0 Μαΐου 1936. Ο νεαρός ποιητής Γιάννης Ρίτσος αντικρίζει στο πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη μια συγκλονιστική φωτογραφία. Μια μαυροφορεμένη γυναίκα, θρηνεί πάνω από το νεκρό σώμα του γιου της, γονατισμένη στον κεντρικό δρόμο της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τον 20χρονο αυτοκινητιστή Τάσο Τούση, που έπεσε νεκρός από πυρά της χωροφυλακής, κατά τη διάρκεια μίας από τις μεγαλύτερες και πιο αιματηρές απεργιακές κινητοποιήσεις στη σύγχρονη Ελλάδα, που έμεινε γνωστή ως «Η απεργία των καπνεργατών».Η εικόνα σοκάρει τον Ρίτσο. Κλείνεται στο δωμάτιό του 3 μέρες και γράφει πυρετωδώς. Πρόκειται για το γνωστό ποίημά του «Επιτάφιος», που είναι αφιερωμένος στη μητέρα του νεκρού απεργού.
Ηθικός αυτουργός της αιματηρής κατάπνιξης της απεργίας, δεν είναι άλλος από τον μετέπειτα δικτάτορα, Ιωάννη Μεταξά. Το 1936, μετά από αλλεπάλληλες κυβερνητικές κρίσεις, με παρέμβαση του βασιλιά Γεωργίου Β, διορίζεται πρωθυπουργός ο πρώην στρατιωτικός Ιωάννης Μεταξάς. Μόλις ένα μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο νέος πρωθυπουργός καλείται να αντιμετωπίσει μία από τις μεγαλύτερες εργατικές κινητοποιήσεις του 20ού αιώνα στην Ελλάδα.
Στις 29 Απριλίου 1936, οι καπνεργάτες της βορείου Ελλάδας κατεβαίνουν σε απεργία, διεκδικώντας την αύξηση των ημερομισθίων τους, σύμφωνα με απόφαση του 1924. Η συμμετοχή στην απεργία αγγίζει το σύνολο των εργαζομένων, ενώ 12.000 καπνεργάτες κατακλύζουν το κέντρο της Θεσσαλονίκης, καλώντας σε γενική απεργία. Σύντομα κηρύττουν απεργία και οι κλωστοϋφαντουργοί, οι τσαγκάρηδες και οι χαρτεργάτες, με την υποστήριξη των συνδικάτων πολλών κλάδων. Την 8 η μέρα της απεργίας, ο Ιωάννης Μεταξάς μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη για να εποπτεύσει ο ίδιος την κατάσταση. Οι δηλώσεις του που ακολουθούν, καταστούν σαφείς τις προθέσεις του απέναντι στους απεργούς: «Κατέστη φανερόν ότι οι σκοποί οι επιδιωκόμενοι από τους διευθύνοντας την απεργιακήν κίνησιν είναι πολιτικοί, ανατρεπτικοί και όχι οικονομικοί». Την επόμενη μέρα, η διαδήλωση των απεργών συναντά έξω από το Πάνθεον στη Θεσσαλονίκη τις κάννες των χωροφυλάκων. Στη σύγκρουση που ακολουθεί, οι χωροφύλακες ανοίγουν πυρ και τραυματίζουν 70 διαδηλωτές, μεταξύ των οποίων και 12χρονα κορίτσια που δούλευαν στα κλωστοϋφαντουργεία της εποχής. Τα οδοφράγματα και οι οδομαχίες συνεχίζονται όλη την ημέρα, ενώ τα συνδικάτα όλης της χώρας και ο φοιτητικός κόσμος ενώνονται με την απεργία, διαμαρτυρόμενοι για την αιματηρή αντίδραση των οργάνων της τάξης. Η στάση της κυβέρνησης ωστόσο, παραμένει αμετάκλητη. Το πρωί της 9η Μαΐου, στην οδό Εγνατίας πέφτει ο πρώτος νεκρός από σφαίρες των χωροφυλάκων, ο Τάσος Τούσης. Το σώμα του τοποθετείται πάνω σε μια ξηλωμένη πόρτα και οδηγείται από τους απεργούς στο Διοικητήριο, όπου δέχονται νέα πυρά. Οι συγκρούσεις γενικεύονται και εώς το τέλος της ημέρας οι νεκροί φτάνουν τους 12, άνδρες και γυναίκες. Πολλοί φοιτητές που μετείχαν στην απεργία αποβάλλονται δια παντός από το πανεπιστήμιο, ενώ η απεργία λαμβάνει πια πολιτικά χαρακτηριστικά: το ψήφισμα των απεργών καλεί σε παραίτηση της κυβέρνησης. Το ίδιο βράδυ, ο Ιωάννης Μεταξάς δίνει διαταγή ένα σύνταγμα στρατού από τη Λάρισα να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη και μία μοίρα του στόλου να καταπλεύσει στο λιμάνι της. Μπροστά στο φόβο ενός νέου μακελειού, η ΓΣΕΕ καλεί σε ματαίωση της απεργίας, επιτυγχάνοντας κάποιον προσωρινό συμβιβασμό μεταξύ των 2 πλευρών. Η κατάπνιξη της απεργίας από τον Ιωάννη Μεταξά θεωρείται από πολλούς ιστορικούς ότι άνοιξε το δρόμο για την κατάργηση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, με πρόφαση τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Ο διορισμός του πρώην στρατιωτικού αντιμετωπίστηκε ως αναπόφευκτος από τις πολιτικές δυνάμεις της εποχής. Η διακοπή των εργασιών της βουλής τον ίδιο μήνα, του έδωσε το ελεύθερο να οργανώσει το πραξικόπημα. Μάταια οι δημοκρατικές φωνές της εποχής κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: «Χρεωκοπήσαμεν ως κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως συνέλευσις και χάσαμε τον ψυχικόν σύνδεσμο προς τον λαόν. Διότι τι είδους ψυχικός σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθή όταν ο μεν λαός φωνάζει δεν θέλω να με κυβερνήση ο Μεταξάς, ημείς δε αδιαφορούντες του απαντώμεν: Και όμως θα σε κυβερνήση ο Μεταξάς», δηλώνει ο βουλευτής Ηλείας Βάσος Στεφανόπουλος. Από την απεργία του 1936 και μετά, το ιδιότυπο καθεστώς Μεταξά ονομάστηκε από τους ιστορικούς «το καθεστώς της 3 1/2 Αυγούστου».
mixanitouxronou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου