Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Τρομοκράτες γόνοι καλλιεργημένων οικογενειών.Εικοσάρηδες, πλούσιοι και μορφωμένοι


 Έρευνα της αμερικανικής αντικατασκοπίας συμπεραίνει ότι η πλειονότητα όσων συμμετείχαν σε αντάρτικα πόλεων τη δεκαετία του ’70 στην Ευρώπη, στην Ασία και τη Λατινική Αμερική ήταν 20άρηδες, φοιτητές, προερχόμενοι από μεσαία και ανώτερα οικονομικά στρώματα.
Η έρευνα που φέρει τον τίτλο «Το προφίλ του Τρομοκράτη», υπογράφεται από τους Τσαρλς Ράσελ και Μπάουμαν Μίλερ, αναλυτές στις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας.

Βασίστηκαν σε δημοσιεύματα και αστυνομικές αναφορές της περιόδου 1966 – 1976 για να μελετήσουν τις ιστορίες 350 τρομοκρατών, μελών 18 οργανώσεων. Συμπέραναν ότι ο μέσος τρομοκράτης είναι άνδρας, 22 – 24 ετών, με πανεπιστημιακή εκπαίδευση συνήθως στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών.

Από τότε παρατηρούνταν η τάση να περνούν στο επιχειρησιακό κομμάτι όλο και νεότερα σε ηλικία μέλη. Πάνω από τα δύο τρίτα των τρομοκρατών προέρχονταν από εύπορες οικογένειες που απολάμβαναν σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική αποδοχή.

Οι γονείς των περισσοτέρων ήταν γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, διπλωμάτες, κληρικοί, στρατιωτικοί, σε κάποιες περιπτώσεις και αστυνομικοί. «Ακόμα και αν οι γονείς τους συμμετείχαν στις υπάρχουσες κοινωνικές και οικονομικές δομές, πολλοί από αυτούς είχαν απογοητευτεί από το υπάρχον σύστημα.

Ηταν φιλελεύθεροι στις πολιτικές απόψεις τους και συχνά μιλούσαν για την ανάγκη κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής», αναφέρουν οι αναλυτές.
Σύμφωνα με την έρευνα, η οποία συντάχθηκε την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, χώρος στρατολόγησης των τρομοκρατών ήταν τα πανεπιστήμια. «Εκεί πρώτη φορά οι νέοι γνώρισαν τον μαρξισμό ή άλλες επαναστατικές θεωρίες. Ακόμα και αν επικαλούνται συχνά τον μαρξισμό ως κίνητρο των πράξεών τους, παρακινούνται κυρίως από την απογοήτευσή τους, την αναρχική ή μηδενιστική αντίληψή τους», παρατηρούν οι Ράσελ και Μίλερ.

Μέχρι τότε οι αναλυτές εστίαζαν στους μηχανισμούς της τρομοκρατίας. Μιλούσαν για την τακτική, τον οπλισμό, τη δομή, τη χρηματοδότηση. Πρώτη φορά πλέον κοιτούσαν και τα πρόσωπα όσων συμμετείχαν στις οργανώσεις.
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ. Στο επίκεντρο των ερευνητών βρέθηκε η ακροαριστερή οργάνωση Μπάαντερ – Μάινχοφ γνωστή και ως Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF), που έδρασε στη Δυτική Γερμανία.

Πάνω από 65% των μελών της προέρχονταν από τη μεσαία τάξη. Τα δύο ιδρυτικά μέλη ήταν παιδιά ανθρώπων του πνεύματος. Ο Αντρέας Μπάαντερ ήταν γιος ιστορικού και η Ουλρίκε Μάινχοφ κόρη ιστορικού τέχνης. Ο Χορστ Μάλερ ήταν γιος οδοντιάτρου, ο πατέρας του Χόλγκερ Μάινς ήταν ιδιοκτήτης επιχείρησης και εκείνος της Γκούντρουν Ενσλιν κληρικός. Το 80% των τρομοκρατών που είχαν συλληφθεί ή αναγνωριστεί ως μέλη της οργάνωσης είχε πανεπιστημιακή μόρφωση.

Η Μάινχοφ σπούδασε φιλοσοφία, παιδαγωγική κοινωνιολογία και εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε αριστερά έντυπα. Η Ενσλιν είχε άριστους βαθμούς στα τεστ και ήταν υπότροφος του ιδρύματος κρατικών υποτροφιών. Από τις λιγοστές εξαιρέσεις ήταν ο Μπάαντερ, ο οποίος δεν ολοκλήρωσε τη φοίτησή του στο λύκειο.

Παρόμοια ήταν και η κοινωνική προέλευση αλλά και η ακαδημαϊκή μόρφωση των μελών της διεθνούς ακροαριστερής οργάνωσης Ιαπωνικός Κόκκινος Στρατός. Ιδρύθηκε το 1970 και στόχος της ήταν, μεταξύ των άλλων, η ανατροπή της ιαπωνικής κυβέρνησης. Τα μέλη της ευθύνονται για αεροπειρατείες και δεκάδες επιθέσεις, με αποκορύφωμα εκείνη στο αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν του Ισραήλ, κατά την οποία σκοτώθηκαν 26 άνθρωποι.

Η αρχηγός Φουσάκο Σιγκενόμπου είναι κόρη δασκάλου και σπούδασε Πολιτική Οικονομία και Ιστορία. Συνελήφθη στην Οσάκα το 2000. Και άλλα μέλη της οργάνωσης όπως οι Μαρουόκα Οσάμου και Χιντάκα Τοσιχίκο προέρχονταν από μεσαία στρώματα.
Ανάλογη διαστρωμάτωση εντόπισαν οι αμερικανοί ερευνητές και στους Τουπαμάρος, την οργάνωση που έδρασε στην Ουρουγουάη. Παρότι πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ως πολιτικό κίνημα, στην πορεία πέρασε στην ένοπλη δράση διοργανώνοντας απαγωγές και εκτελέσεις.

Τα μέλη τους σπάνια προέρχονταν από την εργατική τάξη. Το 90% ήταν νέοι επαγγελματίες ή φοιτητές, γόνοι εύπορων οικογενειών.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνουν οι ερευνητές και στον ρόλο των γυναικών. Οι άνδρες ήταν εκείνοι που αναλάμβαναν το επιχειρησιακό κομμάτι: ληστείες, τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών, απαγωγές, δολοφονίες. Με λιγοστές εξαιρέσεις, οι γυναίκες δεν βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του αντάρτικου.

Είχαν κυρίως ρόλο μεταφορέα, ήταν ιατρικό προσωπικό ή αναλάμβαναν τη συντήρηση και φύλαξη των καταφυγίων της οργάνωσης. Εκείνες ήταν υπεύθυνες για τις γιάφκες όπου βρισκόταν ο οπλισμός, αλλά και για την αποθήκευση των προκηρύξεων, τη χρηματοδότηση και τον εφοδιασμό των ομάδων.

Οι διαπιστώσεις των δύο αναλυτών δεν μπορεί να αποτελέσουν αδιάψευστο κριτήριο, σύμφωνα με αναφορά ερευνητών της Βιβλιοθήκης του αμερικανικού Κογκρέσου, καθώς και δευτερογενών πηγών. Αποτελούν ωστόσο βασικό οδηγό για όσους ψάχνουν το κοινωνιολογικό προφίλ των τρομοκρατών.

«Οι τρομοκρατικές οργανώσεις στρατολογούν όλο και περισσότερο κόσμο που είναι καλά εκπαιδευμένος, έχει εργαστεί και επιδεικνύει μεγάλο βαθμό εξυπνάδας και ιδεαλισμού», καταλήγουν οι ερευνητές του Κογκρέσου στην έκθεσή τους το 1999.


polispress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου