο. Αλλά με άλλους τρόπους, τεχνικά εφικτούς με λίγη καλή πολιτική διάθεση από τους εταίρους μας: επαναγορά χρέους στη δευτερογενή αγορά (τώρα το λένε υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΚΤ), απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από το EFSF σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, μεταφορά στην Ελλάδα των κερδών της ΕΚΤ από το χαρτοφυλάκιο SMP ,όπως έγινε το Φεβρουάριο με τα κέρδη της από το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο ANFA.

Συμφωνήσαμε τελικά στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού, αποδεχόμενοι την προτίμηση του Πρωθυπουργού, να εξειδικεύσουμε τη δέσμη των δημοσιονομικών μέτρων ύψους 11.5 δισ. ευρώ, πριν θέσουμε το ζήτημα του συνολικού πλαισίου, με τη σκέψη ότι αυτό ενισχύει την αξιοπιστία της χώρας. Άρα θα μας επέτρεπε να ζητήσουμε πιο πειστικά και να πάρουμε την παράταση. Γιατί θέλαμε με την παράταση  τα μέτρα να απλωθούν σε τέσσερα χρόνια, να τροφοδοτήσουν λιγότερο την ύφεση και να υπάρχει η πιθανότητα περικοπές δαπανών και κυρίως μισθών και συντάξεων να αντικατασταθούν από τις καλύτερες αποδόσεις της οικονομίας και άρα των εσόδων λόγω θετικών ρυθμών ανάπτυξης.

Λέγαμε βεβαίως πάντα ότι τα 11.5 δισ. ευρώ αποκτούν νόημα μέσα σε μια μακροοικονομική εξίσωση που με 4.5 % πρωτογενές πλεόνασμα και 2.6% θετικό ρυθμό ανάπτυξης δίνει βιώσιμο χρέος το 2020 στο επίπεδο του 120 %.

Όλα παραπέμφθηκαν στη έκθεση της τρόικας που τώρα ελπίζουμε, μετά από τρεισήμισι μήνες συζητήσεων, να υποβληθεί. Το πακέτο των δημοσιονομικών μέτρων αυξήθηκε σημαντικά –τώρα μιλάμε για 14,5 δισ. ευρώ- και προς το παρόν είναι έντονα εμπροσθοβαρές, η ρήτρα αντικατάστασης τίθεται αμφίδρομα και κυρίως ως πιθανότητα επιπλέον μέτρων το 2015 και 2016, ενώ η βιωσιμότητα του χρέους εκκρεμεί  ακόμη με οξύ τρόπο στις συζητήσεις  μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ.

Η πάγια συγκαταβατική δήλωση των εταίρων μας πως «περιμένουμε την έκθεση της τρόικας» δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν για ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εξόδου της Ελλάδας από την κρίση που πρέπει να συμφωνηθεί μεταξύ όλων των κρίσιμων παραγόντων του συστήματος και τεχνικά βεβαίως, αλλά και πολιτικά.

Η μόνιμη επωδός των εταίρων μας πως «θέλουμε την Ελλάδα στο ευρώ αρκεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της», κρατά ανοικτή την εκκρεμότητα μέχρι το τέλος του προγράμματος προσαρμογής, δηλαδή πάντα θα υπάρχει το ενδεχόμενο η Ελλάδα να μην εκπληρώσει κάποιες υποχρεώσεις της. Αυτό, όμως, διατηρεί πάντα πολύ υψηλά τον νομισματικό και επενδυτικό κίνδυνο της χώρας. Αποτρέπει τις επενδύσεις, ενθαρρύνει την αποεπένδυση, δυσκολεύει τη συγκρότηση μιας καλής αγοράς για τις ιδιωτικοποιήσεις.

Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που άρχισε τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2012 δεν έχει ολοκληρωθεί. Αντί να υποβοηθηθεί η ρευστότητα, όπως προβλέπει η υφιστάμενη δανειακή σύμβαση, το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω της απόφασης της ΕΚΤ να μειώσει ουσιαστικά την έκθεσή της στην Ελλάδα, μεταφέροντας τη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών στον μηχανισμό ELA της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ρευστότητα παραμένει το μεγάλο θέμα. Η πιστωτική επέκταση είναι αρνητική και αφορά μόνο ρυθμίσεις παλαιών δανείων στην πραγματικότητα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όλων των κατηγοριών αυξάνονται με ταχύ ρυθμό.

Η πραγματική οικονομία έχει φτάσει στα όρια της αντοχής της σε πολλούς κλάδους.
Η Ελλάδα καλύπτει το 3% μόλις του δημοσίου χρέους και το 2% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Είναι πολύ μικρό μέρος του συνολικού ευρωπαϊκού προβλήματος. Είναι ζήτημα αυτοπροστασίας, διορατικότητας και αξιοπιστίας για την ευρωζώνη το να λύσει το ελληνικό ζήτημα. Όχι κάνοντας χάρες και εκπτώσεις, αλλά διαμορφώνοντας ένα εφαρμόσιμο κι βιώσιμο πλαίσιο που στέλνει θετικά μηνύματα και στην κοινωνία και στη διεθνή αγορά.

Η Ελλάδα υφίσταται περισσότερο από κάθε άλλη χώρα τις συνέπειες μιας σκληρής προκυκλικής πολιτικής μεγάλης και γρήγορης μείωσης ελλειμμάτων, ενώ υπάρχει πολυετής σωρευτική ύφεση που θα  φτάσει το 26 % στο τέλος της προσαρμογής, με ανεργία ήδη στο 24% και για τις νέες ηλικίες στο 55%. Μιλάμε για συγκλονιστικούς αριθμούς.

Η Ελλάδα, υπό αυτές τις συνθήκες, κατάφερε μια πρωτοφανή ιστορικά δημοσιονομική προσαρμογή που σε όρους πρωτογενούς ελλείμματος ξεπερνά τις 12 μονάδες του ΑΕΠ σε δυόμιση χρόνια. Το κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές έλλειμμα έχει μηδενιστεί. Ελήφθησαν, όμως, δημοσιονομικά μέτρα, περικοπές δαπανών και αυξήσει φόρων που ξεπερνούν το 25 % του ΑΕΠ. Και με το νέο πακέτο θα ξεπεράσουν το 34% του ΑΕΠ.

Οι διαρθρωτικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό είναι πολύ μεγάλες. Έχει αλλάξει η αγορά εργασίας. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώθηκε αισθητά. Η ανταγωνιστικότητα, όταν μετράται με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας, βελτιώθηκε επίσης κατά τα δυο τρίτα.

Οι τιμές όμως ανθίστανται και άλλοι συντελεστές του κόστους παραγωγής, όπως η ενέργεια, παραμένουν ακριβοί λόγω αγκυλώσεων, αλλά και υψηλής φορολογίας που οφείλεται στη πίεση των εταίρων για γρήγορη δημοσιονομική προσαρμογή.

Το να εστιάζεται συνεπώς και πάλι η συζήτηση στις εργασιακές σχέσεις και το κόστος εργασίας είναι μια εμμονή που δεν βλέπει τα πραγματικά προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Η δέσμη, πάντως, εργατικών μέτρων του Μαρτίου δεν μείωσε την ανεργία. Ίσως να συγκράτησε κάπως τους ρυθμούς αύξησής της. Αλλά πάντως η ανεργία αυξήθηκε συνολικά.

Η Ελλάδα δεν είναι τριτοκοσμική χώρα. Είναι μέλος της Ευρωζώνης και εντεταγμένη σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Αλλά είναι πρωτίστως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ισχύει άρα το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Δεν θα διασφαλισθεί η ανταγωνιστικότητα της χώρας εκτός ευρωπαϊκών προδιαγραφών και εκτός της συλλογικής αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων.

Τα αρνητικά στερεότυπα για την Ελλάδα που αναπαράγονται διεθνώς με μεγάλη ευκολία αδικούν τις θυσίες του λαού μας και  υπονομεύουν την Ευρωζώνη συνολικά, όχι μόνο την Ελλάδα.

Η κοινωνία νοιώθει ανασφαλής. Η συνοχή της έχει διαρραγεί. Ο κίνδυνος του εκφασισμού μεγάλων στρωμάτων είναι πρόδηλος. Στον δημόσιο βίο κυριαρχεί η καχυποψία, η συνωμοσιολογία, η δημαγωγία, η ισοπέδωση.

Το ΠΑΣΟΚ σήκωσε μόνο του το βάρος της διαχείρισης της κρίσης έως το  σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου. Δεν θέλω να θυμηθώ σήμερα ειδικά την καμπύλη της στάσης άλλων κομμάτων.

Τώρα μάλιστα φτάσαμε στο σημείο κάποιοι να λένε στο ΠΑΣΟΚ ότι δεν δικαιούται καν να καταλαβαίνει και να λέει, όπως έχει καθήκον, τι συμβαίνει στην Ευρώπη και τι πρέπει να κάνει η χώρα για να σταματήσει οριστικά η ανατροφοδότηση της εκκρεμότητας που σκοτώνει την πραγματική οικονομία.

Πριν τις εκλογές μας ασκούσαν κριτική με πάθος από σκοπιά αντιμνημονιακή. Τώρα μας ασκούν κάποιοι, με ανιστόρητο και αφελή τρόπο, και κριτική από σκοπιά φιλομνημονιακή. Ενώ εμείς απλώς λέμε με υπεύθυνο και ολοκληρωμένο τρόπο ποια είναι η πρόταση εξόδου από την κρίση, με την Ελλάδα πραγματικά μέσα στο ευρώ.

Περιορίζομαι σε αυτές  τις σύντομες αναφορές, γιατί η σημερινή ημέρα είναι κρίσιμη για τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα.

Στηρίζουμε σθεναρά και ουσιαστικά την κυβέρνηση στην προσπάθειά της.

Θέλουμε να υπάρχει πάντα ένα στέρεο εθνικό μέτωπο και μας λυπεί η άγονη και αντιφατική στάση της αντιπολίτευσης που διαλέγει να οχυρωθεί πίσω από την ευθύνη που έχει θεσμικά η εκάστοτε κυβέρνηση για την διαχείριση της κρίσης.

Εμείς θέλουμε περισσότερο από όλους την επιτυχία αυτής της κυβέρνησης. Η αλλαγή του κλίματος και η πραγματική προοπτική εξόδου από την κρίση θα είναι δικαίωση των προσπαθειών και του τεράστιου πολιτικού και συναισθηματικού κόστους που καταβάλαμε και συνεχίζουμε να καταβάλλουμε ως παράταξη και ως ομάδα πολιτικών στελεχών.

Προσωπικά, έκανα και κάνω μια τεράστια προσπάθεια μπαίνοντας τον Ιούνιο του 2011 και μένοντας στη φωτιά της κρίσης για λόγους εθνικού, πρωτίστως, και παραταξιακού καθήκοντος.

Με αυτήν την αίσθηση καθήκοντος θα κινηθεί και τώρα το ΠΑΣΟΚ. Θέλουμε όμως οι δύσκολες αποφάσεις, με το τεράστιο κόστος τους, να έχουν τουλάχιστον εθνικό, αναπτυξιακό και κοινωνικό αντίκρισμα. Να βγάλουν πράγματι τη χώρα από τη κρίση, την ύφεση, την απαισιοδοξία. Υπάρχει κανείς που διαφωνεί με την προσέγγιση αυτή; Ελπίζω όχι.

Το ΠΑΣΟΚ σηκώνει και μετά τις εκλογές ένα τεράστιο βάρος ευθύνης στο όνομα του εθνικού συμφέροντος, με στόχο η Ελλάδα να ξαναγίνει ουσιαστικά ισότιμη μέσα στην Ευρώπη και η ελληνική κοινωνία να ξαναβρεί τη συνοχή, την αισιοδοξία και την προοπτική της. Ο τόπος χρειάζεται τις προτάσεις, την εμπειρία, τις διεθνείς επαφές του ΠΑΣΟΚ. Όχι λόγω παρελθόντος, αλλά λόγω της σημασίας που έχει για το μέλλον η θέση της σύγχρονης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Ο ελληνικός λαός περιμένει από κάπου να πιαστεί. Θέλει προοπτική. Περιμένει να δει κάποιο, έστω μικρό, φως στον ορίζοντα. Άλλωστε, δεν υπάρχει άλλος δρόμος ρεαλιστικός  και ασφαλής. Δεν υπάρχει εναλλακτική ευρωπαϊκή πολιτική πέραν της συμβολής των ευρωπαίων σοσιαλιστών και της συνεργασίας των χωρών του εν ευρεία εννοία ευρωπαϊκού Νότου που ζουν την ίδια εμπειρία με διάφορα φάσης και αντιλαμβάνονται ότι η Ελλάδα απλώς προηγείται χρονικά και δεν είναι ο αποσυνάγωγος της ευρωπαϊκής οικογένειας.

Είχα την ευκαιρία να αναλάβω μαζί με τους ομολόγους μου των σοσιαλιστικών κομμάτων της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας, μια πρωτοβουλία για τα θέματα αυτά, με την οποία μας δήλωσε ότι θα συνεργαστεί και η νέα ηγεσία του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στην προχθεσινή μας συνάντηση στο Παρίσι με τον κ. Desir.

Πρέπει συνεπώς η παρατεταμένη εκκρεμότητα των συζητήσεων με την τρόικα να κλείσει το ταχύτερο και η περιβόητη δόση των 31.5 δισ. ευρώ να εκταμιευθεί εγκαίρως και πλήρως. Οι συζητήσεις όμως δεν πρέπει να κλείσουν άμεσα, όχι όμως όπως–όπως και όσο–όσο.

Η καθυστέρηση λειτουργεί εξαιρετικά αρνητικά για την πραγματική οικονομία, τις επιχειρήσεις, τις προοπτικές των ανέργων, την ασφάλεια των εργαζομένων. Λειτουργεί αρνητικά για τη διεθνή εικόνα της χώρας, για την προοπτική επενδύσεων και το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Η καθυστέρηση εντείνει τις ταμειακές πιέσεις και μειώνει την ισχύ της μακροοικονομικής λογικής. Και όσο εντείνονται οι ταμειακές πιέσεις μειώνεται η ισχύς της μακροοικονομικής λογικής.

Χωρίς όμως ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο οριστικής εξόδου από την κρίση, δεν θα αλλάξει η υπάρχουσα κατάσταση. Μέσα στο ολοκληρωμένο αυτό πλαίσιο το πακέτο των δημοσιονομικών μέτρων πρέπει επιτέλους να οριστικοποιηθεί ως προς το συνολικό του ύψος και ως προς την κατανομή σε δυο μεγάλες κατηγορίες: αφενός μεν μισθοί, συντάξεις και επιδόματα, αφετέρου δε δαπάνες σχετικές με τη λειτουργία του κράτους.

Μόνο έτσι μπορεί να διασφαλισθεί στο εσωτερικό της πρώτης κατηγορίας ο μη οριζόντιος, ο αναλογικός και δίκαιος χαρακτήρας της συνεισφοράς κάθε ομάδας πολιτών, λαμβανομένων υπόψη και των έως τώρα θυσιών. Το ίδιο κριτήριο ισχύει και για τα φορολογικού χαρακτήρα μέτρα που ενισχύουν τα έσοδα. Δεν μπορεί προφανώς τα επιμέρους μέτρα να είναι εξοντωτικά, ισοπεδωτικά ή εκτός της πραγματικότητας της αγοράς.

Η συμφωνία για την παράταση της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει να επιτρέψει την κατανομή των μέτρων στο εσωτερικό της περιόδου, έτσι ώστε να μην ανατροφοδοτείται η ύφεση. Άλλο είναι όμως η πραγματική παράταση της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής, που προβλέπεται στην υφιστάμενη δανειακή σύμβαση και άλλο οι διευθετήσεις που είναι αναγκαίες για την περίοδο μετά το πρόγραμμα και έως την επάνοδο της Ελλάδας στις αγορές, με βάση τις λήξεις ομολόγων ή άλλες δανειακές υποχρεώσεις της χώρας έναντι των θεσμικών της εταίρων.

Πάντα ξέραμε ότι και μετά τη λήξη του προγράμματος, είτε το 2012, είτε το 2014, είτε το 2016, δεν θα έχουμε αυτόματη επάνοδο στις αγορές, αλλά χρειάζεται κάλυψη της Ελλάδας από τους εταίρους της και για την περίοδο μετά, έως την επάνοδο στις αγορές. Κάποιοι από τους διεθνείς συνομιλητές μας κάνουν τώρα πως δεν καταλαβαίνουν τη διάφορα και ονομάζουν «παράταση της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής» τους διακανονισμούς ουσιαστικά για τη μετά την προσαρμογή περίοδο.

Η ουσιαστική παράταση θα επιτρέψει να λειτουργήσει πραγματική ρήτρα αντικατάστασης, όχι ως απειλή για περισσότερα μέτρα τέτοιου είδους μέχρι το τέλος του 2016.

Έχουμε συμφωνήσει στο εσωτερικό της κυβερνητικής συμμαχίας πως είναι αναγκαίο να μπορούμε να διαβεβαιώσουμε τον ελληνικό λαό ότι αυτό είναι πράγματι το τελευταίο πακέτο δημοσιονομικών μέτρων τέτοιου είδους.

Και βέβαια είναι ζωτικής σημασίας να παρουσιάσουμε ταυτοχρόνως δυο αξιόπιστα αντίρροπα πακέτα: ένα κοινωνικό με αιχμή την απόλυτη φτώχεια και την ανεργία των νέων με πλήρη αξιοποίηση των πόρων του κοινωνικού ταμείου και ένα αναπτυξιακό με αιχμή την άμεση και πλήρη αξιοποίηση των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων, των δυνατοτήτων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και συγκεκριμένων και πρακτικών διμερών πρωτοβουλιών με χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία.

Είμαστε αποφασισμένοι να συμβάλουμε στην προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και όλων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που χρειάζονται τη στήριξη της κοινωνίας στο όνομα του γενικού συμφέροντος, εναντίον κάθε συντεχνιακής λογικής και κάθε αδράνειας.

Αυτές είναι άλλωστε οι βασικές δημοσιονομικές και διαρθρωτικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης που ξεκινά από το νέο εθνικό παραγωγικό μοντέλο και φτάνει στη ριζική αλλαγή του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης, την ολική αναθεώρηση του Συντάγματος και την αλλαγή των όρων διεξαγωγής του πολιτικού ανταγωνισμού, όχι στη βάση του παλιού και μη υφιστάμενου πλέον δικομματισμού, αλλά στη βάση μιας νέας κουλτούρας συνεργασίας.

Αν όμως δεν κλείσουν οι θεμελιώδεις εκκρεμότητες, αν δεν σταλεί καθαρό μήνυμα για την  αλλαγή της κατάστασης και τη δραστική μείωση του λεγομένου «ελληνικού ρίσκου» τόσο προς την ελληνική κοινωνία όσο και προς τις διεθνείς αγορές, όλα τα άλλα θα θεωρούνται απλώς λόγια. –


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου