Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι ένα εγχείρημα
που έχει οργανωθεί υπό φυσιολογικές συνθήκες. Στην πραγματικότητα, η σύλληψη
της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε όλα τα επίπεδα αποτυπώνει μια γραμμική αντίληψη
για την εξέλιξη της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής στην Ευρώπη,
που γίνεται αντιληπτή ως μια ήπειρος της αιώνιας ειρήνης. Η Ευρώπη γίνεται
αντιληπτή με έναν καντιανό τρόπο. Με τη σκέψη ότι μετά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά την εμπειρία του Ψυχρού Πολέμου και την πτώση του
Υπαρκτού Σοσιαλισμού, στην πραγματικότητα στην Ευρώπη έχει συντελεστεί το τέλος
της ιστορίας και σίγουρα το τέλος της πολιτικής και το τέλος των ιδεολογιών,
αυτών που τροφοδότησαν τις μεγάλες συγκρούσεις στο γοητευτικό 20ό αιώνα.
Η ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση είναι μια μορφή έντονου πολιτικού βολονταρισμού, βασίζεται σε
μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες που αποτυπώνονται σε κατά καιρούς τροποποιήσεις
των ιδρυτικών συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά αυτός ο πολιτικός
βολονταρισμός έχει διακρατικά και διακυβερνητικά χαρακτηριστικά και έχει
σιγά–σιγά χάσει τα παλιά, αξιακά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά του που
εκπήγαζαν μέσα από τη σύγκρουση μεταξύ μιας συντηρητικής δεξιάς αντίληψης, μιας
προοδευτικής σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης και μιας μαχητικής, μαρξιστικής,
κομμουνιστικής αντίληψης, με κοινό έδαφος την Ευρώπη, τους λαούς και τις
κοινωνίες της Ευρώπης.
Αυτή η νέα
μορφή αξιολογικά και ιδεολογικά ουδέτερου πολιτικού βολονταρισμού, υποτίμησε
τις τελευταίες δεκαετίες και σίγουρα από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και μετά,
τους δημοσιονομικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους, αλλά και τις κοινωνικές
αντιδράσεις.
Φτάσαμε
έτσι στη συγκρότηση της ζώνης του ευρώ και στο ευρώ ως κοινό νόμισμα. Δηλαδή,
σε μια εντυπωσιακή κίνηση ολοκλήρωσης, γιατί το νόμισμα μαζί με τη σημαία και
τις ένοπλες δυνάμεις είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της κρατικής κυριαρχίας,
χωρίς από την άλλη μεριά τίποτα να συμβαίνει στα κρίσιμα στοιχεία της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Δηλαδή, χωρίς να αυξάνεται ο κοινοτικός προϋπολογισμός,
χωρίς να πολλαπλασιάζονται οι ίδιοι πόροι, οι οποίοι είναι σε
κωμικό βαθμό περιορισμένοι, χωρίς να εγκαθίστανται μηχανισμοί ανακατανομής του
πλεονάσματος και πραγματικής σύγκλισης των εθνικών οικονομιών στο εσωτερικό της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.
Στην
πραγματικότητα, έγινε μια σημαντική προώθηση της ολοκλήρωσης σε νομισματικό
επίπεδο, χωρίς τίποτα το αντίστοιχο σε θεσμικό επίπεδο ώστε να καλυφθεί το
δημοκρατικό και πολιτικό έλλειμμα της Ευρώπης και χωρίς να ενισχυθούν οι
μηχανισμοί πραγματικής σύγκλισης των επιπέδων ανάπτυξης, εισοδημάτων και
κοινωνικής προστασίας στο εσωτερικό της Ένωσης με τη μεταφορά πλεονασμάτων από
χώρα σε χώρα.
Θα έλεγα
ότι συνέβη κάτι εντυπωσιακά αντιφατικό. Η περισσότερο ολοκληρωμένη Ευρωζώνη των
17 κρατών αποχωρίστηκε από την Ευρώπη των 27 και η απόσταση που χωρίζει τα μέλη
της Ευρωζώνης από τα υπόλοιπα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεγάλωσε.
Επίσης,
έγινε κάτι ακόμη πιο εντυπωσιακό. Απεκόπη ουσιαστικά η Ευρωζώνη από τους
θεσμικούς μηχανισμούς και τις εγγυήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως από τη
λειτουργία και τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στην
πραγματικότητα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχει καμία αρμοδιότητα που να
συνδέεται με τον πυρήνα των κρίσιμων αποφάσεων που λαμβάνει διαρκώς
το Eurogroup ως όργανο που εκφράζει πολιτικά τη βούληση των
κυβερνήσεων που συγκροτούν την Ευρωζώνη.
Όταν
μάλιστα η κρίση, από το 2008 και μετά έγινε εμφανής και η περιδίνηση διαρκής,
διαμορφώθηκε σταδιακά ένα άλλο θεσμικό πλαίσιο που δεν έχει καμία σχεδόν σχέση
με το θεσμικό πλαίσιο που περιγράφεται στις ισχύουσες συνθήκες, δηλαδή στο
πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τη Συνθήκη της Λισσαβόνας.
Διαμορφώθηκε
ένα θεσμικό πλαίσιο εκ των ενόντων, έντονα διακυβερνητικού, αλλά όχι
κοινοτικού, χαρακτήρα. Τέθηκε συνεπώς υπό τον έλεγχο του «σκληρού πυρήνα» των
δημοσιονομικά «ενάρετων» χωρών, με πρώτη φυσικά τη Γερμανία, που την ακολουθούν
οι χώρες με αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας ΑΑΑ και χωρίς ίχνος θεσμικής
ισότητας μεταξύ των κρατών-μελών.
Όλα αυτά
τα ωραία λόγια, οι διακηρύξεις, η νομική και θεσμική ρητορική της ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα της Ευρωζώνης και με
τον τρόπο που λειτουργεί το Eurogroup σε επίπεδο υπουργών ή το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με σύνθεση Ευρωζώνης.
Αυτό το
θεσμικό πλαίσιο είναι κατ’ ανάγκη ρευστό, αβέβαιο και από τη φύση του,
ανατροφοδοτεί την κρίση, γιατί λαμβάνει αποφάσεις με καθυστέρηση, αποφάσεις που
δεν εκτελούνται, αλλά στη συνέχεια αναθεωρούνται, ή και υπονομεύονται στην
πράξη.
Η
καταλυτική αλλαγή που έχει συντελεστεί, αυτή που έχει αλλάξει το τοπίο της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, είναι ουσιαστικά η θεσμική ενσωμάτωση του
Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ευρωζώνη. Αυτό ξεκίνησε από την διάθεση
υποβάθμισης του ρόλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην οποία η γερμανική
κυβέρνηση αλλά και άλλες κυβερνήσεις ισχυρών κρατών-μελών, καταλόγιζαν μεγάλες
ευθύνες, γιατί δεν προβλέφθηκε και δεν ανεκόπη η δημοσιονομική κρίση και
συνακόλουθα η χρηματοοικονομική, μέχρι το 2009.
Διαμορφώθηκε
έτσι η περιβόητη τρόικα (εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας και του ΔΝΤ) που άρχισε να λειτουργεί στο παράδειγμα
της Ελλάδας, αλλά γενικεύεται ως ένας μηχανισμός που στην πραγματικότητα
μεταβάλλει, εκ του πλαγίου, το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το
ρόλο της Επιτροπής. Δεν τελεί υπό τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην
πραγματικότητα κανενός κοινοτικού θεσμού και στο μεταξύ αλλάζει και φύση, διότι
από ένα όργανο υπαλληλικού και γραφειοκρατικού χαρακτήρα, μετατρέπεται σε
εξουσιοδοτημένο πληρεξούσιο των κυβερνήσεων των δανειστριών χωρών.
Άρα, δεν
έχουμε να κάνουμε με υπαλλήλους εκπροσώπους οργανισμών, αλλά με μια ομάδα
τεχνοκρατών που ενεργεί με πολιτική εντολή διακυβερνητικού χαρακτήρα. Κι αυτό
έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία.
Θα
μου επιτρέψετε εδώ να κάνω έναν παραλληλισμό ανάμεσα στην παρουσία του
ΝΑΤΟ στην ευρωπαϊκή ήπειρο και την παρουσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Από τον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο και τις μεγάλες αποφάσεις που πήρε ο Πρόεδρος Ουίλσον και
μετά, είναι προφανές ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια είναι πρόβλημα ευρωατλαντικό.
Αυτό
επιβεβαιώθηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου,
εξακολουθεί όμως αυτό να λειτουργεί και υπό τις νέες συνθήκες τις σημερινές,
ενός άλλου παγκόσμιου χάρτη, γιατί ακόμη και τώρα η ευρωπαϊκή στρατιωτική
ασφάλεια είναι κατ’ ουσίαν ένα ευρωατλαντικό ζήτημα και αυτό αποτυπώνεται στην
ύπαρξη και τη λειτουργία του ΝΑΤΟ με κυρίαρχο το ρόλο των ΗΠΑ που καλύπτουν το
75% του ΝΑΤΟϊκού προϋπολογισμού.
Η παρουσία
του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στο οποίο οι ΗΠΑ είναι ο βασικός μέτοχος που
καλύπτει, μαζί με την ΕΕ, το 41% του προϋπολογισμού του και στην πραγματικότητα
διαμορφώνουν -και λόγω συγκατοίκησης στην Ουάσινγκτον- τις μεγάλες αντιλήψεις
και τις στρατηγικές αρχές, σημαίνει ότι και η ευρωπαϊκή νομισματική και
χρηματοοικονομική ασφάλεια αντιμετωπίζεται εκ των πραγμάτων ως ένα
ευρωατλαντικό ζήτημα.
Αυτό όμως,
αναδεικνύει το θεσμικό και πολιτικό έλλειμμα και τις αμηχανίες της
Ευρώπης και ειδικότερα της Ευρωζώνης.
Φτάνουμε
έτσι, για να μη σας κουράζω, στην τελευταία, θα έλεγα την πιο πρόσφατη γιατί δε
θα είναι δυστυχώς η τελευταία, αναρρίπιση της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής και
χρηματοοικονομικής κρίσης, στο παράδειγμα της Κύπρου.
Το
παράδειγμα της Κύπρου επιτρέπει σ’
εμάς στην Ελλάδα ν’ αντιληφθούμε πόσο σημαντικό είναι το
δεύτερο ελληνικό Πρόγραμμα Στήριξης και Προσαρμογής που συμφωνήθηκε το
Φεβρουάριο του 2012 και οδήγησε στο μεγάλο δάνειο των 240 δισ. ευρώ, με
μεγάλη περίοδο χάριτος, μεγάλη περίοδο αποπληρωμής, μικρά επιτόκια. Οδήγησε στο
κούρεμα του ελληνικού δημοσίου χρέους, που τώρα πλέον έχει μειωθεί κατά
65% του ΑΕΠ . Αυτό το δεύτερο πρόγραμμα που προβλέπει την πλήρη
ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από το δάνειο,
δηλαδή δημοσιονομικού χαρακτήρα ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος,
είναι το τελευταίο ολοκληρωμένο πρόγραμμα παλαιού τύπου και δε
θα ξαναδούμε άλλο τέτοιο Πρόγραμμα να συμφωνείται στην Ευρώπη.
Ένα
πρόγραμμα με ρήτρα βαθύτερης ύφεσης που ανοίγει το δρόμο της επιμήκυνσης της
περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής και προβλέπει ρητά περαιτέρω μείωση
του δημοσίου χρέους (πέραν των 65 μονάδων του ΑΕΠ) τώρα που η Ελλάδα κατακτά το
στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος, μετά από χρόνια πρωτογενώς ελλειμματικών
προϋπολογισμών.
Υπάρχει
αναμφίβολα έντονος οικονομικός εθνικισμός, η Ευρώπη ζει υπό την πίεση των
εθνικών πολιτικών και οικονομικών κύκλων και στρατηγικών επιλογών, οι οποίες
είναι κρατικές και όχι κυβερνητικές με την πολιτική έννοια του όρου. Οι
κυβερνήσεις αλλάζουν, οι κρατικές πολιτικές μένουν σταθερές.
Επίσης,
είναι προφανές ότι υπάρχει μεγάλη νευρικότητα σε πολλές μεγάλες χώρες, γιατί
όταν έχεις έντονη πολιτική, οικονομική και κοινωνική νευρικότητα στη Γαλλία, τη
δεύτερη χώρα της Ευρωζώνης, την Ιταλία, την Ισπανία, φυσικά έχεις μια νευρική
Ευρωζώνη.
Το
κυριότερο είναι να πούμε την αλήθεια με τ’ όνομά της. Υπάρχει φόβος
στην Ευρώπη για μια νέα φάση της κρίσης χρέους, η οποία αυτή τη φορά θα
χτυπήσει το σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης, όχι λόγω μεγάλου δημοσίου χρέους με τη
μορφή ποσοστού ως προς το ΑΕΠ, αλλά λόγω των μεγάλων απόλυτων μεγεθών που έχει
το χρέος του σκληρού πυρήνα της Ευρωζώνης, άρα λόγω των υψηλών αναγκών
αναχρηματοδότησης από μια αγορά που δε διαθέτει εγχώρια ευρωπαϊκά κεφάλαια,
γιατί τα κεφάλαια έχουν προ πολλού μετακινηθεί αλλού και εκτός του
ευρωατλαντικού χώρου.
Άρα,
προφανώς υπάρχει αδυναμία να επαναληφθεί ο γνωστός κύκλος: Μια
δημοσιονομική κρίση που μετατρέπεται σε χρηματοπιστωτική και αυτή
ξαναμετατρέπεται σε δημοσιονομική στήριξη των τραπεζικών συστημάτων. Κι αυτό
συμβαίνει τώρα, παρ’ ότι τους προηγούμενους μήνες, ο συνδυασμός των δράσεων της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του EFSF -ESM πλέον-
υποτίθεται ότι διασφάλιζε απεριόριστη ρευστότητα στο ευρωπαϊκό τραπεζικό
σύστημα, απολύτως συγκρίσιμη με την έννοια της απεριόριστης ρευστότητας και της
ποσοτικής διευκόλυνσης που ακολουθεί η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα στις ΗΠΑ
και επίσης απεριόριστη στήριξη στις δανειακές ανάγκες των κρατών μελών μέσα από
τη στήριξη των ομολόγων τους στην πρωτογενή και τη δευτερογενή αγορά.
Έφτασε
μάλιστα η νευρικότητα να πηγαίνει από την Κύπρο, μέσα από μια περίεργη
ταλάντωση, στο Λουξεμβούργο και την Αυστρία και να θέτει θέμα στην
πραγματικότητα, χρηματοπιστωτικού dubbing στο εσωτερικό της
Ευρωζώνης, επειδή δεν τηρούνται οι ίδιοι κανόνες λειτουργίας των Τραπεζών ιδίως
σε σχέση με το τραπεζικό απόρρητο.
Άρα, το
καινούργιο στοιχείο είναι ότι ξανασυζητούμε με νέους όρους την
τραπεζική Ένωση. Ενώ όμως συζητούμε πολύ για
τον ενιαίο μηχανισμό εποπτείας, συζητούμε για έναν ενιαίο μηχανισμό εκκαθάρισης,
ο οποίος εμφανίζεται να είναι πολύ πιο επιθετικός, έχουμε ξεχάσει τον ενιαίο
μηχανισμό εγγύησης καταθέσεων που ήταν μια επίμονη και ευφυής πρόταση του Μάριο
Μόντι, η οποία τώρα δε συζητείται από κανέναν. Χωρίς όμως ενιαίο μηχανισμό
εγγύησης καταθέσεων, δεν έχεις στην πραγματικότητα ενιαία αγορά κεφαλαίων.
Γιατί οι ανισότητες που υπάρχουν, στην πραγματικότητα αναπαράγουν μια εσωτερική
μεγάλη αδικία στην Ευρωζώνη.
Απέναντι
σ’ αυτή την κατάσταση, που την περιγράφω κατ’ ανάγκην ελλειπτικά, τι
μπορεί να κάνει πράγματι ο λεγόμενος «ευρωπαϊκός Νότος»;
Κατ'
αρχάς, ποιος Νότος; Πρέπει ν’ αντιληφθούμε ότι ο Νότος στην Ευρώπη δεν είναι
γεωγραφικός, ποτέ δεν ήταν γεωγραφικός. Μιλάμε για τις χώρες της σύγκλησης, για
τις λεγόμενες χώρες του στόχου 1 ως προς την κατανομή των πόρων των
διαρθρωτικών ταμείων της Ένωσης, εδώ και δεκαετίες. Πάντα μιλούσαμε με κριτήρια
οικονομικά, αναπτυξιακά, πολιτικά. Ο ευρωπαϊκός Νότος είναι μια πολιτική
έννοια.
Κοινό
χαρακτηριστικό αυτού του πολιτικού ευρωπαϊκού Νότου είναι η αβεβαιότητα που είναι και οικονομική και πολιτική και
κοινωνική. Και πρέπει να σας πω ότι κανείς δε θέλει να είναι μέλος μιας
«άσωτης» παρέας. Ο καθένας θέλει να διαφοροποιείται προς το καλύτερο. Θέλει να
δείχνει ότι αυτός τα καταφέρνει, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ιρλανδία που
έσπευσε να πει ότι «εγώ βγαίνω από την παρέα αυτή των χωρών της
προσαρμογής».
Υπάρχει,
συνεπώς, αλληλεγγύη των χωρών του πολιτικού νότου της Ευρώπης; Όχι. Υπάρχει
κοινή εμπειρία, αλλά δεν υπάρχει συνείδηση κοινής μοίρας και δεν υπάρχει
συστράτευση. Ούτως ή άλλως οι συσχετισμοί είναι εξαιρετικά αρνητικοί.
Άρα,
ποιος Νότος; Ίσως ως Νότο εννοούμε τον ιδεολογικό Νότο; Δηλαδή την ευρωπαϊκή
σοσιαλδημοκρατία. Αυτό είναι κάτι που το επιδιώκουμε και εμείς στην Ελλάδα
ως Σοσιαλιστικό Κόμμα, ως μέλος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και
της Ομάδας των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
ενόψει και των εκλογών για την ανάδειξη του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα
τέλη Μαΐου του 2014.
Εκεί πάλι
θα διατυπωθούν καθαρές, διαφορετικές αντιλήψεις ανάμεσα στις ευρωπαϊκές
πολιτικές οικογένειες. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό
Κόμμα που θα έχουν διαφορετικούς υποψηφίους για τη θέση του Προέδρου της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αλλά, όπως σας είπα και προηγουμένως, στην Ευρωπαϊκή
Ένωση οι κρίσιμοι συσχετισμοί τελικά είναι πάντα διακρατικοί και
όχι ιδεολογικοπολιτικοί.
Υπάρχει εκ
των πραγμάτων ένας μεγάλος κυλιόμενος πανευρωπαϊκός συνασπισμός: πάντα την
Ευρώπη συνολικά την κυβερνούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις που μετέχουν στις
κυβερνήσεις μαζί, άλλωστε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτυπώνεται αυτή η
συμψηφιστική ουδετερότητα μεταξύ των δυο μεγάλων κομμάτων, που μοιράζουν και τη
θητεία του προέδρου δυόμισι χρόνια ο ένας, δυόμισι χρόνια ο άλλος.
Και ας το
ομολογήσουμε. Ούτως ή άλλως, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι σε κρίση. Είναι
σε κρίση ιδεολογικοπολιτικά από το 1992, δηλαδή από την κύρωση της συνθήκης του
Μάαστριχτ, γιατί το Μάαστριχτ ήταν η επίσημη εγκατάλειψη των κεϋνσιανών
πολιτικών, καθώς ο στόχος της δημοσιονομικής και μακροοικονομικής σταθερότητας,
δεν συνοδεύτηκε από τον εφάμιλλο στόχο της πλήρους απασχόλησης. Και επειδή,
όπως έχει πει ο Κέυνς «οι ιδέες κυβερνούν τον κόσμο», όταν υποστέλλονται ιδέες
και αντιλήψεις πολιτικές, αλλάζει και η πραγματικότητα της οικονομίας, διότι οι
πολιτικές αποφάσεις καθορίζουν το μέλλον της οικονομίας.
Άρα,
αυτό που χρειάζεται για το Νότο και για μια Ευρώπη που υπερβαίνει την κρίση
είναι κάτι πολύ περισσότερο. Χρειάζεται αφενός μεν μια ολοκληρωμένη
στρατηγική διαχείρισης της κρίσης, αφετέρου δε μια νέα στρατηγική για την
ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και το ιστορικό μέλλον της Ευρώπης. Αυτές όμως οι
δυο στρατηγικές είναι αλληλένδετες.
Η
πιο σημαντική αλλαγή στις επικρατούσες οικονομικές και πολιτικές
αντιλήψεις στην Ευρώπη είναι ακριβώς η σύνδεση των δύο αυτών στρατηγικών:
της στρατηγικής διαχείρισης της κρίσης και της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης. Μόνο μέσα από τη σύνδεση αυτή κάθε επιμέρους απόφαση σε σχέση με
την συγκυρία και την αντιμετώπιση της κρίσης μπορεί να ενταχθεί σε μια ευρύτερη
προοπτική και να αξιολογηθεί με όρους στρατηγικούς και ιστορικούς.
Για
παράδειγμα, πρέπει να τεθεί και να απαντηθεί το ερώτημα έως ποίου σημείου και
για πόσο χρόνο οι λαοί των χωρών-μελών της Ευρωζώνης που είναι
εντεταγμένες σε προγράμματα προσαρμογής μπορούν να αποδέχονται την ακύρωση της
θεσμικής ισοτιμίας των κρατών-μελών και την αντικατάστασή της από τη σκληρή
σχέση δανειστή, που υπαγορεύει όρους και δανειζόμενου που αποδέχεται
όρους.
Η
ομοσπονδιακή προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να ταυτιστεί με μια
ετεροβαρή μείωση της νομισματικής, δημοσιονομικής
και χρηματοπιστωτικής κυριαρχίας μόνο των οικονομικά αδύναμων ή
δημοσιονομικά «ασώτων» χωρών. Η επίδειξη αλληλεγγύης με σκληρούς
όρους παύει, από ένα σημείο και μετά, να εκλαμβάνεται ως φιλική κίνηση και
ερμηνεύεται ως εχθρική.
Εξίσου
σημαντικό είναι να τεθεί ευθέως το ερώτημα, αν μπορεί να έχει
οικονομική, κοινωνική και πολιτική προοπτική η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, χωρίς να
διασφαλίζεται το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, παρά τη δημοσιονομική και
δημογραφική του κρίση που είναι πολύ παλιότερη της διεθνούς κρίσης,
που ξέσπασε μετά το 2008 .
Είναι
συνεπώς αναγκαίο η Ευρώπη, με πρωτοβουλία του πολιτικού ευρωπαϊκού Νότου,
να μιλήσει και πάλι πολιτικά, εφ’ όλης της ύλης: θεσμικά, αναπτυξιακά,
κοινωνικά, δημοσιονομικά, χρηματοοικονομικά, πολιτιστικά.
Η
Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να ανοίξει τη συζήτηση για μια αναθεώρηση των
ιδρυτικών συνθηκών που θα θέτει ένα ενιαίο ,ανανεωμένο και καθαρό
θεσμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα τοποθετηθούν και όλες οι επιμέρους θεσμικές
αλλαγές, δημοσιονομικού και χρηματοπιστωτικού κυρίως, χαρακτήρα που κρίθηκαν
αναγκαίες λόγω της κρίσης των τελευταίων ετών, όπως το δημοσιονομικό σύμφωνο
και η συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας/ESM.
Αυτή η εξέλιξη
πρέπει να συνοδεύεται από μια πανευρωπαϊκή πολιτική και κοινωνική συμφωνία για
το μοντέλο ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης, που βεβαίως, πρέπει να
βασίζεται στα ποιοτικά και ιστορικά χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής
ηπείρου και όχι απλώς στη μείωση του κόστους εργασίας ή την αποδιάρθρωση των
εγγυήσεων του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους.
Το
κομβικό σημείο είναι να γίνει αντιληπτό ότι αν δεν λειτουργήσουν
μηχανισμοί κοινής διαχείρισης του χρέους, δεν μπορεί να γίνει τίποτα οριστικό
κι ασφαλές για την υπέρβαση της κρίσης της ευρωζώνης.
Ακούγονται
εδώ και χρόνια, πολλές ιδέες για ευρωομόλογα, ταμείο άφεσης ενός τμήματος
του χρέους (είτε αυτού που φτάνει το ανεκτό όριο του 60% του ΑΕΠ είτε αυτού που
υπερβαίνει το όριο αυτό κλπ. Κατά βάθος όμως, όλες αυτές οι ιδέες
αναπαράγουν τις ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών ως προς το κόστος δανεισμού
των κρατών που μετακυλύεται στην οικονομία κάθε κράτους και άρα ως προς τις
προοπτικές ανάπτυξης και σύγκλησης.
Πράγματι,
όταν πολλά κράτη-μέλη της Ευρωζώνης είναι αποκλεισμένα από τις διεθνείς αγορές
και αγωνίζονται να μειώσουν το δημοσιονομικό τους έλλειμμα και να καταστήσουν
βιώσιμο το δημόσιο χρέος τους υπό συνθήκες ύφεσης και ανεργίας, είναι
εξαιρετικά κρίσιμο να υπάρχουν, για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά τους,
όροι δανεισμού που βοηθούν την επάνοδο σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Χωρίς αυτό
δεν μπορούν να επιτευχθούν ούτε οι δημοσιονομικοί στόχοι. Όμως, τα επιτόκια
είναι για τις χώρες αυτές πάντα υψηλότερα σε σχέση με τη Γερμανία
και τις χώρες του σκληρού πυρήνα της ζώνης του ευρώ. Όχι μόνο για τον δανεισμό
του κράτους -από τον οποίο πολλά κράτη είναι
αποκλεισμένα- αλλά και για το δανεισμό των επιχειρήσεων, άρα για τις
πιθανές επενδύσεις. Αλλά και για το δανεισμό των νοικοκυριών, άρα για την
πιθανή επανεκκίνηση της αγοράς ακινήτων μέσω στεγαστικών δανείων.
Το
ουσιαστικό συνεπώς ερώτημα που πρέπει τεθεί είναι αν υπάρχει πολιτική
και διακυβερνητική βούληση να σπάσει αυτός ο «φαύλος κύκλος» της
εσωτερικής ανισότητας στην Ευρωζώνη όπου έχουμε ένα νόμισμα αλλά διαφορετικούς
όρους δανεισμού των κρατών-μελών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών τους.
Στόχος του
ευρωπαϊκού Νότου πρέπει να είναι το σπάσιμο αυτού του «φαύλου κύκλου», που
πλέον καταλαμβάνει και τους τραπεζικούς τομείς των κρατών–μελών, μετά την
κυπριακή εμπειρία με τις προτάσεις για νέου τύπου ανακεφαλαιοποιήσεις
μέσω «bail in» μετόχων, ομολογιούχων αλλά και καταθετών που έχουν καταθέσεις
άνω των 100.000 ευρώ.
Η μεγάλη
ιστορική αντίφαση είναι ότι ενώ η οικονομική κρίση θέτει επί τάπητος
τα ζητήματα της πολιτικής ενοποίησης, ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης σε
χρηματοπιστωτικό και δημοσιονομικό επίπεδο οξύνει τις ανισότητες μεταξύ των
κρατών-μελών, διευρύνει την απόσταση μεταξύ «ενάρετων» και «άσωτων» κρατών,
ενθαρρύνει τους οικονομικούς εθνικισμούς και, λόγω των πολιτικών λιτότητας που
εφαρμόζονται σε πολλές χώρες, τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό και θαμπώνει το
όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Άρα,
χρειαζόμαστε μια νέα αφήγηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που θα είναι τελικά
πολιτική. Για να γίνει όμως πολιτική πρέπει να αρχίσει να διατυπώνεται στο
επίπεδο των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, των διεθνών οικονομικών θεσμών, των
μέσων ενημέρωσης με επιρροή, της ακαδημαϊκής κοινότητας και στις δυο
πλευρές του Ατλαντικού.
Όσα
συμβαίνουν στην Ευρώπη - ακόμη και αν είναι ασυνήθιστα για τις αμερικανικές
αντιλήψεις σε σχέση με τους πολιτικούς και χρηματοπιστωτικούς θεσμούς- είναι
ιδιαίτερα κρίσιμα και για την Αμερική που μπορεί να επηρεαστεί από τις
εξελίξεις στην ευρωπαϊκή οικονομία και ιδίως από την παράταση και την
ανακύκλωση της χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη.
Από την
άποψη αυτή, όσοι στις ΗΠΑ ενδιαφέρονται, μπορούν παραδόξως να
βρουν στον Ευρωπαϊκό πολιτικό Νότο πολλές ιδέες κοντινές προς τις δικές τους
για τη σχέση κράτους και οικονομίας.
Ο κοινός
παρονομαστής βρίσκεται στην ιστορική διαπίστωση πως μια ισχυρή οικονομία και
ένα ισχυρό νόμισμα χρειάζονται από πίσω τους μια ισχυρή πολιτική οντότητα που
έχει την ικανότητα να διασφαλίζει την ενότητα και την σταθερότητά της μέσω θεσμικών
μηχανισμών που λειτουργούν με δημοκρατική νομιμοποίηση, ταχύτητα και
αποτελεσματικότητα. Αυτό είναι που αναζητά η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και όταν
δεν το ομολογεί. -
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου