Μοναδικό εφόδιό του όταν έμπαινε στον κόσμο του εμπορίου ήταν οι γνώσεις του δημοτικού. Ο Διαμαντής Μασούτης, ιδρυτής της μεγαλύτερης αλυσίδας σούπερ μάρκετ στη Βόρεια Ελλάδα, δεν σπούδασε σε πανεπιστήμιο, δεν φοίτησε ούτε στο γυμνάσιο. Μεγάλωσε σε μια αγροτική οικογένεια στο Αδενδρο της Θεσσαλονίκης και έπρεπε από μικρή ηλικία να βοηθά τους γονείς του στο βαμβάκι και στο σιτάρι. Δεν ήθελε όμως να ακολουθήσει την αγροτική ζωή. «Ημασταν ακτήμονες και η επιβίωση ήταν σκληρή. Γι' αυτό αποφάσισα να πάω στην πόλη, για να βρω δουλειά και να ξεφύγω», λέει.
Μέσω της αδελφής του γνωρίζει τη δεκαετία του 1960 τον αντιπρόσωπο της εταιρείας απορρυπαντικών ΤΡΥΛΕΤ. Εκείνος όμως δίσταζε αρχικά να τον προσλάβει ως πωλητή. Προτιμούσε να βρει κάποιον με πτυχίο. Τελικά του εμπιστεύεται μια θέση και ο κ. Μασούτης κάνει αυτή τη δουλειά τεσσεράμισι χρόνια.
Το 1969 δανείζεται από συγγενείς του 55.000 δραχμές, αγοράζει ένα αυτοκίνητο και ασχολείται με το εμπόριο απορρυπαντικών και σαμπουάν στα Λαδάδικα. Αξιοποιεί τις γνωριμίες του στην αγορά από την προηγούμενη δουλειά και το χονδρεμπόριο πάει καλά.
Το 1976 ανοίγει στην οδό Κ. Κρυστάλλη, στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, το πρώτο κατάστημα της αλυσίδας του η οποία σήμερα αριθμεί 229 στη Βόρεια Ελλάδα. Απασχολεί 5.550 εργαζομένους και στον όμιλό του ανήκουν ακόμη τρία πρατήρια βενζίνης, ένα συνεδριακό κέντρο και δύο αποθήκες.
«Πρέπει να έχεις καλές σχέσεις με τους προμηθευτές και να είσαι κοντά στους εργαζόμενους, να αισθάνεσαι ότι είσαι ένας από αυτούς, να τους κάνεις να νιώθουν ασφάλεια», λέει όταν τον ρωτάμε για τα μυστικά της επιτυχίας του.
Ο κ. Μασούτης παρατηρεί ότι στην εποχή του ήταν πιο εύκολο για κάποιον να πετύχει χωρίς πτυχίο. «Τότε οι σχέσεις στην αγορά βασίζονταν στην εμπιστοσύνη. Σήμερα δεν ισχύει το ίδιο. Δεν μπορείς να αφήσεις ανοιχτούς λογαριασμούς. Δεν αρκεί η ειλικρίνεια. Δεν αρκεί απλά η διάθεση. Χρειάζονται και οι σπουδές».
Και ο ίδιος, αν και αυτοδημιούργητος, λέει ότι δεν υπερεκτίμησε τις δυνατότητές του. Οποτε χρειαζόταν έπαιρνε δίπλα του τους κατάλληλους ανθρώπους που είχαν τις γνώσεις και τις σπουδές στα οικονομικά ή στη διοίκηση επιχειρήσεων και μπορούσαν να τον βοηθήσουν
Η Λόλα ήταν μια μοδίστρα με πτυχίο κοπτικής - ραπτικής. Η γυναίκα του. Το 1969 ο Γρηγόρης Γιαλαμάς και η σύζυγός του αποφασίζουν να ιδρύσουν την εταιρεία ετοίμων ενδυμάτων «Λόλα», με έδρα το... σπίτι τους. «Η γυναίκα μου είχε ήδη έτοιμη πελατεία και εγώ διέθετα εμπειρία στις πωλήσεις. Τα τέσσερα πρώτα χρόνια η κοπή και η ραφή των ενδυμάτων γινόταν στο σαλόνι μας», λέει ο ίδιος.
Τη δεκαετία του 1960, σε ηλικία 15 ετών, φτάνει στην Αθήνα για να φοιτήσει σε ιδιωτική σχολή μηχανικών του Εμπορικού Ναυτικού, αλλά εγκαταλείπει τις σπουδές του στο δεύτερο έτος. Πριν ιδρύσει τη δική του επιχείρηση, εργάζεται ως υπάλληλος σε κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων και αργότερα πουλά ιδιωτικά ρούχα κατ' οίκον, φοιτώντας παράλληλα σε νυχτερινό γυμνάσιο. «Το 1969 ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε γυναικείες φούστες. Η πρώτη μας παραγωγή ήταν 500 κομμάτια, που αρχικά δειγμάτιζα ο ίδιος σε μεγάλα καταστήματα στο Κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά», λέει. Το 1973 η επιχείρησή του μετρά 8 υπαλλήλους. «Είχαμε κοπέλες που έβγαζαν τα δείγματα και τα σιδέρωναν. Το ράψιμο το δίναμε σε γυναίκες που έραβαν φασόν στα σπίτια». Την ίδια χρονιά το ζευγάρι αγοράζει το πρώτο του ακίνητο στην περιοχή του Αγ. Δημητρίου, όπου στεγάζει το σπίτι της οικογένειας και το εργαστήριο της επιχείρησης. Πέντε χρόνια αργότερα, χτίζουν το εργοστάσιο της εταιρείας στη λεωφόρο Αγ. Δημητρίου. Σήμερα η εταιρεία διαθέτει 8 καταστήματα και απασχολεί 70 υπαλλήλους. Η ετήσια παραγωγή αγγίζει τα 60.000 κομμάτια και ο σχεδιασμός των ρούχων - που αρχικά γινόταν προσωπικά από τη Λόλα Γιαλαμά - έχει ανατεθεί σε ένα επιτελείο τεσσάρων ατόμων.
Από τότε που υποδεχόταν τις πελάτισσες στο σαλόνι του σπιτιού του, ο κ. Γιαλαμάς διδάχθηκε πως στον κόσμο του εμπορίου οι καλές ανθρώπινες σχέσεις είναι μια ασφαλής επένδυση. Παρότι είναι πλέον συνταξιούχος, συνεχίζει να επισκέπτεται τα καταστήματα. Η ικανότητα διοίκησης της επιχείρησής του αποκτήθηκε με την εμπειρία και την παρακολούθηση των κινήσεων των ανταγωνιστών του, αναφέρει και προσθέτει: «Παρότι πιστεύω πως στον κλάδο μας δεν έχει τόση αξία το πανεπιστημιακό πτυχίο, ένιωσα το κενό της πανεπιστημιακής μόρφωσης. Ευτυχώς, το συμπλήρωσαν τα παιδιά μου».
Αμπελουργός τέταρτης γενιάς, ο Θανάσης Παπαϊωάννου, ιδρυτής του «Κτήματος Παπαϊωάννου» - ενός από τα πρώτα βιολογικά αμπελουργεία-οινοποιεία στη Νεμέα - ήταν ο μόνος από τα αδέλφια του που αποφάσισε να κάνει το επάγγελμα των γονιών του επιχείρηση. «Ο παππούς μου καλλιεργούσε αμπέλια και οινοποιούσε, ο πατέρας μου το ίδιο. Μεγάλωσα ανάμεσα στα αμπέλια», λέει.
Τη δεκαετία του 1950 μετακομίζει στην Αθήνα, αλλά επιλέγει να εγκαταλείψει στο δεύτερο έτος τις σπουδές του στην Ανώτατη Σχολή Εμπορικών Σπουδών και να επιστρέψει στη Νεμέα. «Ενιωσα υποχρεωμένος τότε να στηρίξω οικονομικά την οικογένειά μου. Αλλωστε, το επάγγελμα του δημοσίου υπαλλήλου δεν θα μου άφηνε πολλά περιθώρια για απόκτηση επιπλέον γνώσεων. Θα με αδρανοποιούσε. Η μεγαλύτερη ευχαρίστησή μου είναι η δημιουργία», αναφέρει. Αναλαμβάνει την οικογενειακή επιχείρηση και κληρονομεί 15 στρέμματα αμπελιών, τα οποία έχει αυξήσει σήμερα στα 600.
Οινολογία δεν σπούδασε ποτέ. Δεν σταμάτησε, όμως, να διαβάζει και να ενημερώνεται: πανεπιστημιακά σύγγραμμα οινολογίας, χημείας και γεωπονίας, αλλά και βιβλία για νομικά, οικονομικά και φορολογικά ζητήματα σχετικά με την επιχείρησή του. Από ένα σύγγραμμα φτιάχνει μόνος του το πρώτο του οινολογικό εργαστήριο.
Καλλιεργεί πειραματικά περισσότερες από 50 ποικιλίες αμπελιών, καταλήγει να επιλέξει τις πιο ανθεκτικές για τα κρασιά του και ξεκινά την εμφιάλωση το 1981 με 3 ετικέτες φρέσκων κρασιών και 2 παλαιωμένων. Την ίδια χρονιά στην επιχείρηση προστίθεται ο γιος του Γιώργος, που αναλαμβάνει ως χημικός - οινολόγος, προσθέτοντας επιστημονική γνώση στην εμπειρία του πατέρα του. Η πρώτη τους παραγωγή αγγίζει τις 7.000 φιάλες, ενώ σήμερα το «Κτήμα Παπαϊωάννου» εμφιαλώνει 400.000 φιάλες τον χρόνο και διαθέτει πλέον 18 ετικέτες στην αγορά.
Το μυστικό της επιχειρηματικής στρατηγικής του κ. Παπαϊωάννου ήταν η παρατήρηση της αγοράς. «Δεν ξεκίνησα σκεπτόμενος τι κρασί μπορεί να μου δώσει το αμπέλι ή το οινοποιείο, αλλά τι κρασί θέλει ο κόσμος», λέει ο ίδιος. Από το ξεκίνημα, αποφασίζει να πουλά ποιοτικό προϊόν σε χαμηλές τιμές. Η καλή φήμη των κρασιών του διαδίδεται από στόμα σε στόμα.
Η ίδρυση της εταιρείας εισαγωγής αντλιών του κ. Δημήτρη Μαρκομιχάλη προέκυψε όταν ο πατέρας του Παναγιώτης - ο οποίος εργαζόταν ως μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού - αναγκάστηκε να αποσυρθεί λόγω υγείας. «O πατέρας μου γνώριζε καλά το αντικείμενο των αντλιών και είχε γνωριμίες. Ετσι αποφασίσαμε να ασχοληθούμε επιχειρηματικά, όσο ακόμα ήμουν μαθητής. Τα πρώτα χρόνια ερχόμουν στο γραφείο αμέσως μετά το σχολείο», λέει.
Από το 1975 πατέρας και γιος δραστηριοποιούνται από τους πρώτους στην Ελλάδα στις εισαγωγές - εξαγωγές, στο εμπόριο αντλιών, αλλά και στην κατασκευή πυροσβεστικών συγκροτημάτων. Στο ξεκίνημα της επιχείρησής τους πουλούν περίπου 200 αντλίες ετησίως, ενώ σήμερα εμπορεύονται χιλιάδες προϊόντα, συνεργάζονται με 25 εργοστάσια στο εξωτερικό, διαθέτουν δίκτυο εμπόρων σε ολόκληρη την Ελλάδα, διαθέτουν τμήμα service, ενώ εξάγουν στα Βαλκάνια και στο Σουδάν. Το 1994 μεταφέρουν τα γραφεία τους σε ιδιόκτητο ακίνητο 3.090 τ.μ. στον Πειραιά.
Η ίδρυση της επιχείρησης και η υποστήριξη του πατέρα του στο αρχικό του εγχείρημα δεν άφησαν στον κ. Μαρκομιχάλη πολλά περιθώρια για πανεπιστημιακές σπουδές, εξηγεί ο ίδιος. Παρ' όλα αυτά, δεν σταμάτησε να ενημερώνεται για το αντικείμενο της δουλειάς του. Η τριβή με το αντικείμενο είναι το μυστικό της επιτυχίας του, αναφέρει. «Η εμπειρία αποκτάται στην πράξη. Αν είχα την τεχνογνωσία, ίσως να έκανα οικονομία χρόνου στην κατανόηση ορισμένων ζητημάτων. Ωστόσο, αυτό δεν με απασχολεί». Εξηγεί πως από τα πρώτα χρόνια στη δουλειά επέλεξε να περάσει από όλα τα στάδια της παραγωγής, όπως η εγκατάσταση και η παράδοση αντλιών.
TA NEA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου