Στη Γερμανία οι εργαζόμενοι έχουν μία ιδιαίτερα σχέση «αγάπης» με τη δουλειά. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς πως πρόκειται για εθισμό. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται από τα πρόσφατα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OOΣΑ) σχετικά με τις ηλικίες συνταξιοδότησης των Γερμανών εργαζομένων. Ο αριθμός των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα ηλικίας 60-64 ετών έχει διπλασιαστεί σε σχέση με το 2001. Πιο συγκεκριμένα το ποσοστό παραμονής αυτής της ηλιακής ομάδας στα εργασιακά πόστα έχει αυξηθεί από 21,4 % σε 44,2%.
Επιβεβαιώνονται άρα έτσι οι εκτιμήσεις των πολιτικών εκείνων που τάσσονται υπέρ της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης; Ναι, είναι η απάντηση που δίνει ο ΟΟΣΑ, αφού και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι – τουλάχιστον στη Γερμανία - φαίνεται να προτιμούν την παράταση της παραμονής τους στις θέσεις εργασίας και μετά τα 60, παρά τις δυνατότητες που τους παρέχει ο νόμος. Η αύξηση του ορίου ηλικίας των μάχιμων εργαζόμενων είναι απόρροια συνδυασμού παραγόντων. Οι εργαζόμενοι άνω των 60 κρίνουν ότι τα έσοδα από τις συντάξεις δεν τους φτάνουν, αφού είναι κατώτερα από τον μηνιαίο μισθό που λαμβάνουν ως εργαζόμενοι. Παράλληλα έχει παρατηρηθεί και μία σημαντική αλλαγή στον τρόπο που οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν την εργασία στην ηλικία αυτή: ως μέσο κοινωνικοποίησης παρά ως καταναγκασμό.
Η ζωή μετά την καριέρα
Ο Μπέρνχαρντ Σβιτάισκι και ο Κλάους φον Χολτ συνεχίζουν να πηγαίνουν κανονικά στη δουλειά τους κι ας έχουν κλείσει εδώ και καιρό τα 60 χρόνια. «Υπάρχει γενικώς μία ανασφάλεια και ανησυχία ότι με την συνταξιοδότηση μειώνονται οι μηνιαίες αποδοχές. Έτσι οι άνθρωποι προσπαθούν να παραμείνουν όσο το δυνατό περισσότερο σε καθεστώς κανονικής μισθοδοσίας», δηλώνει στη DW o φον Χολτ.
Ο Κλάους φον Χολτ, 62 ετών, σπούδασε στη Βόννη φυσική και ιατρική με ειδίκευση στην ιατροδικαστική και την τοξικολογία. Μετά από χρόνια εργασίας στη βιομηχανία και την έρευνα, πρόσφατα προσελήφθη σε μία προσωρινή θέση ανεξάρτητου συμβούλου στο Ερευνητικό Κέντρο για τα νευροεκφυλιστικά νοσήματα (DZNE) στη Βόννη.
Ο Μπέρνχαρντ Σβιτάισκι, 64 ετών, εργάζεται με μερική απασχόληση πλέον ως σύμβουλος στον Οργανισμό Εύρεσης Εργασίας στη Βόννη. Του αρέσει πολύ η δουλειά του, όπως λέει, επειδή του προσφέρει χαρά, δημιουργικότητα, κίνητρα για προσφορά και συμμετοχή αλλά και μία καλή ευκαιρία για καθημερινή συναναστροφή με συναδέλφους. Θέλει να συνεχίσει να εργάζεται μέχρι τέλους, δηλαδή μέχρι τα 65 έτη.
Δικαίωμα για εργασία με δυσκολίες
To προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί στη Γερμανία από τη δεκαετία του 1960 κατά δέκα χρόνια. Κατά συνέπεια αυξάνεται και η διάρκεια της ηλικίας συνταξιοδότησης. Η έμφαση δίνεται κυρίως στη βελτίωση των κινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση καθώς και στη βελτίωση των ευκαιριών απασχόλησης στους νέους. Η αύξηση των εργασιακών προοπτικών και για την ευαίσθητη ηλικιακή ομάδα μεταξύ 60 και 65 σπάνια αποτελεί αντικείμενο πολιτικών συζητήσεων, παρά το γεγονός ότι η τάση στην ίδια την κοινωνία αλλά και τον επαγγελματικό χώρο δείχνει προς την άλλη κατεύθυνση. Από το 2005 όμως οι συστάσεις του ΟΟΣΑ σχετικά με τους εργαζομένους μεγαλύτερης ηλικίας άρχισαν να πυκνώνουν κι έτσι η Γερμανία άρχισε να παρέχει περισσότερα κίνητρα στην συγκεκριμένη εργασιακή κατηγορία.
Ωστόσο ο επαγγελματικός δρόμος μετά τα 60 δεν είναι ρόδινος για τους περισσότερους εργαζομένους, κυρίως αυτούς που δραστηριοποιούνται στην ελεύθερη αγορά ή σε εξειδικευμένες ερευνητικές θέσεις. «Εργαζόμουν επί χρόνια σε ένα ερευνητικό Ινστιτούτο, το οποίο πέρυσι έκλεισε. Οι περισσότεροι συνάδελφοί μου άνω των 55 είχαν πρόβλημα να βρουν μία νέα ερευνητική θέση κάπου αλλού», αναφέρει ο φον Χολτ. Για τον Σβιτάισκι οι πιθανότητες να μείνει άνεργος κάποιος που θέλει να συνεχίσει να δουλεύει αντί να συνταξιοδοτηθεί μετά τα 60 είναι μεγάλες: «Συνήθως η αγορά δεν βλέπει προοπτική και δυνατότητες εξέλιξης στα άτομα αυτής της ηλικίας». Τα προβλήματα υγείας αλλά και οι οικογενειακές υποχρεώσεις αποτελούν συχνά ανασταλτικούς παράγοντες που δυσχεραίνουν την επιλογή αυτών των εργαζομένων σε απαιτητικές θέσεις.
Deutsche Welle
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου